Ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι, πού γιά νά ἐπιτύχουν αὐτό πού θέλουν, πηγαίνουν ἀκόμη καί μέ τό σατανᾶ.
Κάποιος μύθος ἀναφέρει,ὅτι ἕνας ξακουστός μάγος θεραπευτής εἶχε ὑπογράψει συμβόλαιο φιλίας μέ τόν «πονηρό» καί σ’ ὅ,τι κι ὅποτε τόν χρειαζόταν, τόν καλοῦσε καί ἐκεῖνος ἔτρεχε.
Ποτέ δέν τοῦ εἶχε χαλάσει τό χατίρι ὁ σατανᾶς…
Μία μέρα τοῦ ζήτησε τήν ἕξης χάρη: «Θέλω», τοῦ εἶπε «νά μέ βοηθήσεις, νά γίνω ὑπουργός».
Καί ὁ σατανᾶς τοῦ ὑποσχέθηκε. «Ναί, θά πάω», τοῦ ἐξήγησε, «νά μπῶ στό αὐτί τῆς βασιλοπούλας καί θά τήν κάνω νά εἶναι ἄρρωστη καί νά πονάει πολύ. Κανείς δέν θά μπορεῖ νά τήν κάνη καλά. Λοιπόν, θά παρουσιασθεῖςἐσύ, θά κάνεις ὅτι τήν θεραπεύεις καί ἐγώ θά τήν ἐλευθερώσω. Τότε θά ζητήσεις ἀπό τόν βασιλιά ὅ,τι θέλεις καί αὐτός θά σέ ἱκανοποιήσει».
Ἔτσι καί ἔγινε. Ἡ σατανική ἐπήρεια ἔκανε τή βασιλοπούλα νά πονᾶ πολύ, χωρίς κανείς νά μπορεῖ νά τή θεραπεύσει. Μόνο ὁ μάγος τήν ἔκανε δῆθεν καλά. Ὅποτε ὁ βασιλιάς, ἀπό…
εὐχαρίστηση, τόν ἔκανε ὑπουργό.
Δέν πέρασε ὅμως πολύς καιρός καί ἔγινε πραξικόπημα.
Συνέλαβαν καί τόν ὑπουργό καί τόν κρέμασαν. Στό ἰκρίωμα καλοῦσε τό φίλο του τόν σατανᾶ.
Ἀλλ’ ἐνῶ ἐκεῖνος πάντοτε ἔφθανε ἀμέσως, τώρα ἀργεῖ.
Καλεῖ ὁ ἄνθρωπος, φωνάζει, ἱκετεύει, ἄλλ’ ὁ σατανᾶς δέν φαίνεται. Ὅμως νά, τίς τελευταῖες του στιγμές, τόν βλέπει νά ἔρχεται ἀπό μακριά, φορτωμένοςἕνα γεμάτο τσουβάλι.
— Ἔλα, τοῦ φωνάζει, γιατί χάνομαι!
Κι ὁ σατανᾶς ἔρχεται κοντά, ἀδειάζει στά πόδια τοῦ φίλου του τό τσουβάλι πού ἦταν γεμάτο παλιοπάπουτσα καί τοῦ λέει:
— Τά βλέπεις αὐτά; Γι’ αὐτό τά χάλασα τόσα χρόνια. Γιά νά σέ ἀνεβάσω στήν κρεμάλα. Αὐτό εἶναι τό τέλος σου. Βοήθεια δέν ἔχεις πιά.
Πράγματι, ἀγαπητοί, ὁ σατανᾶς ποτέ δέν γίνεται φίλος τῶν ἀνθρώπων, ἄς τό ξέρουμε καλά.
Γιατί αὐτός «ἀνθρωποκτόνος ἤν ἀπ’ ἀρχῆς καί ἐν τή ἀληθεία οὔχ ἔστηκεν,ὅτι… ψεύστης ἐστίν» (Ἰωάν. ἡ’ 44), λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
Καί ὁ λαός διαπιστώνει: «Διαβολομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα».
Πηγή: «Πλάνες καί ἡ Ἀλήθεια» τοῦ Μητρ. Ἠλείας ΓερμανοῦΠαρασκευοπούλου