Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου
«Ὅσοι, λέγει ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, θέλετε νά πάρετε, ἀπό ἀγάπη καί μόνο πρός τόν γλυκύτατο Ἰησοῦ, τήν θεϊκή Του φωτοφάνεια, ὅσοι θέλετε νά ὑποδεχθῆτε μέσα στήν καρδιά σας τήν ἀπό τόν οὐρανό κατερχόμενη ἄκτιστη φωτιά, πού θά σᾶς ἀνάψη στήν καρδιά σας τόν θεϊκό ἔρωτα, ὅσοι τόν θησαυρό τῆς θείας Χάριτος, πού εἶναι κρυμμένος στό χωράφι τῆς ψυχῆς σας ψάχνετε νά βρεῖτε, ὅσοι ἐπιθυμεῖτε νά γνωρίσετε καί νά ἀποκτήσετε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μέσα σας, ἐλᾶτε νά σᾶς δώσω ἕναν οὐράνιο τρόπο, μιά ἀγγελική μέθοδο, πού λέγεται ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ καί ἡ ὁποία θά σᾶς βάλη μέ ἀσφάλεια στό λιμάνι τῆς ἀπαθείας. Ἐκεῖ θά λάβετε «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε».
Ἐπαναλαμβάνουμε γιά νά τό συνειδητοποιήσουμε, ὅτι σκοπός τοῦ κάθε χριστιανοῦ, κληρικοῦ, μοναχοῦ καί λαϊκοῦ, εἶναι ἡ ἄνοδος πρός τήν θέωσι. Εἶναι ἡ ἕνωσίς του μέ τήν ἄκτιστη Χάρι, πού μεταδίδεται ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Καί τά μέσα πού χρησιμοποιεῖ ὁ Σωτῆρας Χριστός γιά νά ἀνοίξη τόν δρόμο πρός τό Θαβώρειον φῶς, εἶναι πολλά.

Ὅμως ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐλεύθερη ἐπιστροφή πρός τόν ἑαυτό μας. Νά ἐπανέλθουμε ἤ καλύτερα νά εἰσέλθουμε μέσα στήν καρδιά μας, νά βάλουμε δηλαδή τόν νοῦ μας μέσα στήν καρδιά μαζί μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁλοκληρωτική αὐτή στροφή μέσα μας, πού γίνεται μέ τή θέλησί μας, εἶναι στροφή πρός τόν Θεόν.
Ἡ στροφή αὐτή ἔχει συγχρόνως καί σάν ἀποτέλεσμα τήν ἄρνησι τῶν ἁμαρτωλῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου καί τό σταύρωμα τῶν παθῶν. Σταματᾶ δηλαδή ἡ ψυχή τόν ἐξωτερικό της περισπασμό καί ἐπανέρχεται ἀπό τήν λιποταξία της. Διότι ἡ περιπλάνησις τῆς ψυχῆς στά πράγματα τοῦ κόσμου εἶναι προδοσία τῆς φύσεώς της.
Καί αὐτό, ἐπειδή ἐγκαταλείπει τήν ἐσωτερική της ἁπλότητα. Ἐγκαταλείπει δηλαδή τήν παιδική της κληρονομιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανων1. Ἐγκαταλείπει δέ τήν ἐσωτερική της ἁπλότητα, γιατί παρασύρεται ἀπό τόν ἐχθρό της, τόν διάβολο, πού τῆς παρουσιάζει τήν προσωρινή ἡδονή τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου ἐρεθίζοντας τίς αἰσθήσεις κι ἔτσι δελεαζόμενη, εὔκολα ὑποκύπτει στά πάθη καί, διά μέσου αὐτῶν, κληρονομεῖ τόν αἰώνιο χωρισμό ἀπό τόν Πλάστη της. Καταδικάζεται δηλαδή γιά τήν προδοσία της στόν αἰώνιο θάνατο τῆς κολάσεως.
Ἡ ἄρνησις, ἐπομένως, τῶν ἁμαρτωλῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου εἶναι μία ἐπάνοδος τῆς ψυχῆς στόν ἑαυτό της, πού μέ τήν ταπείνωσι, τήν μετάνοια, τά δάκρυα, τά ἱερά Μυστήρια καί τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν καθαρίζεται ἀπό τά πάθη, δίνεται δηλαδή ἡ καθαρότητα στήν καρδιά, πού εἶναι ἐπαναφορά τῆς ψυχῆς στό «ἀρχαῖον ἁπλοῦν».
Πρίν ἀπό λίγο καιρό, μου ἐμπιστεύθηκε μιά οὐράνια πνευματική του ἀποκάλυψι κάποιος Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, (τόν γνώρισε καί ἡ Πρέσβυτέρα μου), πού ἄν καί ἦτο κατάκοιτος στό κρεββάτι τοῦ πόνου καί τοῦ μαρτυρίου…, ὄχι μόνον δοξολογοῦσε καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεόν γιά τά σωματικά μαρτύρια ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας του, ἀλλά καί συνεχῶς παρακαλοῦσε τόν Χριστό νά τόν ἐλεήση, σάν τόν πλέον ἐλεεινό ἁμαρτωλό, μέ τίς φράσεις:
«Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, καί ἐλέησέ μέ τόν ἁμαρτωλό καί σ᾿ εὐχαριστῶ γιά ὅλα…,».
Μέρα – νύκτα, κάθε ὥρα, κάθε στιγμή, πότε ψιθυριστά, πότε-πότε ἀπό μέσα του, μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, πάντοτε μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι καί ἄλλοτε ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του, βιώνοντας τήν ἀπόλυτη οὐράνια εὐτυχία, ὅπως ὡμολόγησε. Μιά εὐτυχία, πού ἔνοιωθε πολλές φορές ὅτι ἦταν ἕτοιμη νά τόν σκάση!, νά τοῦ σχίση τά σπλάγχνα! καί πού τήν ἔνοιωθε σάν μιά ἀπέραντη οὐράνια ἀγκαλιά, στήν ὁποία ἤθελε νά βάλη ὅλον τόν κόσμο, γιά νά τήν γευθοῦν λίγο κι αὐτοί, πού βρίσκονται μακρυά ἀπό τόν Θεόν…
Μιά φορά ἦτο τόση ἡ πληρότης αὐτῆς τῆς παραδόξου νοερᾶς προσευχῆς, πού ἁρπάχθηκε ὁ νοῦς του (δέν ξέρει πῶς…) σέ θεωρία καί βρέθηκε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ…, ὅπου στό βάθος ἵστατο ὁ Θρόνος τοῦ Κυρίου, ὅλος ΦΩΣ! ὅλος δόξα! Ἦτο ὅμως τόσο ἐκτυφλωτικό αὐτό τό φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, πού καί αὐτές οἱ οὐράνιες δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων δέν μποροῦσαν νά τόν ἀτενίζουν, ἀλλά μέ σκυμμένες τίς κεφαλές τους θυμιάτιζαν μέ ὁλόχρυσα καί ὁλοφώτεινα θυμιατήρια τόν οὐράνιο θρόνο τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ἐνῶ ταυτόχρονα ἐπληροφορεῖτο ἡ ψυχή του ὅτι αὐτές οἱ οὐράνιες ἀσώματες δυνάμεις εἶναι οἱ ἴδιες, πού ὁλόθερμα ἐπιθυμοῦν ὄχι μόνον ν᾿ ἀκούσουν τήν εὐαγγελική φωνή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὑπερφυῶς νά δοῦν -ἄν τούς ἐπετρέπετο- «τό πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς καί ἀπολαύσωσιν ἐπί τῆς γῆς καί δή ἐπί τῆς ἁγίας Τραπέζης τά φρικτά τελούμενα τῆς θείας καί ἱερᾶς Λειτουργίας», ὅπως τοῦτο βεβαιώνεται καί ἀπό τήν πέμπτη εὐχή στό Μυστήριο τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου.
Μαζί ὅμως μέ τούς θυμιατίζονας Ἀγγέλους καί γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ “εἶδε” (ἐπαναλαμβάνω, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του) ἐκεῖνος ὁ παπούλης καί τόν χορό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων… Καί αὐτοί μέ θυμιατά.
Καί πέριξ αὐτῶν, τόν χορό τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων, τό ἀμέτρητο πλῆθος τῶν ἱερομαρτύρων, τούς χιλιάδες χιλιάδων ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, ἱερομονάχους καί διακόνους, πού κατηξιώθηκαν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ… Καί ὅλες αὐτές οἱ μυριάδες τῶν ἁγίων ἱερωμένων νά θυμιατίζουν μεγαλόπρεπα, ἀλλά ταπεινά καί μέ δέος… καί μέ τελεία τήν ἀγάπη μαζί μέ τούς Ἀποστόλους τόν οὐράνιο θρόνο τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ!
Καί νά!… πού σέ λίγο, κατάπληκτα τά μάτια τῆς ψυχῆς του ἀντικρύζουν -ὦ, τῆς μεγαλωσύνης Σου, Θεές μου!
ὦ, τῆς θείας δικαιοσύνης Σου, Χριστέ μου!
ὦ, τῆς ἀπεράντου μακροθυμίας Σου, τῆς μεγαλοπρεπείας Σου, Κύριε- ΚΑΠΟΙΕΣ ἀπειράριθμες ψυχές νά θυμιατίζουν καί αὐτές μέ ὁλόχρυσα θυμιατήρια τόν Θρόνον τοῦ Θεοῦ. Ποιές ἦσαν ὅμως αὐτές οἱ ψυχές; Ἦσαν ἐκεῖνες, πού κατεφρονήθησαν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο…,
  • ὅπως οἱ διανοητικῶς καθυστερημένοι,
  • ὅπως οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι μέ τό σύνδρομο Ντάουν,
  • ὅπως τά ἀνάπηρα παιδιά στό μυαλό καί συνάμα σπαστικά στό σῶμα
  • καί γενικῶς, ὅλες ἐκεῖνες οἱ ψυχοῦλες, πού στόν κόσμο μας περιφρονήθηκαν καί περιγελάσθηκαν ὡς“ἀγαθούληδες”, κλείνοντάς τες πολλές φορές σέ ἄσυλα, ἀκόμη καί σέ φρενοκομεῖα.
Αὐτές θυμιάτιζαν μαζί μέ τούς Ἁγίους τόν Θρόνον τοῦ Θεοῦ κι ὄχι ἐμεῖς, οἱ δῆθεν καλοί χριστιανοί καί μέ τίς δῆθεν καλωσύνες μας… Ὄχι ἐμεῖς, πού διαλαλοῦμε ὅτι ἀγαπᾶμε ὅλον τόν κόσμο καί κρυφά ἁμαρτάνουμε, ἀλλά οἱ διανοητικῶς ἀνάπηροι καί μάλιστα τά διανοητικῶς ἀνάπηρα παιδιά!
Καί ὅλες αὐτές οἱ ψυχοῦλες ἦσαν ἐνδεδυμένες μέ ὁλοφώτεινες πάλλευκες στολές, ἐνῶ οἱ μυριάδες τῶν ἱερωμένων, ἀνάλογα μέ τήν ἐπί γῆς ἁγιότητά τους καί τούς ἀγῶνες πού ἔδωσαν γιά τήν θέωσί τους, εἶχαν ὁλόχρυσες, ὁλόλαμπρες στολές. Ἡ λαμπρότητα ὅμως τοῦ καθενός ἀπό αὐτούς διέφερε ἀπό τήν λαμπρότητα τῶν ἄλλων. Ἡ κάθε ψυχή ἔλαμπε μέ τή δική της δόξα.
Ἀλλά, νά, -ἐπαναλαμβάνω- πού τό πλέον ἀξιοθαύμαστο στό οὐράνιο αὐτό θεϊκό ὅραμα, ἦτο ὅτι μαζί μέ τήν χορεία τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν, τῶν θεοφόρων Πατέρων, τῶν Ἱερομαρτύρων, τῶν καταξιωμένων ἁγίων ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καί διακόνων στούς εἴκοσι αἰῶνες πού πέρασαν, ΗΣΑΝ ΘΥΜΙΑΤΙΖΟΝΤΑΣ καί τά διανοητικῶς καθυστερημένα παιδιά, πλημμυρισμένα (ὅπως τό τόνισε καί ὁ Γέροντάς μου στήν τελευταία μας ἐπίσκεψι) ἀπό ΦΩΣ, ἀπό ΣΟΦΙΑ καί ἀπό ΔΟΞΑ ἀνυπέρβλητη!…
Πολλή δόξα καί πολλή σοφία καί πολύ Φῶς!… ὅμοια μέ τῶν ἁγίων!…