Στὸ ὑπέροχο βιβλίο του «Κλῖμαξ θείας ἀνόδου» ὁ σήμερα ἑορταζόμενος ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μιλάει καὶ γιὰ τὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ πάθους τοῦ ψεύδους. Καὶ παρουσιάζοντας τὶς ὀλέθριες συνέπειές του λέει: «Τὸ ψέμα εἶναι ἐξαφάνιση τῆς ἀγάπης καὶ ἡ ψευδορκία ἄρνηση τοῦ Θεοῦ». Ἀσύγκριτα μεγαλύτερη, ἑπομένως, πτώση ἀπὸ τὸ νὰ ψεύδεται κανεὶς πρὸς τοὺς ἄλλους εἶναι ἡ χρήση ψευδοῦς ὅρκου, ἀφοῦ μὲ αὐτὴν ἐμπαίζοντας ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, οὐσιαστικὰ τὸν ἀρνεῖται καὶ ἀποξενώνεται ἀπὸ Αὐτόν.



Ἡ συγκατάβαση τοῦ θείου ὅρκου

Ὁ ὅρκος ἦταν ἕνα μέσο ἐπιβεβαίωσης τῆς ἀλήθειας ἀνεκτὸ στὸν Μωσαϊκὸ νόμο λόγω τῆς πνευματικῆς νηπιότητας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἀνεχόταν νὰ καλεῖται ὡς μάρτυρας γιὰ νὰ στηρίζει τὴν κλονισμένη ἀξιοπιστία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Μετὰ τὴν Ἐνανθρώπησή του, βέβαια, ὁ Χριστὸς περιμένει ἀπὸ τὸν ἀναγεννημένο ἄνθρωπο νὰ εἶναι τόσο φιλαλήθης, ὥστε τὸ «ναὶ» του νὰ εἶναι ὄντως «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι» του ὄντως «ὄχι»· καί, ἑπομένως, σὲ μία τέτοια εὐθύτητα συνείδησης καὶ λόγων ὁ ὅρκος περιττεύει καὶ τελικὰ ἀπαγορεύεται.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅμως, ὁ Θεὸς ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση στὴ δυσπιστία μας καταδέχτηκε νὰ χρησιμοποιήσει τὰ δεκανίκια τοῦ ὅρκου, γιὰ νὰ βεβαιώσει τὴν ἀλήθεια τῶν ὑποσχέσεών του. «Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «εἶναι ὄχι μόνο ὀλιγόπιστοι ἀλλὰ καὶ ἄπιστοι, ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει στὰ μέτρα τους· μολονότι εἶναι ὑποτιμητικὸ γι’ Αὐτὸν τὸ νὰ μὴν τὸν ἐμπιστεύονται, ὁρκίζεται γιὰ χάρη τους». Καί, ὅπως μᾶς θυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε κανέναν μεγαλύτερό του στὸν ὁποῖο νὰ ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στὸν Ἑαυτό του», γιὰ νὰ βεβαιώσει τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε στὸν Ἀβραάμ.


Ἡ ἀπαραίτητη συνεργασία

Φυσικά, αὐτὰ τὰ δύο πράγματα, ἡ ὑπόσχεση καὶ ἡ διὰ τοῦ ὅρκου ἐπιβεβαίωσή της, δὲν ἀφήνουν μὲν κανένα περιθώριο ὅτι μπορεῖ νὰ ψεύδεται ὁ Θεός· ἀλλά, ὅσο καὶ νὰ εἶναι «ἀμετάθετα», δὲν εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπαγγελίας. Χρειάζεται καὶ ἡ δική μας συνεργασία, ποὺ συνίσταται στὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, στὴν ὑπομονὴ καὶ σὲ καρτερία ποὺ δὲν κάμπτεται, ἀκόμα κι ὅταν ὅλα συνωμοτοῦν, γιὰ νὰ μᾶς σβήσουν τὴν ἐλπίδα. Ὅταν ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραὰμ τὴ γῆ Χαναὰν καὶ ἀμέτρητο πλῆθος ἀπογόνων, ἐκεῖνος συνέχιζε νὰ μένει σὲ σκηνὲς περιπλανώμενος, καὶ ἡ Σάρρα εἶχε γεράσει στείρα. Παρὰ ταῦτα, ὁ ἅγιος πατριάρχης οὔτε στιγμὴ δὲν ἄφησε νὰ κλονιστεῖ ἡ πίστη του στὸν Θεό, οὔτε κι ὅταν ὁ Θεὸς ἀργότερα τοῦ ζήτησε νὰ θυσιάσει τὸ παιδί του. Καὶ ἀφοῦ πέρασε τὶς πιὸ σκληρὲς «ἐξετάσεις» πίστης μὲ «ἄριστα», ὄχι ἁπλῶς ἀπόλαυσε πλούσια τὴν ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐπαγγελιῶν, ἀλλὰ τιμήθηκε μὲ τὸ νὰ ὀνομάσει ὁ Χριστὸς τὸν Παράδεισο «ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραὰμ» καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ τὸν ἀποκαλέσει «πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων».

Ἔτσι, πνευματικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ εἴμαστε ὅλοι οἱ πιστοί, «οἱ κατὰ πίστιν αὐτῳ ἐξομοιούμενοι» (Ζιγαβηvός). Στὸν βαθμὸ ποὺ τοῦ μοιάζουμε στὴν πίστη μὲ τὴν ὁποία καταφεύγουμε στὸν Θεό, μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἀπολαύουμε τὴν παρηγοριά, τὸ θάρρος καὶ τὴ σιγουριὰ μιᾶς ἐλπίδας τόσο σταθερῆς, ὅσο εἶναι ἡ ἄγκυρα γιὰ τὸ καράβι, ποὺ τὸ κρατάει μὲ ἀσφάλεια στὸ λιμάνι προστατευμένο ἀπὸ φουρτοῦνες. Ἡ ἄγκυρα, βέβαια, τῆς δικῆς μας ἐλπίδας δὲν μᾶς κρατάει ἁπλῶς στὴ σχετικὴ ἀσφάλεια ἑνὸς λιμανιοῦ. Δὲν κρατιέται ἀπὸ ἄμμο ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Κύριο τῆς δόξης, ὁ Ὁποῖος δὲν κάθεται σὲ πυθμένα ἀσταθὴ ἀλλὰ ἔχει εἰσέλθει στὸν Οὐρανὸ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει δρόμο καὶ νὰ μᾶς ἑτοιμάσει τόπο. Καὶ μπῆκε ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ὡς θεάνθρωπος πλέον, ὄχι μόνο γιὰ νὰ εἶναι Βασιλέας μας ἀλλὰ καὶ Αἰώνιος Ἀρχιερέας μας, προσφέροντας ἀκατάπαυστα τὸν Ἑαυτὸ του θυσία γιὰ τὸν ἁγιασμό μας καὶ τὴ σωτηρία μας.


Ὀρθόδοξη «μεταφυσικὴ»

Αὐτὸ τὸ κήρυγμα τῆς ἐλπίδας στὴν ἐπηγγελμένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συκοφαντήθηκε ὅτι δῆθεν «ἐξορίζει» τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα· καὶ ὅτι προσφέρει ὡς λύση στὴν ταλαιπωρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τὴν ὑπόσχεση γιὰ μακαριότητα σὲ μία μετὰ θάνατον ζωή. Ὁ Βάρναλης σατίρισε μία τέτοια ἀντίληψη στὸ ποίημά του «Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου», παρουσιάζοντας ἕναν γάϊδαρο νὰ λέει «ἀντραλίζομαι, πεινῶ» καὶ ἕναν παπᾶ νὰ τοῦ ἀπαντάει «σούτ, θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!» Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ διαστρέβλωση, ποὺ διακρίνει τόσο στεγανὰ τὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ ἀπὸ τὴν οὐράνια καὶ σχετικοποιεῖ ἀπελπιστικὰ τὴ σημασία τῆς πρώτης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος φυσικὰ στέκεται μὲ ἀποτροπιασμό. «Ἂν ὑπάρχει μία ἁμαρτία κατὰ τῆς ζωῆς», γράφει ὁ φιλόσοφος Καμύ, «δὲν εἶναι τόσο τὸ νὰ ἀπελπιστοῦμε ἀπὸ αὐτή, ὅσο τὸ νὰ ἐλπίσουμε σὲ μίαν ἄλλη ζωὴ· τὸ νὰ ἀφήσουμε νὰ ξεκλέψει τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὴ συγκεκριμένη ζωὴ τὸ μεγαλεῖο μιᾶς δῆθεν αἰώνιας ζωῆς». Καὶ στὸ ὄνομα τῆς καθημερινῆς, χειροπιαστῆς ζωῆς, ὁ Καμὺ ἀρνεῖται νὰ πιστέψει σὲ μίαν ἄλλη, ὡραία ἔστω καὶ αἰώνια, ἀλλὰ πάντως «ἄλλη» ζωή.

Σίγουρα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀφήνουμε τὴ μαρτυρία «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» νὰ ξεπέφτει σὲ μία στείρα μεταφυσική, ποὺ ἀμπελοφιλοσοφεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ ἐπέκεινα, ξεχνώντας ὅτι δὲν ἔχουμε δύο ζωὲς ἀλλὰ μία. Ζωὴ μας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Καὶ τὸ κορυφαῖο δῶρο τῆς Σταυρικῆς του θυσίας εἶναι ἕνα Δεῖπνο, ὅπου γίνεται γιὰ ἐμᾶς Βρώσιμος καὶ Πόσιμος ἐδῶ καὶ τώρα. Θὰ τὸ διακηρύξει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Ναί, βρισκόμαστε ἀκόμα στὸν κόσμο. Δὲν ἀναχωρήσαμε ἀκόμα ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Κι ὅμως, μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε ἤδη τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κληρονομία τῆς Βασιλείας του».