Ματθαία Ὄσβαλντ (Μοναχή)
________________________________________
Ἡ ἱστορία διηγεῖται, πῶς μία ρωμαιοκαθολικὴ Μοναχὴ ἀνακάλυψε τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
________________________________________
Παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία
Γεννήθηκα τὸ 1961 ἀπὸ προτεστάντες γονεῖς σὲ μία πόλη τῆς νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σὲ ἕνα προάστιο, τὸ ὁποῖο ἦταν παλαιότερα ἕνα αὐτόνομο χωριὸ καὶ ἀργότερα ἐνσωματώθηκε σὲ δῆμο. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολικὴ οἰκογένεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι ἦταν προτεστάντες. Στὸ δημοτικὸ ἡ κόρη αὐτῆς τῆς οἰκογένειας, τὴν ὁποία ἐγὼ συμπαθοῦσα πάρα πολύ, ἦταν συμμαθήτριά μου. Θυμᾶμαι πολὺ καλὰ ὅτι μοῦ ἦταν αὐστηρὰ ἀπαγορευμένο νὰ τὴν ἐπισκέπτομαι, διότι μοῦ ἔλεγαν πὼς ἂν τὸ μάθαινε κανεὶς θὰ ἦταν ντροπὴ γιὰ τὴν οἰκογένειά μας. Τὰ ἑπόμενα χρόνια ὑπῆρξε μεγαλύτερη ἀνοχὴ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό. Ἂν καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων ἦταν προτεστάντες, αὐξήθηκε μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ “καθολικὸς” πληθυσμὸς καὶ δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες στὴν πόλη.
Οἱ γονεῖς μου πίστευαν στὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν πράξη αὐτὴ τους τὴν πίστη, δηλαδὴ δὲν πηγαίναμε ποτὲ τὶς Κυριακὲς στὴν ἐκκλησία, δὲν προσευχόμασταν-τουλάχιστον ὄχι ὅλοι μαζὶ οὔτε καν πρὶν ἀπὸ τὰ γεύματα-καὶ τὸ θέμα «Θεὸς» ἦταν ἀνύπαρκτο στὸ σπίτι μας.
Ὅμως στὸ σπίτι τῶν παππούδων μας ἔμενε μία μεγάλη, εὐαγγελικὴ ἀδελφὴ διακόνισσα, ἡ ὁποία ἦταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ἦταν σὰν ἕνα φῶς γιὰ μένα. Κάθε φορὰ ποὺ ἐπισκεπτόμουν τοὺς παπποῦδες μου, ἐκμεταλλευόμουν τὴν εὐκαιρία νὰ «ἐξαφανιστῶ» καὶ νὰ ἐπισκεφτῶ αὐτὴ τὴν ἀδελφή. Μοῦ διηγεῖτο συνεχῶς γιὰ τὸν Ἰησοῦ, γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, πῶς τὴν εἶχε βοηθήσει ἐπανειλημμένως καὶ ποικιλοτρόπως, γιὰ τὸν παράδεισο, τὸν οὐρανό, τοὺς ἀγγέλους καὶ προσευχόταν μαζί μου. Ὁ χρόνος μαζί της κυλοῦσε πολὺ γρήγορα! Ἤμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Μὰ ποῦ εἶσαι πάλι; Ἔλα γρήγορα»! Οἱ παπποῦδες δὲν ἔβλεπαν μὲ καλὸ μάτι τὸ γεγονὸς ὅτι περνοῦσα τόσο πολὺ χρόνο μὲ αὐτὴ τὴν «εὐλαβῆ θεία».
Ἕνα βράδυ, ὅταν ἤμουν τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν, ἤμουν ξαπλωμένη στὸ κρεβάτι μου καὶ σκεφτόμουν πόσο φρικτὰ κουραστικὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι γιὰ τὸν πατέρα Θεὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ξεκουραστεῖ ποτέ. Πάντα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγρυπνᾶ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ προσέχει νὰ μὴν τοὺς συμβεῖ κανένα κακό. Ἐγὼ Τοῦ πρότεινα ὅλες τὶς πιθανὲς λύσεις, ὅπως π.χ. τὸ νὰ ἐναλλάσσεται μὲ τὸν Υἱό Του ἢ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Στὸ τέλος Τοῦ εἶπα ὅτι ἤθελα τόσο πολὺ νὰ Τὸν βοηθήσω καὶ ὅτι δὲ θὰ μὲ πείραζε καθόλου ποὺ καὶ ποὺ νὰ μένω τὶς νύχτες ξάγρυπνη, ἀλλὰ αὐτὸ πάλι δὲ θὰ βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὴ μία ἦταν πολὺ παιδικὸ ὅλο αὐτὸ τὸ σκεπτικό μου, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως τὸ ἐννοοῦσα πραγματικὰ καὶ ποτὲ δὲν τὸ ξέχασα, ἂν καὶ τὰ ἑπόμενα χρόνια τὸ λησμόνησα. Μετὰ ἄρχισαν τὰ σχολικά μου χρόνια. Ἤμουν ἀπασχολημένη μὲ ἄλλα πράγματα.
Ναὶ μὲν δὲν ἀμφέβαλλα ποτὲ γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶχε καμία σημασία γιὰ μένα καὶ τὴ ζωή μου. Ἦταν σὰν δύο ξεχωριστὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶχαν καμία σχέση τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ὅλη ἡ ἐφηβεία μου ἦταν ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πάντα ἤθελα νὰ εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι (κάτι ποὺ ποτέ μου δὲν κατάφερα, ἀφοῦ ἤμουν πάντα στὸ περιθώριο, πράγμα ποὺ πρέπει νὰ ὀφείλεται ἐν μέρει καὶ στὴν ἄχαρη ἐξωτερική μου ἐμφάνιση). Δοκίμασα ὅλα ὅσα ἔκαναν καὶ οἱ ἄλλοι, τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ρὸκ μουσικὴ κλπ. Τότε ἤμουν σὲ μία ὁμάδα, ἀλλὰ τὸν περισσότερο χρόνο καθόμουν μόνη σὲ μία γωνιά. Ἔτσι ποτὲ δὲν ἐνσωματώθηκα, παρόλο ποὺ προσπάθησα πολύ.
Συνεπαρμένη ἀπὸ θεῖο ἔρωτα
Ὅταν ἤμουν δεκαεπτὰ ἐτῶν ἔγινε μία σημαντικὴ ἀλλαγὴ στὴ ζωή μου. Πάντα εἶχα μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴ μουσική, ἔπαιζα κάποια ὄργανα καὶ ἤθελα ἀργότερα νὰ σπουδάσω μουσική.
Κάποιος ἔδωσε στὴ μαμά μου δύο εἰσιτήρια γιὰ μία συναυλία. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸ “Κατὰ Ματθαῖον Πάθη” τοῦ Joh. Seb. Bach, ποὺ εἶναι τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου. Ἡ συναυλία θὰ λάμβανε χώρα τὴ Μεγάλη Παρασκευή.
Οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν κάποια ἰδιαίτερη θεία λειτουργία τὴ Μεγάλη ἑβδομάδα, γι’ αὐτὸ συχνὰ πραγματοποιοῦνται οἱ λεγόμενες «θρησκευτικὲς συναυλίες» τὶς ὁποῖες παρακολουθεῖ κανεὶς γιὰ περισυλλογὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἠρεμία. Ἡ συναυλία διήρκησε τρεισήμισι ὧρες. Βασικὰ δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω τί συνέβη μέσα μου. Τὸ ἅγιο εὐαγγέλιο σὲ συνδυασμὸ μὲ αὐτὴ τὴ συναρπαστικὴ μουσικὴ μὲ ἄγγιξε βαθύτατα καὶ συγκλόνισε τὴν καρδιά μου (Κάτι παρόμοιο διάβασα-παρεμπιπτόντως-στὴ βιογραφία τοῦ πατέρα Σεραφεὶμ Ρόουζ). Ἤμουν συνεπαρμένη καὶ ἐντυπωσιασμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπέκυψε γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας στὸ Σταυρό. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἔγινε ἀκριβῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ πραγματικότητα γιὰ ἐμένα καὶ μὲ γέμιζε ὁλοκληρωτικά. Δὲν ξέρω γιὰ πόση ὥρα καθόμουν μόνη στὴν ἐκκλησία καὶ ἔκλαιγα. Ἤξερα μόνο ἕνα πράγμα, ὅτι ἤθελα νὰ γίνω μία ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ἦταν ξεκάθαρο στὴν καρδιά μου. Ἀργότερα ἀναρωτιόμουν συχνὰ γιὰ ποιὸ λόγο εἶπα «Θέλω νὰ γίνω μία ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη» καὶ ὄχι «Θέλω νὰ δώσω μία ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη». Δὲν τὸ καταλάβαινα, ἀλλὰ φαινόταν νὰ ἔχει κάποια σημασία. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ μέρα ἄλλαξε ἡ ζωή μου. Τὴν ἑπόμενη μέρα ἀγόρασα μία Βίβλο. Κρέμασα ἕνα σταυρὸ στὸ δωμάτιό μου καί, ἀντὶ νὰ πηγαίνω τὰ βράδια στὰ καπηλειά, διάβαζα τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ προσευχόμουν. Μετὰ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ σπουδάσω ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Σκεφτόμουν πώς, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μὲ ἄγγιξε τόσο μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ μοῦ χάρισε ἕνα ταλέντο, τότε θέλω νὰ βοηθήσω νὰ μπορέσουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἀποκτήσουν παρόμοια ἐμπειρία.
Ἔγινα μέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς χορωδίας τῆς πόλης μας καὶ ἄρχισα νὰ παρακολουθῶ ἕνα τμῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ μαθήματα ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου. Ἔτσι ἄλλαξε καὶ τὸ φιλικό μου περιβάλλον. Τὰ ἑπόμενα τρία χρόνια τὰ ἀφιέρωσα τελείως στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, στὶς νέες γνωριμίες, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ παράλληλα καὶ στὸ σχολεῖο.
Προτεσταντισμὸς ἢ ρωμαιοκαθολικὴ “ἐκκλησία”
Μία φίλη ἔπαιζε προσωρινὰ ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο σὲ μία “καθολικὴ” ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα τῆς πόλης μας. Κάποιο Σάββατο βράδυ συνεννοηθήκαμε νὰ τὴν περιμένω ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ βγοῦμε μαζί. Κατὰ λάθος πῆγα μία ὥρα νωρίτερα καὶ ἔτσι ἀποφάσισα νὰ πάω μαζί της στὸν ἐξώστη καὶ νὰ παρακολουθήσω τὴ θεία λειτουργία «ἀφ’ ὑψηλοῦ», ἀντὶ νὰ περιμένω ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία ποὺ γνώρισα στὴν εὐαγγελικὴ ἐκκλησία. Ἦταν κάπως πιὸ ὑπερβατικὰ καὶ μοῦ ἔκανε καλὴ ἐντύπωση. Ἀπὸ τότε δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω καὶ ἤθελα νὰ ἀνακαλύψω τί ἦταν αὐτὸ τὸ διαφορετικὸ ποὺ μὲ συγκίνησε. Γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἐπισκεπτόμουν τὰ βράδια τοῦ Σαββάτου τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ παρακολουθοῦσα τὴν ἀπογευματινὴ ἀκολουθία τῶν καθολικῶν, ἐνῶ τὰ πρωινά της Κυριακῆς παρακολουθοῦσα τὴ θεία λειτουργία τῆς εὐαγγελικῆς ἐκκλησίας. Τὸ πρῶτο μὲ ἕλκυε ὅλο καὶ περισσότερο. Στὴν εὐαγγελικὴ “ἐκκλησία” μοῦ ἔλειπε ἡ ὑπερβατικότητα, φαινόταν σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα ἀνθρώπινο σχῆμα, ὅπου τοὺς ἀνθρώπους τοὺς συνδέει ἕνα κοινὸ ἐνδιαφέρον, δηλαδὴ ὁ Θεός. Στὴ ρωμαιοκαθολικὴ “ἐκκλησία” ἔνιωθα κάτι σὰν μία ὑπέρβαση. Τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔνωνε κάτι τὸ ὁποῖο τοὺς ὑπερβαίνει καὶ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι συμβαίνει σὲ ἕνα σύλλογο ἢ σὲ μία κοινότητα μὲ κοινὰ ἐνδιαφέροντα.
Ἰδιαιτέρως μοῦ ἄρεσε ἡ θεία Εὐχαριστία σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν μετάληψη τῆς εὐαγγελικῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν εἶχε ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ἐμένα. Μιλοῦσα συχνὰ μὲ τὸν ἱερέα τῆς κοινότητας ὁ ὁποῖος διακατεχόταν ἀπὸ σύγχρονες ἀπόψεις. Ὡς προτεστάντισσα εἶχα φυσικὰ σοβαρὰ προβλήματα μὲ τὸν παπισμό! Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἱερέα αὐτὸ δὲν ἦταν πρόβλημα. Ἢ καλύτερα νὰ πῶ ὅτι ἦταν πρόβλημα, ἀλλὰ τὸ εἶχε λύσει μὲ τὸν τρόπο του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δηλαδὴ ποὺ τὸ εἶχε ἀκούσει καὶ στὶς διαλέξεις ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τοῦ πανεπιστημίου. (Τὰ ἑπόμενα χρόνια ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητή του ἡ ἄδεια διδασκαλίας στὴ Ρώμη). Ὁ καθηγητὴς ἔλεγε: «Ὁ πάπας εἶναι στὴ Ρώμη καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ. Τί γνωρίζει γιὰ ἐμᾶς; Ἂς ἀσχοληθεῖ ἐκεῖνος μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης κι ἐμεῖς ἐδῶ μὲ τὴ δική μας». (Αὐτὴ ἡ ἄποψη φυσικὰ κάθε ἄλλο παρὰ ρωμαιοκαθολικὴ ἦταν καὶ ἄρχισε νὰ διαδίδεται ὅλο καὶ περισσότερο τὴ δεκαετία τοῦ `80.)
Αὐτὸ ποὺ τελικὰ μὲ ὤθησε στὸ νὰ γίνω ρωμαιοκαθολικὴ ἦταν ἡ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ὑπέρβασης καὶ προπάντων ἡ εὐχαριστία, δηλ. ἡ πίστη ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας μεταβάλλονται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος πράγματι σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ ὅλο αὐτὸ ἦταν μία πραγματικότητα καὶ ὄχι κάτι τὸ συμβολικό. Ἕνας ἄλλος λόγος ἦταν ἡ λειτουργία , διότι στὴν εὐαγγελικὴ “ἐκκλησία” δὲν ὑπῆρχε λειτουργία ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια. Ἡ θεία λειτουργία ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ τὸ ἀνάγνωσμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἕνα μεγάλο κήρυγμα καὶ πολλὰ τραγούδια καὶ περίπου μία φορὰ τὸ μήνα ἀπὸ τὴ λεγόμενη «θεία κοινωνία» ἀμέσως μετὰ τὴ λειτουργία. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1982 ἔγινα λοιπὸν ρωμαιοκαθολική. Ἀναλογιζόμενη σήμερα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε ὅλο αὐτὸ κουνάω τὸ κεφάλι μου, γιατί ἤμουν τυφλή. Εἴχαμε ἀποφασίσει νὰ γιορτάσουμε μὲ μία “λειτουργία” στὸ σπίτι (Hausmesse), μέσα σὲ οἰκογενειακὴ ἀτμόσφαιρα. Ἡ γιορτὴ δὲν ἔλαβε χώρα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἱερέα. Μποροῦσα νὰ ἐπιλέξω ἡ ἴδια τὸ ἀνάγνωσμα τοῦ εὐαγγελίου καί, ἀντὶ γιὰ ἕνα κήρυγμα, ἀνταλλάξαμε ὅλοι μαζὶ κηρύγματα-σύμφωνα μὲ τὰ ἐδάφια τοῦ εὐαγγελίου ποὺ εἴχαμε ἐπιλέξει-ἐνῶ καθόμασταν στὸν καναπέ. Αὐτὸ ὀνομαζόταν λειτουργία τοῦ λόγου. Γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς εὐχαριστίας καθόμασταν ὅλοι μαζὶ γύρω ἀπὸ τὴν τραπεζαρία ἡ ὁποία χρησίμευε ὡς Ἁγία Τράπεζα. Ναὶ μὲν ἔπρεπε νὰ πῶ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους τὸ σύμβολο τῆς πίστεως, ἀλλὰ κανεὶς δὲ μοῦ ζήτησε νὰ ὁμολογήσω τὸ ἑξῆς: «Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ ὅλα ὅσα πιστεύει, διδάσκει καὶ διακηρύττει ἡ ἁγία καθολικὴ ἐκκλησία ». (Αὐτὸ τὸ ἀντιλήφθηκα μετὰ ἀπὸ 24 χρόνια, ὅταν κάποιος μοῦ εἶπε «Δὲν μπορεῖς νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ἐκκλησία μας ἔτσι ἁπλά, ἀφοῦ ἔκανες αὐτὴν τὴν ὁμολογία»).
Ἔτσι λοιπὸν ἔγινα ρωμαιοκαθολική. Καὶ τώρα; Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ παίζει σημαντικὸ ρόλο στὴν εὐαγγελικὴ ἐκκλησία, στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία ὅμως εἶναι δευτερεύουσα. Ἐπιπλέον ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἐδῶ δὲ μοῦ φαινόταν καὶ πολὺ ἑλκυστική. Δημιουργήθηκε μὲ ταχεῖς διαδικασίες μετὰ τὴ Β` σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ὅταν ἐπιτράπηκε ἡ τέλεση τῆς λειτουργίας στὴν ἑκάστοτε γλώσσα τῆς χώρας, καὶ δὲν εἶχε καμία παράδοση. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ σκεφτόμουν πὼς ἔπρεπε κάπως νὰ δραστηριοποιηθῶ σὲ μία κοινότητα καί, ἐπειδὴ ὡς γυναίκα δὲν μποροῦσα νὰ γίνω ἱερέας, ἀποφάσισα νὰ σπουδάσω θεολογία, γιὰ νὰ γίνω ἱεροκήρυκας. Συνέχιζα νὰ μελετῶ πολὺ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα μὲ ἄγγιζαν βαθύτατα οἱ ὀνομαζόμενες παραβολές. Μὲ ἄγγιζε κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς στὸν πλούσιο νεανία: «Ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.»(Ματθ.ιθ.21).Σὲ κάποιον ἄλλον εἶπε: «Ἀκολούθει μοι καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς »(Ματθ.η.22) ἢ «Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετος ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»(Λουκ. θ. 62). Μὲ ἄγγιζε καὶ μὲ πονοῦσε. Ἤθελα νὰ κάνω τὴν πίστη μου ἐπάγγελμα καὶ τὸ βασικότερο πράγμα στὴ ζωή μου. Ἀλλὰ μὲ ποιὸν τρόπο; Μήπως ἔπρεπε νὰ φύγω ἀπὸ τὸ σπίτι μου χωρὶς μία δραχμή, χωρὶς δεύτερο πανωφόρι, χωρὶς τίποτα καὶ ἁπλὰ νὰ ἀναχωρήσω, ἔτσι ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἀλλὰ πρὸς τὰ ποῦ;
Στὴν ἀναζήτηση γιὰ τὸ δικό μου μοναστήρι
Πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῶν βασικῶν σπουδῶν μου ἔπρεπε πρῶτα νὰ παρακολουθήσω γιὰ ἕνα χρόνο κάποια μαθήματα γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς λατινικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς Βίβλου. Αὐτὸ τὸ διάστημα συνέβη πάλι ἕνα γεγονός, πού μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσω. Καθὼς ξεφύλλιζα μία μέρα ἕνα περιοδικὸ στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς ἑνὸς γιατροῦ, ἔπεσα πάνω σὲ ἕνα ἄρθρο γιὰ ἕνα μοναστήρι τῶν Βενεδικτίνων. Αὐτὸ μὲ ἐνδιέφερε! Ἴσως νὰ ἦταν αὐτὴ ἡ ἀπάντηση γιὰ τὴν ὑπαρξιακή μου ἀπορία. Ἤμουν πεπεισμένη ὅτι ὑπῆρχαν μοναστήρια μόνο στὸ μεσαίωνα. Ὅπως εἶπα, ἔμενα σὲ μία εὐαγγελικὴ περιοχή, στὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια. Τὴν ἑπόμενη μέρα πῆρα ἀμέσως τηλέφωνο, γιὰ νὰ ρωτήσω, μήπως μποροῦσα κάποια στιγμὴ νὰ τοὺς ἐπισκεφτῶ. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετικὴ καὶ ἐπὶ ἑβδομάδες χαιρόμουν γιὰ τὶς ἐρχόμενες διακοπὲς ποὺ θὰ περνοῦσα ἐκεῖ. Ἤμουν βαθύτατα ἐντυπωσιασμένη μὲ τὴν ἡσυχία, τὶς ἀκολουθίες ὡρῶν-κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἀδελφὲς συγκεντρώνονταν κάθε τρεῖς ὧρες στὴν ἐκκλησία-, μὲ τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία, τοὺς ἴδιους καθημερινοὺς ρυθμούς, κατὰ τοὺς ὁποίους μποροῦσε νὰ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή. Παρ’ ὅλο ποὺ ὅλα αὐτά μοῦ ἄρεσαν, κάτι μοῦ ἔλειπε καὶ ἐκεῖ.
Ἔμαθα ὅτι ὑπῆρχαν διάφορα τάγματα, μὲ διαφορετικοὺς κανονισμοὺς καὶ διαφορετικὸ πνεῦμα. Γνώρισα τὶς Φραγκισκανὲς μοναχές, τὸ κάρμελ καὶ μερικὰ ἄλλα. Παντοῦ μοῦ ἄρεσε κάτι, ἀλλὰ πάντα κάτι μοῦ ἔλειπε, ὅμως τί; (Τὴν ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση θὰ τὴν ἔπαιρνα πολλὰ χρόνια ἀργότερα). Πάντως εἶχα ξεκαθαρίσει πλέον μέσα μου ὅτι σὲ κάθε περίπτωση ἤθελα νὰ ἀφιερώσω τὴ ζωή μου στὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνω μοναχή. Στὴν προσευχή μου ρωτοῦσα τὸ Θεὸ συνεχῶς ποῦ μὲ ἤθελε, σὲ ποιὸ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ τάγματα καὶ τὶς κοινότητες. Κατὰ τὴν ἀναζήτησή μου ἦλθα σὲ ἐπαφὴ καὶ μὲ τὴ λεγόμενη χαρισματικὴ κοινότητα.
Ὅμως ἔνιωθα λίγο ἄβολα μὲ ὅλα αὐτά. Ὅλοι ἔψελναν σὲ «γλῶσσες», κάποιοι μιλοῦσαν προφητικά, ὅλα ἦταν τελείως συναισθηματικὰ καὶ γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἐνίωθα ξένη. Αὐτὸ δὲν μποροῦσα βέβαια νὰ τὸ ἐκδηλώσω, διότι αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι δὲν ἤμουν φωτισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὅτι κρατοῦσα τὴν καρδιά μου κλειστή.
Ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἔκανα μία ἐπίσκεψη σὲ μία ἀπὸ τὶς καινούργιες πνευματικὲς κοινότητες. Ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ `80 καὶ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἄγαμους ἄνδρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη περίοδο δοκιμῆς (Noviziat) ἔπαιρναν ὅρκο καὶ ὑπόσχονταν ἀκτημοσύνη, παρθενία καὶ ὑπακοή. Στὰ μέλη συμπεριλαμβάνονταν ὅμως καὶ οἰκογένειες μὲ παιδιά. Τὰ ζευγάρια ὑπόσχονταν ἀκτημοσύνη καὶ συζυγικὴ ἁγνότητα. Ἂν τὸ δεῖ κανεὶς ἐπιφανειακὰ τίποτα δὲ μὲ συγκίνησε ἐκεῖ κατὰ τὴν πρώτη μου ἐπίσκεψη, μᾶλλον τὸ ἀντίθετο θὰ ἔλεγα. Κάποιος ἐπισκέπτης ρώτησε στὰ πλαίσια μιᾶς συνομιλίας ποιοὶ ἦταν οἱ ὅροι γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν κοινότητα, ὁπότε ἀπάντησε ὁ ἱδρυτὴς καὶ ὑπεύθυνός τῆς κοινότητας τὸ ἑξῆς: «Ὅροι; Ἕνας καὶ μοναδικὸς ὑπάρχει. Ὅποιος θέλει νὰ μπεῖ ἐδῶ μέσα, πρέπει νὰ ἐγκαταλείψει καθετὶ ἐγκόσμιο»! Αὐτὸ ἦταν! Ὅταν ἐπέστρεψα τὸ βράδυ στὸ σπίτι μου δὲ γνώριζα περισσότερα ἀπὸ πρίν. Μόνο ἐκείνη ἡ μία πρόταση δὲν μποροῦσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μυαλό μου.
Ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι μὲ προσκάλεσε ἕνας καλὸς φίλος στὴ Γαλλία, σὲ μία μεγάλη συνάντηση μὲ διάφορες νέες καθολικὲς πνευματικὲς κοινότητες. Ἡ ποικιλία, οἱ ψαλμοί, οἱ ἰσραηλινοὶ παραδοσιακοὶ χοροί, ἡ ἀκολουθία τῶν ὡρῶν, ἡ εὐχαριστιακὴ λατρεία στὴν ἡσυχία. Αὐτὰ μὲ ἄγγιζαν καὶ πίστεψα ὅτι ἐπιτέλους εἶχα φτάσει στὸν προορισμό μου. Ἤθελα νὰ μπῶ σὲ αὐτὴ τὴν κοινότητα καὶ νὰ γίνω μοναχή. Ἐπέστρεψα στὴ Γερμανία, ἔδωσα τὸ φθινόπωρο τελικὲς ἐξετάσεις γιὰ τὰ θεολογικὰ μαθήματα ποὺ παρακολούθησα καὶ ἀγόρασα ἕνα εἰσιτήριο γιὰ τὴ Γαλλία μὲ τὰ τελευταία 300 μάρκα πού μου εἶχε δώσει ἕνας φίλος μου, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ξαναγυρίσω ποτέ. Ὁ ἄνθρωπος κάνει σχέδια καὶ ὁ Θεὸς ὁρίζει. Μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομάδες ἔμαθα ὅτι ὅλα τὰ σπίτια τῆς κοινότητας θὰ παρέμειναν κλειστὰ γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες. Τί φρίκη! Καὶ τώρα; Καθόλου χρήματα, καμία προοπτική, τί κάνω; Δόξα τῷ Θεῷ ἔγινε τελευταία στιγμὴ μία ἀλλαγή. Ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς κοινότητας πρόσφερε γιὰ τὸ διάστημα τῶν Χριστουγέννων ἕνα πρόγραμμα πνευματικῶν ἀσκήσεων καὶ παρέμεινε ἀνοιχτό. Μόλις ποὺ ἔφταναν τὰ χρήματά μου γιὰ αὐτὸ τὸ πράγμα. Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα βρισκόμουν πάλι στὴν ἴδια κατάσταση. Ὅμως μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπίσης συμμετεῖχε στὸ πρόγραμμα τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων, μὲ προσκάλεσε νὰ κάνουμε μαζὶ μία προσκυνηματικὴ ἐκδρομή. Ἀμέσως μετά μοῦ ἔδωσε λίγα χρήματα καὶ μοῦ πλήρωσε τὸ εἰσιτήριο τοῦ τρένου γιὰ τὸ λεγόμενο Mutterhaus (τὸ κυρίως μοναστήρι) σὲ ἕνα ἄλλο μέρος τῆς Γαλλίας. Ἐκεῖ πέρασα ἄλλη μία ἑβδομάδα καὶ ἤμουν ὅλο προσμονὴ νὰ μπορέσω ἐπιτέλους νὰ μιλήσω μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτήν. Ἔμεινα ἐκεῖ γιὰ μία ἑβδομάδα, ἀλλὰ στὸ τέλος αὐτῆς δὲν ἦταν καὶ τόσο ξεκάθαρο σὲ ἐκεῖνον ὅτι ὁ Θεὸς μὲ προόριζε γιὰ ἐκείνη τὴν κοινότητα. Στὴ διάρκεια ἑνὸς ἑσπερινοῦ προσευχήθηκε γιὰ ἐμένα καὶ ἀφοῦ μὲ ἀκούμπησε μὲ τὰ χέρια του μοῦ φανέρωσε τὴν ἐντολὴ ποὺ δέχτηκε: «Οἱ δικοί μου δρόμοι δὲν εἶναι καὶ δικοί σου. Θὰ σοῦ δείξω ἕναν ἄλλο δρόμο τὸν ὁποῖο τώρα δὲν μπορεῖς ἀκόμη νὰ καταλάβεις. Ἀλλὰ ἀπαιτῶ ἀπὸ ἐσένα ἀπόλυτη διαθεσιμότητα».
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια λοιπὸν ἐκδιώχτηκα γιὰ ἄλλη μία φορά. Καὶ τώρα πρὸς τὰ ποῦ; Ἤμουν πραγματικὰ ἀπογοητευμένη. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει μία ἐξήγηση γιὰ αὐτὰ τὰ λόγια ἢ μία προοπτική. Μὰ ἤθελα μόνο ἕνα πράγμα: Νὰ ἀκολουθήσω τὸν Ἰησοῦ Χριστό, νὰ τοῦ ἀφιερώσω τὴ ζωή μου. Ἦταν φρικτό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευσή μου, μοῦ δημιουργήθηκε καὶ μία ἐσωτερικὴ ἀμφισβήτηση, ὅτι δηλ. ὁ Θεὸς εἴτε δὲ μὲ ἤθελε εἴτε ἐγὼ ἤμουν τόσο χαζή, ὥστε νὰ μὴν μπορῶ νὰ βρῶ τὴ θέση μου, ἢ καλύτερα τὴ θέση στὴν ὁποία Ἐκεῖνος μὲ προόριζε. Πάλι μὲ λυπήθηκε κάποιος καὶ μοῦ ἔδωσε τὰ χρήματα γιὰ τὴν ἐπιστροφή μου στὸ σπίτι. Εἶχα φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ξαναγυρίσω ποτὲ καὶ τώρα, λίγες ἑβδομάδες ἀργότερα, βρισκόμουν πάλι ἐντελῶς ἀπροειδοποίητα μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν γονιῶν μου (πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἶχα κάνει γιὰ μία ἑβδομάδα μία ἐνδιάμεση στάση σὲ ἕνα μοναστήρι στὴ Γαλλία, γιὰ νὰ σιωπήσω καὶ νὰ ἠρεμήσει ἡ ψυχή μου. Τὸ πρῶτο τὸ κατάφερα, τὸ δεύτερο ὄχι). Οἱ γονεῖς μου φυσικὰ χάρηκαν ποὺ ξαναγύρισα, ὅμως ἐγὼ ἤμουν τελείως ἀποπροσανατολισμένη. Τὶς ἑπόμενες δύο ἑβδομάδες τὶς πέρασα ζώντας σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὴν ἀφάνεια καὶ προσευχόμενη στὸ δωμάτιό μου. Ταυτόχρονα ἀντηχοῦσε μέσα μου συνεχῶς ἐκείνη ἡ πρόταση: Ὅποιος θέλει νὰ μπεῖ ἐδῶ πρέπει νὰ ἐγκαταλείψει καθετὶ ἐγκόσμιο. Γινόταν μία μάχη μέσα μου. Ἀπὸ τὴ μία δὲ μὲ προσέλκυε τίποτα ἐκεῖ, ἡ ἀκτημοσύνη, οἱ περίεργες γενειοφόρες μορφὲς μὲ τὰ παλιὰ ράσα, καθόλου ρεῦμα, καθόλου τρεχούμενο νερό, πρωτόγονη τουαλέτα, κανένα ἰδιωτικὸ χῶρο καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅμως ἐκείνη ἡ πρόταση δὲ μὲ ἄφηνε πιὰ σὲ ἡσυχία. Ὅλο αὐτὸ ἦταν βασικὰ αὐτὸ ποὺ ἤθελα, αὐτὸ ποὺ ἔψαχνα μέσα μου ἀπὸ τότε ποὺ προσηλυτίστηκα, αὐτὴ ἡ πλήρης ἀφιέρωση στὸ Χριστό, χωρὶς νὰ ψάχνει κανεὶς τίποτα πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐγκαταλείψει καθετὶ ἐγκόσμιο. Λοιπόν, ἤθελα νὰ τὸ διακινδυνεύσω. Ἦταν Παρασκευὴ ἀπόγευμα, ἀποφάσισα ἀμέσως νὰ τηλεφωνήσω καὶ νὰ ρωτήσω ἂν μποροῦσα νὰ πάω γιὰ τὸ Σαββατοκύριακο. Ἂν ἡ ἀπάντηση ἦταν ἀρνητική, τότε θὰ ἔκλεινα αὐτὸ τὸ κεφάλαιο καὶ δὲ θὰ τὸ ξανανοιγα ποτὲ (κρυφὰ μέσα μου τὸ ἤλπιζα αὐτὸ κατὰ κάποιο τρόπο). Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Ἐντάξει λοιπόν. Τὴν ἑπόμενη μέρα πῆγα ἐκεῖ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν διαφορετικά. Τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα δὲ μὲ ἀπωθοῦσαν πιὰ τόσο πολὺ καὶ εἶχα μία μεγάλη συζήτηση μὲ τὸν ἱδρυτὴ ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἐσωτερική μου ἀναζήτηση καὶ τοὺς περασμένους μῆνες. Μοῦ πρότεινε νὰ παραμείνω στὴν κοινότητα γιὰ τέσσερις μῆνες, μέχρι τὶς 15 Αὐγούστου, γιὰ νὰ μπορέσω μὲ ἠρεμία καὶ προσευχὴ νὰ ρωτήσω τὸ Θεὸ γιὰ τὸν προορισμό μου.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐκεῖ βρῆκα τὴ θέση μου. Πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα ἀγαποῦσα τὴν ἡσυχία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, ἀλλὰ μάθαινα νὰ ἀγαπῶ ὅλο καὶ περισσότερο καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀνταλλάξω μὲ μία ἄνετη ζωή. Ἐδῶ ἔμαθα τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ ἀπὸ μία ἐντελῶς διαφορετικὴ πλευρά. Ἂν καὶ εἶχα γίνει καθολικὴ σὲ ἕνα δῆμο, ὁ ὁποῖος διακατεχόταν ἀπὸ ἀκραῖο μοντερνισμό, τώρα βρισκόμουν σὲ μία κοινότητα, ὅπου τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πάπα καὶ τὴν ὑπακοὴ σὲ αὐτὸν τὴν ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖα γράμματα. Ἀκολουθοῦσε κανεὶς μὲ ζῆλο καὶ κατευθυνόταν σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἔλεγε καὶ ἔπραττε ἐκεῖνος. Αὐτό μοῦ φαινόταν ἀρκετὰ δύσκολο καὶ ἔνιωθα πάντα σὰν μία ἀνυπότακτη, ποὺ συμμετεῖχε σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ ζόρι. Χρειάστηκαν πολλὰ χρόνια μέχρι νὰ ἀλλάξει αὐτὴ ἡ τοποθέτησή μου στὸ θέμα αὐτό.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἄρχισε γιὰ μένα ἡ περίοδος δοκιμασίας (Noviziat). Ἕνα χρόνο μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἔδωσα τὶς πρῶτες ὑποσχέσεις γιὰ τρία χρόνια. Μετὰ ἀκολούθησαν καὶ οἱ ὀνομαζόμενες προσωρινὲς ὑποσχέσεις (γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα) καὶ οἱ ὑποσχέσεις ἀφιερώσεως γιὰ ὅλη μου τὴ ζωή. Ὡστόσο βρισκόμουν σὲ μεγάλη ψυχικὴ κρίση καὶ ἤμουν ἀμφιταλαντευόμενη, γεμάτη ἀβεβαιότητα. Σκέφτηκα ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐσωτερικὲς ἀμφιβολίες, κακὲς σκέψεις καὶ συναισθήματα ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψει κανεὶς καὶ ἔτσι ἔκρυψα ἐσωτερικὰ ὅλο αὐτὸ τὸ «ψυχικὸ χάος» καὶ ἔδωσα τὶς ὑποσχέσεις. Ἡ ἀνεμοθύελλα κόπασε κάπως, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ ἠρεμήσω πραγματικά. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ συμπτωματικὸ γιὰ τὴν πορεία μου. Ὅπως ἤδη ἀνέφερα, μὲ ἕλκυαν στὰ διάφορα τάγματα καὶ στὶς κοινότητες πολλὰ πράγματα, ὅμως πάντα κάτι, τὸ ὁποῖο ἐκείνη τὴ χρονικὴ στιγμὴ δὲν μποροῦσα νὰ ὀνομάσω, μοῦ ἔλειπε. Σὲ αὐτὴν τὴν κοινότητα ἦταν ὅλα πιὸ ἐκλεπτυσμένα, ναὶ μὲν δὲ μοῦ ἔλειπε τίποτε πιά, ἀλλὰ τὴν πραγματικὴ ἐσωτερικὴ ἠρεμία δὲν τὴ βρῆκα οὔτε ἐδῶ καὶ δὲν ἐνίωθα ὅτι ἔφτασα στὸν προορισμό μου. Ἐκείνους τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴν ἀκαθόριστη νοσταλγία ποὺ ἔβγαιναν συνεχῶς ἀπὸ μέσα μου, ἐγὼ πίστευα ὅτι ἔπρεπε νὰ πολεμήσω μὲ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ ὅτι εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιτρέψω σὲ καμία περίπτωση τέτοιους λογισμοὺς καὶ συναισθήματα. Σκεφτόμουν ὅτι τὴν πραγματικὴ εἰρήνη καὶ τὸ συναίσθημα μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ πετύχει μόνο στὸν τελικὸ προορισμό του, δηλαδὴ νὰ τὰ βιώσει μόνο στὸν οὐρανό. Ἐπίσης σκεφτόμουν ὅτι ὁ καθένας σὲ αὐτὴν τὴ ζωὴ εἶναι καθ’ ὁδὸν καὶ ὅτι στὴν ἐπίγεια ζωὴ μένει πάντα μία ἐσωτερικὴ ἀνησυχία καὶ μία σιωπηρὴ θλίψη.
Δὲ μοῦ πέρασε ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι θὰ ἐγκατέλειπα ποτὲ αὐτὴν τὴν κοινότητα. Μὲ ἐξαίρεση κάποιες κρίσεις, τὶς ὁποῖες ὅμως ὁ καθένας ποὺ ἀκολουθεῖ αὐτὸ τὸ δρόμο σίγουρα θὰ βιώνει, ἤμουν χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη ἐκεῖ. Ἀγαποῦσα τὸν πνευματικό μου, τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας καὶ τὶς ἀδελφές. Ἐπίσης τὶς διάφορες διακονίες πού μου ἀνέθεταν τὶς ἔκανα εὐχαρίστως. Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ: Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν τοὺς ἀπεχθάνομαι. Ἐκτιμῶ τὴν καλὴ θέλησή τους, τὸ ζῆλο, τὴν προθυμία γιὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωσή τους. Ἐκεῖ ἔμαθα πολλὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποία ἀκόμη καὶ σήμερα τοὺς εἶμαι εὐγνώμων. Παρ` ὅλα αὐτὰ ἐγκατέλειψα τὴν κοινότητα μετὰ ἀπὸ 21 χρόνια. Γιατί;
Ἐνῶ στὴν ἀρχὴ διακατεχόμουν ἀπὸ μοντερνισμό, οἱ ἐξελίξεις στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία μὲ ἔβαλαν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου σὲ ὅλο καὶ περισσότερες σκέψεις: ὅλες οἱ πιθανὲς θεωρίες, τὰ νέα θεολογικὰ ρεύματα, τὰ ὁποῖα ὑποστήριζαν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ὁδηγεῖ ὅλο καὶ βαθύτερα στὴν ἀλήθεια, οἱ πολλὲς ἀποχωρήσεις ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἡ ἔλλειψη ἱερέων καὶ ἡ ἔλλειψη νέων μοναχῶν. Ἐπειδὴ οἱ ἔφηβοι δὲν πήγαιναν πιὰ στὴν ἐκκλησία, προσπαθοῦσαν νὰ τὸ ἀποτρέψουν μὲ τὸ νὰ πειραματίζονται μὲ διάφορους τρόπους γιὰ νὰ τοὺς ξανακερδίσουν: Ρὸκ μουσικὴ στὴ λειτουργία, ντίσκο, μεσολάβηση μέσω SMS, λειτουργίες ὅπου οἱ ἔφηβοι πήγαιναν μὲ Skateboard καὶ πατίνια στὴν ἐκκλησία καὶ ἄλλα παρόμοια. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς καθετὶ ἱερὸ πουλιόταν καὶ προσαρμοζόταν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸ παρουσιάσουν στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν πιὸ ἑλκυστικὸ τρόπο. Ἔπεφτα σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερο δίλημμα. Ἀπὸ τὴ μία γινόμουν ὅλο καὶ πιὸ συντηρητική, διότι ἤμουν πεπεισμένη πὼς ὁτιδήποτε ἱερὸ ὀφείλει κανεὶς νὰ τὸ διατηρήσει ἱερό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ κοινότητά μας ἦταν οἰκουμενική.
Ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὸν πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β`, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν διαφόρων θρησκειῶν, γράφτηκε καὶ στὴ δική μας κοινότητα ὁ διάλογος μὲ τὶς θρησκεῖες μὲ κεφαλαῖα γράμματα. Ἤμασταν ἀνοιχτοὶ σὲ ἄλλα θρησκεύματα, σὲ ἄλλες θρησκεῖες καὶ πνευματικὰ ρεύματα -φυσικὰ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τοὺς προσηλυτίσουμε στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία. Ἕνας τρόπος ἔκφρασης αὐτῶν ἦταν ἡ μουσική. Γιὰ παράδειγμα διαλογιζόμασταν μὲ εἰδικοὺς ψαλμοὺς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ τὸ ἰνδουιστικὸ μάντρα (ἰνδουιστικὴ προσευχή), μόνο ποὺ λέγαμε π.χ. τὸ ὄνομα «Jeschuah» γιὰ νὰ ἔρθουμε σὲ ἐσωτερικὴ συγκέντρωση καὶ ἠρεμία. Κατὰ τὴν ὥρα τῶν προσευχῶν μας ἐνσωματώσαμε ὅμως καὶ ὀρθόδοξα στοιχεῖα, ἔτσι ψέλναμε π.χ. τὸ Σάββατο βράδυ ἀποσπάσματα τοῦ ὀρθόδοξου ἑσπερινοῦ σὲ γερμανικὴ γλώσσα μὲ ρωσικὲς μελωδίες καὶ ἄλλους ὀρθόδοξους ψαλμούς.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια καθήκοντά μου στὴν κοινότητα ἦταν ἡ λειτουργία.
Ἡ συνάντηση μὲ τὴν ὀρθοδοξία – ὁ δρόμος γιὰ τὸ σπίτι
Τὸ 2005 ἡ κοινότητα γιόρτασε τὰ 25 χρόνια τῆς ὕπαρξής της. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἐπιτρεπόταν σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς κοινότητας, ποὺ δὲν εἶχαν πάει ἀκόμη στὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ κάνουν μία προσκυνηματικὴ ἐκδρομή. Φτάσαμε στὰ Ἱεροσόλυμα τρεῖς ἑβδομάδες πρὶν ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο Πάσχα. Μιὰ ποὺ ὁ διάλογος ἀποτελοῦσε ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο στὴν κοινότητά μας, συμμετείχαμε καὶ σὲ λειτουργίες διάφορων θρησκευμάτων. Πήγαμε στὴν ἀρμένικη ἐκκλησία, στοὺς κόπτες, στοὺς Φραγκισκανούς, στὶς ρωσο-ὀρθόδοξες ἀδελφὲς στὸ μοναστήρι τῆς Μαγδαληνῆς στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ στὴν ἑλληνορθόδοξη λειτουργία στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ποικιλία τῶν θρησκευμάτων στὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν ἐντυπωσιακὴ καὶ παντοῦ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀνακαλύψει κάτι.
Τὴν πρώτη ἑλληνορθόδοξη λειτουργία τὴ βίωσα τὸ Πάσχα στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ ἦταν τὸ καθοριστικὸ βίωμα. Μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ περιγράψω τί ἀκριβῶς βίωσα ἐκεῖ. Νόμιζα ὅτι ἤμουν στὸν οὐρανὸ ἢ ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶχε κατέβει κάτω στὴ γῆ. Τότε δὲ γνώριζα ἀκόμη τί εἶναι τὸ Χερουβικόν, ὅμως ὅταν τὸ ἄκουσα γιὰ πρώτη φορά, ἐνίωσα μία τόσο βαθιὰ αὐτοσυγκέντρωση καὶ σκέφτηκα πὼς αὐτὴ τὴ στιγμὴ οἱ ἄγγελοι ψέλνουν μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους (ἀργότερα ἔμαθα ὅτι τὸ ἴδιο ἐνίωσαν καὶ οἱ δύο πρεσβευτὲς τοῦ Ρώσου τσάρου, ὅταν βίωσαν γιὰ πρώτη φορὰ τὴ λειτουργία στὴν Κωνσταντινούπολη). Τὸ βαθύτερο βίωμα ἦταν μία ἐσωτερικὴ γνώση, μία βεβαιότητα: ΤΩΡΑ ΕΦΤΑΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ! Αὐτὴ σὰν νὰ ἦταν ἡ ἀπάντηση στὴν ἐσωτερική μου ἀνησυχία. Αὐτὸ ἦταν πού μοῦ ἔλειπε ἀκόμη. Ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἦταν ἕνα ἐσωτερικὸ βίωμα. Τότε δὲ γνώριζα ἀκόμη πολλὰ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας, τὸ Filioque, τὸ σχίσμα κλπ.
Αὐτὴ τὴ χρονικὴ στιγμὴ δὲν μποροῦσα καὶ δὲν ἤθελα ἀκόμη νὰ ἔρθω σὲ ρήξη μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητάς μας. Πρῶτα ἤθελα νὰ γνωρίσω τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία πιὸ βαθιά. Αὐτὸ ἀρχικὰ θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ μόνο στὴ λειτουργία. Ποιὰ θὰ ἦταν ὅμως ἡ συνέχεια; Μετὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἔπρεπε ὅλοι νὰ ἀναχωρήσουμε. Καὶ μετά…
Δόξα τῷ Θεῷ ὅρισε τὸ δρόμο μου ἡ θεία πρόνοια!
Ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, τὸ δικό μου καθῆκον ἦταν ἡ λειτουργία. Ἔτσι στὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πῆρα ἀπὸ τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας τὴν ἐντολὴ νὰ παραμείνω, μαζὶ μὲ μία ἄλλη ἀδελφή, γιὰ ἕνα χρόνο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ μελετήσουμε τὶς διάφορες λειτουργίες. Ἔπρεπε νὰ κινηθῶ ὅπως οἱ μέλισσες καὶ νὰ μαζέψω τὸ μέλι, δήλ. ἔπρεπε κάθε Κυριακὴ νὰ ἐπισκέπτομαι μία διαφορετικὴ λειτουργία, νὰ μαθαίνω ψαλμούς, νὰ γράφω νότες καὶ νὰ βλέπω τί ἀπὸ αὐτὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐνσωματώσουμε στὴ δική μας λειτουργία. Ἦταν ἕνα καθῆκον γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἔτσι ἐπισκεπτόμουν ἐναλλὰξ τοὺς Ἀρμένιους, τὶς ρωσο-ὀρθόδοξες ἀδελφὲς στὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ τὴν ἑλληνορθόδοξη λειτουργία στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ἔπρεπε μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα νὰ τελοῦμε τὴ θεία λειτουργία σύμφωνα μὲ τὸ ὀρθόδοξο τυπικὸ καὶ μὲ τὴ συνοδεία ἑνὸς καθολικοῦ ἱερέα, μὲ σκοπὸ νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἑνότητα.
Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ κύκλου τῶν λειτουργιῶν περίμενα πάντα τὴν ἑπόμενη ἑλληνικὴ λειτουργία. Δόξα τῷ Θεῷ ἦταν ἐκεῖνο τὸ χρονικὸ διάστημα ἕνας νεαρὸς ὀρθόδοξος διάκονος φρουρὸς στὸ Γολγοθά, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε πολὺ καλὰ ἀγγλικὰ καὶ ἦταν πολὺ ἀνοιχτός. Μποροῦσα νὰ τοῦ κάνω ἐρωτήσεις σχετικὰ μὲ τὴ λειτουργία, νὰ μάθω μερικοὺς ψαλμοὺς καὶ νὰ ἀνταλλάξουμε ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὶς διαφορὲς τῆς ὀρθόδοξης καὶ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας. Πραγματικά τοῦ χρωστάω πάρα πάρα πολλά! Ἀπαντοῦσε σὲ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις μου μὲ ἀτέλειωτη ὑπομονὴ καὶ προπάντων δὲν μὲ ἐπηρέασε ποτέ, πράγμα ποὺ ἦταν πολὺ σημαντικὸ γιὰ ἐμένα. Διότι ἀργότερα, στὴν ἀντιπαράθεση μὲ τὴ «δική» μου κοινότητα, μοῦ ἔλεγαν συνεχῶς ὅτι μὲ ἐπηρέασαν οἱ ὀρθόδοξοι. Συνέβη ὅμως τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο! Ἀπὸ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ πλευρὰ πιέστηκα, προσπαθοῦσαν διαρκῶς νὰ μὲ πείσουν ὅτι ἐδῶ ἦταν ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας, ὅτι δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ παραμελήσει τὴν ὑπεροχὴ τοῦ πάπα κλπ. Ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πλευρὰ ἔπαιρνα μόνο ἀπαντήσεις στὶς ἐρωτήσεις μου καὶ πληροφορίες. Φυσικὰ ὅλοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἦταν πεπεισμένοι πὼς ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ποτὲ κανεὶς δὲ μὲ πίεσε νὰ γίνω ὀρθόδοξη!
Ἔτσι πέρασαν οἱ τρεῖς πρῶτοι μῆνες μὲ τὶς λειτουργίες, τὴ μελέτη καὶ τὶς ἀνταλλαγὲς ἀπόψεων. Ἦταν μία ὄμορφη, ἐντατικὴ ἀλλὰ καὶ πολὺ δύσκολη περίοδος γιὰ μένα, διότι δὲν ἔπρεπε νὰ φανερώσω ὅτι μέσα μου μεγάλωνε ὅλο καὶ περισσότερο ἡ ἕλξη πρὸς τὴν ὀρθοδοξία, διαφορετικὰ σίγουρα θὰ ἀπαιτοῦσαν νὰ ἐπιστρέψω ἄμεσα στὴ Γερμανία! Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς μῆνες παρουσιάστηκε καὶ ἕνα ἄλλο πρόβλημα. Οἱ βίζες μας εἶχαν λήξει καὶ ἔπρεπε εἴτε νὰ τὶς ἀνανεώσουμε εἴτε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ Γερμανία καὶ νὰ ξαναέρθουμε. Τὸ τελευταῖο τὸ φοβόμουν πολύ, διότι ἤμουν σίγουρη ὅτι ὁ πνευματικός μου θὰ ἀντιλαμβανόταν ἀμέσως ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλὰ μὲ μένα. Ἕνας γνωστὸς ὀρθόδοξος ἱερέας μὲ συμβούλεψε νὰ ἀπευθυνθῶ σὲ ἕναν ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, μήπως μποροῦσε ἐκεῖνος νὰ μὲ βοηθήσει στὴν ὑπόθεση μὲ τὴ βίζα. Πῆγα καὶ τὸν βρῆκα, τοῦ ἐξήγησα τὰ πάντα, τοῦ διηγήθηκα ἐπίσης καὶ γιὰ τὸ βίωμά μου σὲ ἐκείνη τὴ λειτουργία στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τὸ Πάσχα καὶ ὅτι ἀναρωτιόμουν ὅλο καὶ περισσότερο μήπως ἔπρεπε νὰ γίνω ὀρθόδοξη. Ἐὰν ὅμως ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψω στὴ Γερμανία, τότε αὐτὸ θὰ σήμαινε «τὸ τέλος» γιὰ μένα.
Ὁ ἐπίσκοπος μοῦ ἔδωσε τὴ σοφὴ συμβουλὴ νὰ ὁμολογήσω τὴν ἀλήθεια στὸν πνευματικό μου καὶ ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας καὶ νὰ παρακαλέσω νὰ ἀπαλλαγῶ γιὰ ἕνα ἔτος ἀπὸ τὴν κοινότητα μὲ σκοπὸ νὰ διαβάζω, νὰ μελετῶ, νὰ ἐπισκέπτομαι τὴ λειτουργία, νὰ γνωρίσω τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ βάθος τῆς ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὅμως καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ λάθη, ὥστε νὰ μπορέσω μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔτος νὰ πάρω μιὰ ὥριμη ἀπόφαση. Μοῦ ἄρεσε αὐτὴ ἡ συμβουλὴ καὶ ἔτσι ἔγραψα ἕνα γράμμα στὸν πνευματικό μου γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσω γιὰ αὐτὴ τὴν ἀπαλλαγή. Τοῦ ἔγραψα ξεκάθαρα ὅτι δὲν ἤθελα νὰ πάρω τὴν ἀπόφαση ἀπὸ μία πρώτη ἐντύπωση ἀγάπης καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἀλλὰ ὅτι χρειαζόμουν τὸ χρόνο γιὰ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἐξέταση. Αὐτὸ τὸ αἴτημά μου ἀπορρίφθηκε μὲ ἄκρα ἀποφασιστικότητα.
«…Τὸ νὰ τίθεται τὸ θέμα τῆς μεταστροφῆς μου μετὰ ἀπὸ μία τετράμηνη παραμονή, ὑποδεικνύει περισσότερο τὴν ἐλλιπῆ σταθερότητα καθολικῶν πεποιθήσεων παρὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ καθολικῆς ἀπόψεως δὲ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἀντιπροσωπεύει περισσότερο τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν καθολικὴ ἐκκλησία. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό μοῦ τόνισαν ὅτι στάλθηκα μὲ μία ἀποστολὴ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ γιὰ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ λόγο δὲ θὰ μποροῦσα νὰ ἀπαλλαγῶ, γιὰ νὰ ἐξετάσω ἕνα δικό μου θέμα.
Παρακάτω ἕνα ἀκόμη ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπαντητική μου ἐπιστολή:
«…Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ἐπιστρέψω! Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα συνείδησης τὸ ὁποῖο πρέπει καὶ θέλω νὰ θέσω ἐνώπιον ὅλων. Τὶς μέρες ποὺ πέρασαν διάβασα τὸ γράμμα σου πραγματικὰ πολλὲς φορὲς καὶ τὸ μελέτησα προσευχόμενη καὶ αὐτὸ πού μοῦ ἔγινε ἀκόμη πιὸ ξεκάθαρο εἶναι ὅτι «βρίσκομαι ἤδη στὴν ἄλλη πλευρά». Αὐτὴν τὴν περίοδο δὲν ὑπάρχει πιὰ ἐπιστροφὴ γιὰ μένα. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἔχω ἤδη ἀποφασίσει νὰ ἀλλαξοπιστήσω».
Σὲ μία ἄλλη ἀπαντητικὴ ἐπιστολή μου δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ ἐπιστρέψω ἄμεσα στὴ Γερμανία γιὰ νὰ ξεκαθαρίσω τὴν κατάσταση ἐπιτόπου. Αὐτὸ βασικὰ δὲν τὸ ἤθελα, γιατί φοβόμουν τὴ δική μου ἀδυναμία, μήπως καὶ ἐπηρεαζόμουν πάλι καὶ ἔκανα πίσω. Δυστυχῶς δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ ἀνανεωθεῖ ἡ βίζα καὶ παράλληλα μὲ αὐτὸ ἔμαθα ὅτι ὁ πνευματικός μου εἶχε κλείσει ἤδη μία θέση, γιὰ νὰ ἔρθει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ μιλήσει μαζί μου, σὲ περίπτωση ποὺ δὲ θὰ πήγαινα στὴ Γερμανία.
Ἔτσι ἐπέστρεψα, λοιπόν, στὴ Γερμανία στὴ «δική μου» κοινότητα καὶ ἔκανα περισσότερες συζητήσεις μὲ τὸν πνευματικό μου. Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς συζητήσεις μοῦ ὑπέδειξε ὅτι ἔπρεπε, ὡς καθολική, νὰ ἐξετάσω τὴν ἀπορία μου γιὰ τὸ ἂν ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι «δὲ θὰ μποροῦσα νὰ βρίσκομαι ἤδη στὴν ἄλλη πλευρά, δηλαδὴ νὰ εἶμαι ἤδη ὀρθόδοξη» καὶ νὰ ἐξετάσω ἀπὸ ἐκεῖ ἐὰν ἡ καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινή. Αὐτὸ θὰ ἦταν παράνομο. Ὡς καθολικὴ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξετάσω ἀπὸ τὴν καθολικὴ πλευρά. Αὐτὸ μὲ ἔπεισε κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ διαβεβαίωση τοῦ πνευματικοῦ μου ὅτι μὲ τὴ λήξη τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἀποστολῆς μου θὰ μποροῦσα νὰ ἐξετάσω τὸ θέμα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἔτσι ἐπέστρεψα στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του. Ὡστόσο ὁμολογῶ ὅτι ἤδη μία ὥρα ἀργότερα στεκόμουν μὲ κλάματα καὶ ἐπαναλάμβανα συνεχῶς τὸ ἑξῆς: «Τώρα ἔχασα τὰ πάντα»! Ὁ πνευματικός μου, μοῦ ἐπιβεβαίωνε συνεχῶς ὅτι δὲν εἶχα χάσει τίποτε, ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ θέμα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσε, ἀλλὰ ὄχι τώρα. Μιὰ ποὺ εἶχα ἐπιστρέψει στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση, μὲ ἔστειλαν μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες ξανὰ πίσω στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ συνεχίσω τὴν ἀποστολή μου μέχρι τὴν Πεντηκοστή. Τὶς πρῶτες τρεῖς ἑβδομάδες πῆγαν ὅλα καλά, ἤμουν ἀποφασισμένη νὰ ἐκπληρώσω τὴν ἀποστολή μου καὶ προπάντων νὰ ἐξετάσω τὸ θέμα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας ὡς καθολικὴ -ἀργότερα. Ὅμως ἡ καρδιά μου δὲν μποροῦσε νὰ γυρίσει πίσω! Μεταφορικὰ ἔνιωθα σὰν ἔγκυος, τὸ παιδὶ ἤθελε νὰ γεννηθεῖ -καὶ ἐγὼ ἔπρεπε αὐτὸ νὰ τὸ παραμερίσω ἐντελῶς. Αὐτὸ γιὰ μένα ἐμοίαζε ἀπὸ θρησκευτικῆς ἀπόψεως μὲ ἔκτρωση! Ἂν εἶχα τουλάχιστον τὴν ἄδεια νὰ μπορῶ νὰ διαβάζω ἢ νὰ ἀνταλλάσσω ἀπόψεις. Ὅμως ὅλα αὐτά μοῦ τὰ ἀρνήθηκαν, τὸ μόνο πού μοῦ ἐπιτρεπόταν ἦταν μία φορὰ τὸ μήνα νὰ παρακολουθῶ τὴ λειτουργία. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες εἶχα γίνει μέσα μου ἐντελῶς ράκος. Καθόμουν κλαμένη στὸν Ἅγιο Γολγοθὰ καὶ δὲν ἤξερα πιὰ τί ἔπρεπε νὰ κάνω. Ἕνας ὀρθόδοξος μοναχός μοῦ εἶπε κάποτε: «Just follow the voice of your heart» ( = «ἁπλὰ ἀκολούθησε τὴ φωνὴ τῆς καρδιά σου»). Βασικὰ ἡ καρδιά μου ἦταν ἤδη ὀρθόδοξη.
Τὰ Χριστούγεννα ἔπρεπε πάλι νὰ ἐπιστρέψω ἐξαιτίας τῆς βίζας στὴ Γερμανία. Βρισκόμουν πάλι μπροστὰ στὸ ἴδιο πρόβλημα. Ἡ καρδιά μου ἦταν ἤδη «στὴν ἄλλη πλευρά», ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἤθελα νὰ φανερώσω τὰ συναισθήματά μου, διότι διαφορετικὰ δὲ θὰ ὑπῆρχε ἐπιστροφὴ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὡστόσο σὲ μία συζήτηση ποὺ εἶχα μὲ τὸν πνευματικό μου, τοῦ εἶπα ὅτι ἀνυπομονῶ νὰ ἐξετάσω ἐπιτέλους τὸ θέμα τῆς μεταστροφῆς μου. Ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ ὁμολόγησε ὅτι πίστευε βασικά, πὼς αὐτὸ τὸ θέμα δὲ θὰ ἦταν πιὰ ἐπίκαιρο γιὰ μένα καὶ ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θὰ ἦταν περιττό. Μετὰ ἀνακοίνωσε ἐπίσημα σὲ ὅλη τὴν κοινότητα ὅτι σκόπευα ἀκόμη νὰ ἐξετάσω αὐτὸ τὸ θέμα. Ἐπέστρεψα λοιπὸν στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἦταν μιὰ φρικτὴ περίοδος γιὰ μένα! Μέσα μου ἔνιωθα ἕνα ράκος καὶ ἤμουν σὲ δίλημμα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μοῦ ἔλεγε ἡ καρδιὰ καὶ ἡ συνείδησή μου ὅτι ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας βρίσκεται στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ ὅτι ἐκείνη εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἐκκλησία. Δὲν ἦταν μόνο ἐκεῖνο τὸ πρῶτο βίωμα. Ἐδῶ ὅ,τι ἦταν ἱερό, τὸ διατηροῦσαν ἀκόμη ἱερό, ἡ λειτουργία ἦταν κατευθυνόμενη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ δὲν πουλιόταν στοὺς ἀνθρώπους οὔτε τοὺς τὴν παρουσίαζαν μὲ ἑλκυστικὸ τρόπο, ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια, ἔτσι ὅπως μᾶς τὴ δίδαξαν οἱ πατέρες μας. Ἡ πίστη διατηρούταν, ἔτσι ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ πατέρες καὶ ὅπως κατατέθηκε στὶς ἑπτὰ πρῶτες συνόδους. Ὄχι συνεχῶς νέες θεολογικὲς θεωρίες καὶ λειτουργικὰ πειράματα. Ἐδῶ βρισκόταν ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ μία καὶ γνήσια ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα μεγάλωνε ὅλο καὶ περισσότερο μέσα μου, μετὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς συζητήσεις μὲ τὸ διάκονο καὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους μοναχοὺς καὶ μέσα ἀπὸ τὴν παρακολούθηση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐνίωθα δεσμευμένη μὲ τὴν ὑπακοή, δηλαδὴ νὰ μὴν ἐξετάσω τώρα αὐτὸ τὸ θέμα (τὸ ὁποῖο δὲν ὑφίστατο πλέον ὡς θέμα) καὶ νὰ μὴν ἀνταλλάξω ἀπόψεις μὲ κανέναν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Πρὸς τὰ ποῦ νὰ στρέψω λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη;!
Ὁ Θεός μοῦ ἔστειλε καὶ πάλι ἕναν βοηθό. Ἦταν ἕνας φίλος, ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος καὶ διάκονος, τοῦ ὁποίου τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὀρθοδοξία ἐγὼ γνώριζα. Ὅταν τοῦ φανέρωσα τὴν ἐσωτερική μου διαμάχη ἀνάμεσα στὴ συνείδηση καὶ τὴν πνευματικὴ ὑπακοή, μοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα τὸ νὰ βρίσκεται ἡ προσωπικὴ συνείδηση πάνω ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὰ θέματα τῆς πίστης καὶ τῆς ἐκκλησίας». Αὐτὸ ἦταν σὰν μία λύτρωση γιὰ μένα! Ἡ ἀπόφασή μου εἶχε ληφθεῖ. Τὴν ἑπόμενη μέρα πῆγα καὶ βρῆκα τὸν Πατριάρχη, τοῦ διηγήθηκα τὴν ἱστορία μου καὶ τοῦ φανέρωσα τὴν ἐπιθυμία μου νὰ γίνω ὀρθόδοξη. Πῆρε τὸ σκοπό μου στὰ σοβαρὰ καὶ μὲ παρέπεμψε σὲ ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος θὰ μοῦ ἔκανε κατήχηση. Αὐτὸ συνέβη μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς νηστείας, δηλ. περίπου ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἄφιξή μου στὰ Ἱεροσόλυμα.
Σὲ ἕνα ἑπόμενο γράμμα μου ἀνακοίνωσα τὴν ἀπόφασή μου στὸν πνευματικό μου καὶ στὴν κοινότητα. Φυσικὰ δὲν τὴν ἀποδέχτηκαν. Ὁ πνευματικός μου ἀπαίτησε νὰ ἐπιστρέψω ἄμεσα στὴν τέλεια ὑπακοὴ -μιὰ ποὺ δὲ θὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα θέμα συνείδησης-, νὰ μὴν ἐπιχειρήσω περαιτέρω βήματα καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ διακόψω ἀμέσως κάθε ἐπαφὴ καὶ κατήχηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πλευρά, μέχρι νὰ ἔρθει ὁ ἴδιος στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὡστόσο αὐτὴ τὴ φορὰ εἶχα πάρει τὴν ἀπόφασή μου, ποὺ ἦταν ὁριστικὴ καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἐπανεξετάσω. Ἔγραψα ἕνα τελευταῖο γράμμα στὸν πνευματικό μου καὶ ἐγκατέλειψα τὴν κοινότητα λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξή του. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχα διάθεση νὰ ἔρθω σὲ ἕναν ἀκόμη διαξιφισμὸ μὲ τὸν πνευματικό μου οὔτε ἔβλεπα καὶ κάποια προοπτικὴ σὲ αὐτό: Ἡ κοινότητα ἤθελε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκουμένη -ἐγὼ δὲν ἔβλεπα καμία προοπτικὴ γιὰ τὴν ἕνωση τῶν λεγομένων «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Η ΝΑ ΠΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΗ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Ὅλα τὰ ἄλλα ἀποτελοῦν ἕνα τεχνητό, ἀνθρώπινο σχῆμα. Πόσο λυτρωτικὸ εἶναι νὰ συμμετέχει κανεὶς σὲ μία ὀρθόδοξη λειτουργία καὶ νὰ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀμετάβλητη καὶ ὄχι ὅπως στὴν καθολικὴ λειτουργία, νὰ πρέπει νὰ φοβᾶται μὲ ποιὸ πράγμα θὰ βρίσκεται πάλι ἀντιμέτωπος αὐτὴ τὴ φορά. Μερικὲς φορὲς σκέφτομαι ὅτι πολλοὶ ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι δὲ γνωρίζουν κἄν πόσος πνευματικὸς πλοῦτος καὶ τί θησαυρὸς τοὺς ἔχει δοθεῖ, πόσο εὐγνώμονες θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε γιὰ αὐτὸ στὸ Θεὸ καὶ πόσο ὑπεύθυνοι πρέπει νὰ νιώθουμε στὸ νὰ τὸν διαφυλάξουμε!
Ἐγκατέλειψα λοιπὸν τὴν κοινότητα. Καὶ τώρα; Οὔτε χρήματα οὔτε σπίτι. Ποῦ νὰ πάω; Ἦταν καταπληκτικὸ τὸ πόση βοήθεια ἔλαβα, τόσο ἀπὸ πνευματικῆς ὅσο καὶ ἀπὸ οἰκονομικῆς ἀπόψεως. Μιὰ ποὺ ἡ βίζα μου εἶχε λήξει γιὰ ἄλλη μία φορά, μοῦ πρότειναν νὰ πάω γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες σὲ ἕνα μεγάλο μοναστήρι στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ γνωρίσω ἀπὸ κοντὰ τὴ μοναστικὴ ζωὴ καὶ μετὰ νὰ ἐπιστρέψω πάλι. Ὅταν ἐπέστρεψα μιὰ ἑβδομάδα μετὰ τὸ Πάσχα δὲν εἶχε βρεθεῖ δυστυχῶς ἀκόμη ἕνα σπίτι γιὰ μένα στὰ Ἱεροσόλυμα. Μοῦ δόθηκε μία εὐκαιρία στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεράσιμου στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἐκεῖ ὅμως δὲν ἤθελα νὰ πάω σὲ καμία περίπτωση! Ἤθελα νὰ παραμείνω στὰ Ἱεροσόλυμα, τώρα ποὺ ἐπιτέλους ἤμουν ἐλεύθερη καὶ μποροῦσα νὰ ἀνταλλάξω ἀπόψεις μὲ ὅποιον ἤθελα! Εὐτυχῶς τελικὰ συμφώνησα, ἀλλὰ ὅμως μόνο γιὰ μία ἑβδομάδα, μέχρι νὰ μοῦ ἔβρισκαν σπίτι στὰ Ἱεροσόλυμα. Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα μοῦ ἄρεσε ἐκεῖ στὴν ἔρημο τόσο πολύ, ποὺ παρακάλεσα νὰ μείνω ἄλλη μία ἑβδομάδα. Μοῦ τὸ ἐνέκριναν. Μετὰ τὴν ἀποχώρησή μου ἀπὸ τὴν κοινότητα ὑπέφερα τὶς νύχτες ἀπὸ φρικτοὺς ἐφιάλτες. Στὰ ὄνειρά μου βρισκόμουν πάντα ἀντιμέτωπη μὲ τὴν κοινότητα. Μὲ προειδοποίησαν γιὰ τὸ τί θὰ πάθαινα, ἐὰν ἐγκατέλειπα τὴν κοινότητα καὶ “ἀλλαξοπιστοῦσα”. Αὐτὰ τὰ λόγια μὲ παρακολουθοῦσαν σὰν σκοτεινὲς προφητεῖες συνήθως τὶς νύχτες, ἔτσι ὥστε νὰ ξυπνάω μούσκεμα στὸν ἱδρώτα καὶ μὲ κλάματα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ σφαγὴ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεράσιμου ὑπῆρξε γιὰ μένα ὁ πρῶτος τόπος, στὸν ὁποῖο ἡ ψυχή μου βρῆκε ἠρεμία καὶ εἰρήνη. Μετὰ ἀπὸ ἄλλη μία ἑβδομάδα, μὲ βαριὰ καρδιὰ ἔκανα τὴ σκέψη νὰ ἐγκαταλείψω πάλι αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἔτσι παρακάλεσα νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ μείνω ἄλλη μία ἑβδομάδα. Πάνω σὲ αὐτὸ ὁ Γέροντας Χρυσόστομος, ὁ ἡγούμενος, μοῦ εἶπε ὅτι μποροῦσα νὰ μείνω ὅσο ἤθελα. Ἐγκάρδια ἐπιθυμία μου καὶ παράκλησή μου ἦταν νὰ βαπτιστῶ καὶ ὁ Γέροντας Χρυσόστομος δέχτηκε αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία μου μὲ εὐχαρίστηση. Τὴν παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰούδα τοῦ Θαδδαίου μὲ βάφτισε καὶ μοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ματθαία, κατὰ τὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (βασικὰ ἤθελε νὰ μὲ βαφτίσει στὸ ὄνομα Μαριάμ, ἀλλὰ λίγο πρὶν τὴ βάπτιση, ἄκουσε μέσα του ξεκάθαρα μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «ὄχι Μαριάμ, Ματθαία». Μετὰ τὴ βάφτιση μὲ ρώτησε ὁ Γέροντας, ἐὰν εἶχε κάποια σημασία γιὰ μένα ὁ Ἅγιος Ματθαῖος καὶ ἐγὼ τοῦ διηγήθηκα γιὰ τὸ βίωμά μου ἐκείνη τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ὅταν ἄκουσα τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιο καὶ εἶπα ὅτι θέλω νὰ γίνω μία ἀπάντηση στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τὴ νύχτα τὴν πέρασα προσευχόμενη στὴν ἐκκλησία καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας, ἔλαβα τὴ Μοναχικὴ Κουρὰ ἀπὸ τὸν Γέροντα. Αὐτὲς οἱ δύο μέρες ἦταν οἱ πιὸ εὐτυχισμένες μέρες τῆς ζωῆς μου. «Ἐπιτέλους ἔφτασες στὸ σπίτι σου».
Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἔγινε ἡ πατρίδα μου. Καὶ στὸ ἑξῆς, ναὶ μὲν διατελῶ τὸ διακόνημά μου στὸ Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ ἐπιστρέφω ἐδῶ κάθε Σαββατοκύριακο.
Ἐν τῷ μεταξὺ πέρασαν τρία χρόνια καὶ ὅπως τότε ἔτσι καὶ τώρα, εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ κάθε μέρα, ποὺ μὲ ὁδήγησε στὴν Ἐκκλησία Του καὶ μοῦ χάρισε τὴν εὐλογία τῆς Βαπτίσεως.