Ἡ Πορεία τῆς Ψυχῆς – 1
Αρχική...
Ἡ Πορεία τῆς Ψυχῆς – 1
Ἡ Πορεία τῆς Ψυχῆς (1)
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ (Σιμωνοπετρίτου),
«Ζωὴ ἐν πνεύματι» [Κατηχήσεις καὶ λόγοι -2]
ἐκδ. «Ὀρμύλια» 2003, σελ. 17 ἑπ.
. Τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι θὰ τὸ ἀναλύση.
. Τὰ θέματα περὶ πνευματικῆς ζωῆς δὲν ἔχουν ἁπλῶς ὡς ἐναρκτήριο στοιχεῖο τὴν λογική, δὲν ἀρχίζουν ἀπὸ τὴ λογική. Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅταν γίνεται συζήτησις γιὰ ἕνα πνευματικὸ θέμα τὸ ὁποῖο ἀναλύεται, καταστρέφεται, διότι δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβη ἡ λογική.
. Τὸ θέμα μας εἶναι ἡ πορεία τῆς ψυχῆς. Ὄχι ἀπὸ τότε ποὺ ἀποφασίζει νὰ ζήση χριστιανικά, ἀλλὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀντιμετωπίζη τὸ πρόβλημα τῆς πνευματικῆς πορείας. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ψυχὴ βιοῦσα.
. Ἑπομένως τὸ θέμα μας δὲν εἶναι οὔτε θεολογικὸ οὔτε ἐπιστημονικὸ οὔτε δογματικὸ κτλ. Εἶναι καθαρῶς πρακτικό, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, καὶ τὸ συναντᾶμε μέσα στὴν καθημερινή μας πρᾶξι. Ὅπως ὅταν ξέρης ὅτι βαδίζοντας ἀπὸ ἐδῶ γιὰ νὰ πᾶς στὴν Ὁμόνοια, θὰ περάσης ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ κάνης τοῦτο, θὰ κάνης τὸ ἄλλο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπόρροια μιᾶς πρακτικῆς ζωῆς καὶ ὄχι μιᾶς θεωρητικῆς ἐνατενίσεως τῶν πραγμάτων. Γι᾽ αὐτὸ μερικὰ πράγματα θὰ σᾶς φανοῦν ἴσως διαφορετικά, βεβαίως, σχετικά.
. Λοιπόν, πότε μία ψυχὴ μπορεῖ νὰ ἀρχίση νὰ σκέπτεται μία πνευματικὴ ζωή; Πότε ἀρχίζει νὰ σκέπτεται, προκειμένου νὰ κάνη κάτι ἄλλο, ὁ,τιδήποτε; Τότε ἔχουμε τὴν ἀφετηρία. Προσέξτε ὅμως αὐτὸ ποὺ λέμε ὅτι σκέπτεται ἡ ψυχή. Δανειζόμεθα τὸ ρῆμα “σκέπτομαι” ἐκ τῶν κοινῶς λεγομένων, διότι δὲν σκέπτεται ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν πορεία της. Βιοῖ μόνον κάτι. Καὶ ἑπομένως ὅταν λέμε πότε ἡ ψυχὴ σκέπεται νὰ ἀρχίση κάτι, σημαίνει πότε δονεῖται ἡ ψυχὴ ἀπὸ μία διάθεση νὰ ἐγκαταλείψη τὸν τόπο εἰς τὸν ὁποῖο εἶναι καὶ νὰ βρεθῆκάπου ἀλλοῦ ἢ νὰ ζήση κάπως διαφορετικά.
. Βλέπετε, οἱ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦμε εἶναι ὅλοι ἐμφανεῖς. Ὅταν ὁμιλοῦμε περὶ ὁράσεως ἢ περὶ σκέψεως, περὶ ἀποφάσεως ἢ περὶ γνώσεως, ἁπλῶς χρησιμοποιοῦμε παρεμφερεῖς ἐκφράσεις τοῦ ἐξωτερικοῦ μας κόσμου, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἀντιστοιχοῦν ὄντως μὲ τὴν πραγματική μας ὕπαρξη καὶ τὰ πνευματικὰ νοήματα.
. Πότε μία ψυχὴ λέγει «πρέπει νὰ ζήσω μία χριστιανικὴ ζωή, πρέπει νὰ ζήσω κάτι τὸ διαφορετικό»; Ὅταν ἤδη θὰ ἔχη ἀποκτήσει τὴν αἴσθησι ὅτι εἶναι μία ἐξωσμένη ψυχή, ὅτι εἶναι κάτι ποὺ ἐκτινάχθηκε καὶ βρέθηκε ἔξω ἀπὸ τὸν τόπο της, ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο, εἰς μίαν ὑπερορίαν, ἐκτὸς τῶν ὁρίων, τὰ ὁποῖα ἦταν φτιαγμένα γι᾽ αὐτὴν τὴν ἴδια. Αὐτὸ σημαίνει ἐξόριστος. Καὶ ὅταν συνειδητοποιήση αὐτὸ καὶ θυμηθῆ τὴν πατρίδα, τότε μπορεῖ νὰ πῆ: «Πρέπει νὰ πάω στὴν πατρίδα».
. Αὐτὴ εἶναι ἡ σκέψις: ἡ ψυχὴ νὰ ζήση ζωὴ χριστιανική. Ἀπὸ ἐδῶ ἀρχίζει· ὅταν, δηλαδὴ θὰ νοιώση αὐτὸ ποὺ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (Ἐφ. β´ 14), τὸ μεσότοιχον τὸ ὁποῖο ὑψώθηκε ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὸν Θεόν καὶ μᾶς τὸν ἐχώρισε.
. Ἑπομένως ὅταν ἡ ψυχὴ θὰ νοιώση, θὰ ἀντιληφθῆ ὅτι δὲν ἔχει Θεόν, διότι ἐξωρίσθηκε, δὲν ἔχει πατρίδα, δὲν ἔχει πατέρα, εἶναι μακρὰν τοῦ Δημιουργοῦ, κάτι τὸ ἐκτετιναγμένον μακράν, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ὁπότε δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεόν, τότε μπορεῖ νὰ πῆ μέσα στὴν ἐξορία: «Τρέφομαι μαζὶ μὲ τοὺς χοίρους ἐγὼ καὶ τρώγω βελανίδια. Θὰ γυρίσω στὸν πατέρα μου».