Ἀδελφοί μου, θέλω νά σᾶς μιλήσω γιά κεῖνα τά πράγματα πού συμβάλλουν στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς, καί ντρέπομαι τήν ἀγάπη σας, γνωρίζοντας τήν ἀναξιότητά μου. Θά προτιμοῦσα νά  σιωπήσω, γιατί δέν τολμῶ νά σηκώσω τά μάτια μου καί  ν’ ἀντικρύσω πρόσωπο ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησή μου μέ κατακρίνει, καί μέ πληροφορεῖ πώς εἶμαι ἀνάξιος νά γίνω ὀδηγός σας. Λυπᾶμαι πού προκρίθηκα νά ὁδηγῶ ἐσᾶς ἐγώ ὁ ταπεινός, ἐγώ πού εἶμαι κατώτερος ἀπὅλους σας καί δέν ἔχω λόγο «μεμαρτυρημένο» ἀπό τίς πράξεις μου καί τήν πολιτεία μου.

Γνωρίζω καλά πώς Κύριος δέν μακαρίζει ποιον διδάσκει μόνο, μά ποιον  φαρμόζει πρῶτα τίς ντολές Του καί στερα διδάσκει. « ποιήσας καί διδάξας» λέγει, «μέγας κληθήσεται ν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Γιατί μόνον σοι κονε να τέτοιο δάσκαλο, προθυμοποιοῦνται νά τόν μιμηθοῦν. Καί δέν φελονται πό τά λόγια του τόσο, σο παρακινοῦνται πό τά καλά του ργα. Σᾶς παρακαλῶ μως, νά  μή βλέπετε τή δική μου ραθυμία, λλά ν’ κοτε τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ καί τίς ποθκες τῶν γίων Πατέρων. Γιατί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας δέν γραφαν καμιά ντολή, ν πρῶτα δέν τήν φάρμοζαν.

Ο ντολές λοιπόν τοῦ Κυρίου εἶναι νας δρόμος, πού μᾶς νεβάζει λους στόν οὐρανό, μᾶς δηγε στόν Θεό.
Πολλοί εἶναι οἱ δρόμοι καί οἱ τρόποι, πού φέρνουν τόν νθρωπο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. μᾶλλον οἱ δρόμοι αὐτοί φαίνονται πολλοί λλά στήν πραγματικότητα εἶναι νας, πού χωρίζεται σέ πολλούς, νάλογα μέ τή δύναμη καί τήν προαίρεση τοῦ καθενός.
Λέγοντας δρόμους, ννοομε τίς πνευματικές ρετές. Προπαντός τίς τρεῖς  μεγάλες ρετές, τήν πίστη, τήν λπίδα καί τήν γάπη, καί διαίτερα τήν μεγαλύτερη πό λες, τήν γάπη, πού πάνω της θεμελιώθηκαν πίστη καί λπίδα.
Τά νόματα τῆς γάπης εἶναι πολλά, τά ργα της πίσης πολλά, τά γνωρίσματά της περισσότερα καί τά διώματά της πάμπολλα. Δέν μπορεῖ κανείς νά  τήν περιγράψει μέ λόγια. ταν θυμᾶμαι τό κάλλος της, εὐφραίνεται καρδιά μου, γεμίζω μέ γλυκύτητα καί περιέρχομαι σέ κσταση. ταν τή συλλογίζομαι, χάνω τίς σωματικές μου αἰσθήσεις, βγαίνω τελείως πό τήν παρούσα ζωή καί λησμονῶ τά πράγματα τοῦ κόσμου.
Καλότυχος εἶνκενος, πού γκάλιασε τήν γάπη τή θεϊκή. Αὐτός δέν θά πιθυμήσει μέ μπάθεια κανένα κάλλος νθρώπινο.
Ετυχισμένος εἶνκενος, πού ρωτεύθηκε τήν γάπη τοῦ Χριστοῦ, σαγηνεύθηκε πό τήν μορφιά της καί τήν πόλαυσε μέ πολύ πόθο. Αὐτός θ’ γιασθε στήν ψυχή.
Καλότυχος καί τρισευτυχισμένος εἶνκενος, πού πόθησε μ’ λη του τήν καρδιά τήν γάπη καί λλοιώθηκε παὐτήν πνευματικά. Αὐτός θά γεμίσει τήν ψυχή του μ’ εὐφροσύνη καί τήν καρδιά του μέ χαρά νέκφραστη.
Ατός πού πέκτησε την γάπη, διαφορε τελείως γιά τούς θησαυρούς τοῦ κόσμου. Αὐτός γεμίζει μέ τόν πλοῦτο τῆς γάπης, πού εἶναι νεξάντλητος.
Μακάριος καί τρισμακάριος αὐτός πού νστερνίσθηκε τήν γάπη. Μολονότι ξωτερικά φαίνεται δοξος, στήν πραγματικότητα εἶναι νδοξότερος πλους τούς νδόξους.
παινετός εἶνκενος πού ζήτησε τήν γάπη, παινετότερος κενος πού τή βρῆκε καί μακαριότερος κενος πού τήν γάπησε.
γάπη θεία, πού μέσα σου  βρίσκεται Χριστός! νοιξε καί σέ μᾶς τήν πόρτα σου, γιά νά δοῦμε τόν Χριστό, πού παθε γιά μᾶς, καί νά λπίσουμε στό λεός Του. Νά Τόν δοῦμε, γιά νά μήν πεθάνουμε πιά. Γέμισε τήν παρξή μας, γιά νά νοιώσουμε τό μυστήριο τῆς νσαρκης οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. σύ πού βίασες τ’ βίαστα καί πλουσιόδωρα σπλάχνα τοῦ Κυρίου μας, γιά νά σηκώσει τίς μαρτίες λων τῶν νθρώπων, λα καί στη δική μας ταλαίπωρη ψυχή.
θεία γάπη, θέλουμε νά σέ γνωρίσουμε καί νά μᾶς γνωρίσεις, γιατί σοῦ εἴμαστε γνωστοι. Κατοίκησε μέσα μας, γιά νά ‘ρθει Δεσπότης Χριστός νά μᾶς πισκεφθε. Μολονότι εἴμαστε νάξιοι, λα νά μᾶς γιάσεις.
λλά γιά νά σέ νοιώσουμε, πρέπει νά  γνωρίσουμε πρῶτα τόν Χριστό. Μόνον σάν προσπέσουμε στ’ χραντα πόδια Του, θά βιώσουμε στή ζωή μας τήν γάπη. Μόνον σάν λυτρωθοῦμε πό τό χρέος τῶν μαρτιν μας, θ’ ρχίσει νά ζεῖ μέσα μας γάπη.
ς βάλουμε λοιπόν μέσα στήν καρδιά μας τήν γάπη, πού εἶναι « διδάσκαλος τῶν Προφητῶν, σύνδρομος τῶν ποστόλων, δύναμις τῶν Μαρτύρων, μπνευσεις τῶν Πατέρων καί τελείωσις λων τῶν γίων».
ς μάθουμε νά δουλεύουμε καί νά ποτασσόμαστε στόν Χριστό, γιά ν’ ρχίσει ν’ νθίζει μέσα στήν ψυχή μας τό λουλούδι τῆς γάπης. Χριστός μᾶς νοιξε τό δρόμο, πού πρέπει ν’ κολουθήσουμε γιά νά φτάσουμε στήν γάπη. γινε φτωχός, γιά νά γίνουμε μες πλούσιοι σέ ψυχικά χαρίσματα.
ς συγχωρέσουμε νας τόν λλον, γιά νά πολαύσουμε τ’ γαθά τοῦ Θεοῦ καί νά δοκιμάσουμε τή γλυκύτητα πού δοκιμάζει ποιος κολουθε τόν Θεό τῆς γάπης.
κενος πού δέν γάπησε τόν Χριστό, τρέχει μάταια καί ποτέ δέν πρόκειται νά Τόν φτάσει, ν δέν γαπήσει πρῶτα τόν δελφό του.
κενος πού φτασε τήν γάπη, πλησίασε τόν διο  τόν Χριστό, γιατί γάπη εἶναι τό πλήρωμα τοῦ νόμου Του. Χωρίς γάπη καρδιά μας εἶναι στείρα καί δέν εὐφραίνεται μέ τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ.
Σς παρακαλῶ, λοιπόν νά βιώσετε τήν γάπη καί νά μήν ποκάμετε καί σταματήσετε πρίν τή φτάσετε. Γιατί κάθε σκηση καί κάθε πνευματικός γώνας, πού δέν χει στόχο τήν γάπη, εἶναι μάταιος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ναγνωρισθε κανείς σάν μαθητής του Χριστοῦ μέ λλη ρετή ντολή, παρά μόνον μέ τήν γάπη. Τό λέει διος Κύριος: «ν τούτῳ γνώσονται πάντες τι μοί μαθηταί στε, άν γάπην χητε ν λλήλοις».
Γιά τήν γάπη Θεός γινε νθρωπος κι’ ζησε νάμεσά μας καί πέμεινε θεληματικά καί φρικτά πάθη, γιά νά λευθερώσει τόν νθρωπο πό τά δεσμά τῆς μαρτίας καί νά τόν νεβάσει στούς οὐρανούς.
Γιά τήν γάπη τρεξαν οἱ γιοι πόστολοι κενον τόν τέλειωτο δρόμο, γιά νά βγάλουν πό τό βυθό τῆς εἰδωλολατρείας καί νά φέρουν στό λιμάνι τῆς οὐράνιας βασιλείας λόκληρη τήν οἰκουμένη, τραβώντας την μέ τ’ γκίστρια καί τά δίχτυα τοῦ Θείου Λόγου.
Γιά τήν γάπη θυσίασαν μέ προθυμία τή ζωή τους οἱ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης, γιά νά δοξασθεῖ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
ς γωνιστομε, λοιπόν, νά εὐαρεστήσουμε τόν Χριστό μέ τήν γάπη. ταν γαπμε τούς νθρώπους καί τόν Θεό, τότε Αὐτός μᾶς προσφέρει τ’ νεκτίμητα δῶρα Του: τήν ΠΙΣΤΗ, τήν ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ καί τήν ΕΥΛΑΒΕΙΑ. Μᾶς χαρίζει κόμα τήν ΚΑΤΑΝΥΞΗ καί τά ΔΑΚΡΥΑ, πού καθαγιάζουν τήν ψυχή, καί  μᾶς γεμίζει μέ ΘΕΙΟ ΦΩΣ καί ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟ.
(«ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ», σίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)