Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος ὡς πηγὴ θεογνωσίας – Σκιαδὰς Βασίλειος, Θεολόγος

Οἱ ἅγιοι Πατέρες καθόρισαν νὰ γιορτάζεται ἡ μεγάλη δεσποτικὴ γιορτὴ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τὴν 6η Αὐγούστου, δηλαδὴ σαράντα ἥμερες πρὶν ἀπὸ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔκριναν ἀναγκαία τὴ μετάθεση τῆς γιορτῆς, γιατί δὲν ταίριαζε ὁ πανηγυρικός της χαρακτήρας μὲ τὴν πένθιμη περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας εἶχε γίνει. Κι ἔγινε τότε γιὰ νὰ προετοιμάσει τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴ δοκιμασία τοῦ Θείου Πάθους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει κατὰ κάποιο τρόπο τὴν προαιώνια δόξα Του.

Ἡ ΘΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Ο Θεάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἔλαβε κατὰ τὴ Θεία Μεταμόρφωση κάτι ποὺ δὲν εἶχε. Ἀντίθετα, οἱ Ἀπόστολοι ξέφυγαν γιὰ λίγο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου καὶ γεύτηκαν τὴν πραγματικότητα τῆς θείας δόξας, «καθὼς ἠδύναντο». «Τὸ φῶς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «ἂν καὶ ἔγινε ὁρατὸ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια γιὰ λίγο χρόνο πάνω στὴ μικρὴ κορυφὴ ἑνὸς ὅρους, δὲ δημιουργεῖται, οὔτε φθείρεται, οὔτε συλλαμβάνεται μὲ τὶς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ εἶδαν ὅμως οἱ μαθητές, γιατί ὑπέστησαν μία ἐναλλαγὴ τῶν αἰσθήσεών τους ποὺ ἔγιναν πνευματικὲς ἀπὸ σαρκικές». Μὲ ἄλλα λόγια τὸ μυστήριο τῆς ἀπερινόητης Τριαδικῆς Θεότητας ἀποκαλύφθηκε μέσα ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες της τόσο, ὅσο μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν Ἀποστόλων κι ἀκόμη πιὸ πολὺ τὰ δικά μας βεβαρημένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πρόσωπα. Γεύση λοιπὸν ἀθανασίας καὶ βίωση τῆς αἰωνιότητας ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς θνητοὺς Μαθητές, ἀλλὰ καὶ γιὰ μᾶς ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε δηλώσει νωρίτερα ὅτι ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν Τοῦ κάποιοι θὰ ἔβλεπαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται «ἐν δυνάμει» (Μάτθ. 16,28). Ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος τοῦ Σωτῆρος πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴ Μεταμόρφωση, ὅταν οἱ τρεῖς μαθητὲς ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸ ἔκπαγλο φῶς τῆς θεότητάς Του. Τὸ ἔκτακτο ἐκεῖνο φαινόμενο, δηλαδή, τὸ ἄκτιστο φῶς ποὺ περιέβαλε τὴ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος, δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Μίας ἀλλὰ Τρισυπόστατης Θεότητας. Ἦταν τὸ αἰώνιο, τὸ ἀτελεύτητο, τὸ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου φῶς τῆς θεότητας.

Ἦταν τὸ ἴδιο τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ γέμισε τὸ κενὸ μνημεῖο κι ἔκανε ὁρατὸ ὅ,τι ἦταν μέσα σ’ αὐτό, παρὰ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ἐκείνης. Τὸ φῶς αὐτὸ ἔκανε τὶς μυροφόρες γυναῖκες νὰ διακρίνουν τοὺς ἀγγέλους καὶ νὰ συνομιλήσουν μαζί τους. Ἡ θέα αὐτὴ τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ἦταν ἡ ἀνώτερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦσαν νὰ λάβουν οἱ ἄνθρωποι. «Ἂς θυμηθοῦμε τὴ ρήξη ποὺ ἐπῆλθε τὸ 14ο αἰώνα ἀνάμεσα στὸν ἐκπρόσωπο τῆς θρησκευτικῆς φιλοσοφίας δυτικὸ μοναχό Βαρλαάμ τὸν Καλαβρὸ καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά με ἀφορμὴ τὸ φῶς τῆς Θείας Μεταμόρφωσης. Ἡ ἀντιπαλότητα ἐκείνη βασικὰ στράφηκε στὸ ἂν οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι κτιστὲς ἢ ἄκτιστες. Τελικὰ οἱ πνευματικοὶ ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες δικαιώθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ποτὲ ὅμως δὲ μπόρεσαν νὰ ἐννοήσουν τὸ σοφὸ θεολόγο καὶ ἀσκητή, ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὅσοι σκέπτονται μὲ ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ σχολαστικὰ κριτήρια, ὅπως ὁ τότε ἀντίπαλός του Βαρλαάμ. Οἱ βασικὲς ὅμως διδασκαλίες τοῦ Παλαμᾶ περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες δὲν ἔπαψαν νὰ βρίσκονται στὸ ἐπίκεντρό της ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Πάντοτε ὁ Θεὸς τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς λατρευτικῆς ἐμπειρίας ἦταν ἀντιμέτωπος μὲ τὸ Θεὸ τῆς φιλοσοφίας. Συμπερασματικὰ θὰ λέγαμε πὼς τὸ φῶς ποὺ ἐξέπεμψε ἡ θεία μορφὴ τοῦ Σωτῆρος κατὰ τὴ μεταμόρφωση καὶ τὸ ὅποιο καταθάμπωσε τοὺς Μαθητές, δὲν ἦταν ἡ ἄμεθεκτη καὶ ἀπρόσιτη θεία οὐσία, ἀλλὰ ἦταν ἡ μεθεκτή, προσιτὴ καὶ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια.

Ἡ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΠΤΙΑΣ

Ἡ ἐπιθυμία τῶν Ἀποστόλων «καλὸν ἐστὶν ἠμᾶς ὧδε εἶναι» (Μάτθ. 17, 4), νὰ βρίσκονται δηλαδὴ μόνιμα στὸ ἔκπαγλο ἐκεῖνο κάλλος τῆς θείας θεοπτίας, ἐκπληρώνεται ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτὴν ὅσοι μετέχουν ὄχι τυπικά, ἀλλὰ ἐνεργὰ καὶ οὐσιαστικά, μποροῦν ν’ ἀπολαμβάνουν τὴ λαμπρότητα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χαρὰ τῆς ἀναστροφῆς Του. Τὴν ἐμπειρία αὐτὴ τῆς θεοπτίας τὴν παρέλαβε ἢ πατερικὴ θεολογία, γιὰ νὰ τὴ μεταφέρει στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ βιώνει μέσα ἀπὸ τὴν πράξη καὶ τὴ θεωρία τὴ γνησιότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Τὴ σπάνια αὐτὴ ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τὴν ζοῦσαν οἱ «Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτὸ στὶς εἰκόνες τὸ πρόσωπο τοὺς βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρό του ἄπλετου φωτὸς μέσα στὸ ὅποιο ζοῦσαν καὶ ὄχι κάποιου φυσικοῦ τοπίου, καθὼς θέλει ἡ δυτικὴ τεχνοτροπία.

Ἡ ΜΟΝΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἡ θεολογία τῆς θεοπτίας, δηλαδὴ τῆς θέας τῆς θείας δόξας, καθὼς σηματοδοτήθηκε στὴ Θεία Μεταμόρφωση, εἶναι ἡ μόνη καὶ ἀληθινὴ θεολογία, τὴν ὁποία γνωρίζει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ἔκανε τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ λάμπει ὁλόκληρος, ὅταν προσευχόταν μέσα στὸ κελί του. Ἀπὸ τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες κινούμενος ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἀποτέλεσμα τῶν φωτοφανειῶν εἶναι νὰ φωτίζεται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, νὰ γίνεται ὅλος φῶς καὶ νὰ βλέπει τὰ πάντα ὡς φῶς. Γι’ αὐτὸ γράφει: «Μακάριοι οἱ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου ἐντεῦθεν γνωρίσαντες καὶ ἐν τῷ θείω φωτὶ αὐγαζόμενοι». Μακάριοι δηλαδὴ εἶναι ὅσοι θὰ γνωρίσουν ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου καὶ θὰ φωτίζονται ἀπ’ αὐτό.

Τὸ ἄκτιστο λοιπὸν φῶς δυνητικὰ μεταδίδεται σ’ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ ζεῖ ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ μέσα στὴν κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ κοινωνία αὐτὴ μὲ τὸ Θεὸ ἀποτελεῖ δεῖγμα τῆς μακαριότητας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, «τῆς ἐκλαμπούσης ἀπορρήτου αἴγλης τῆς μίας τρισυπόστατου θείας οὐσίας ἢ φύσεως. Ἡ θέα αὐτὴ τοῦ φωτοειδοῦς προσώπου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ θέα τοῦ μεταμορφωμένου Χριστοῦ, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους μας, βρῆκε τὴν πλήρη δικαίωσή της στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων μας.

 

ΠΗΓΗ: https://agiazoni.gr