Οἱ «ἐξουσίες» στὸν κόσμο
Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δὲν εἶναι «ἐντεῦθεν», δηλαδὴ ἀπὸ ἐδῶ (Ἰω. ιη’ 36), εἶναι βασιλεία πνευματικὴ ὄχι ὑλική. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀνταποκρίθηκε στὶς χιλιαστικὲς μεσσιανικὲς προσδοκίες τῶν Ἰουδαίων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπογοητευθοῦν. Επροτίμησε νὰ ὁδηγηθεῖ στὸν σταυρό, γιὰ νὰ νικήσει ὄχι ἕνα κοσμικὸ ἐχθρό, ἀλλὰ τὸν προαιώνιο ἐχθρό του ἀνθρώπου, τὸν θάνατο.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε πρόβλημα νὰ ἀποδώσει «τὰ τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι» (Μάτθ. κθ’ 21. Μάρκ. ιθ’ 17. Λούκ. κ’ 25). Ὅμως ὑπογράμμιζε πὼς πρέπει νὰ ἀποδίδονται «τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»! Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔχει προτεραιότητα γιὰ τὸν χριστιανό, ἀκόμη καὶ ἐὰν αὐτὸ τὸν ὁδηγήσει σὲ ταλαιπωρίες. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ λόγου χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸ εὐαγγέλιο τῆς μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ κηρύξει «ἄλλο εὐαγγέλιο», προσαρμοσμένο στὶς ἀπόψεις τοῦ καίσαρα ἢ τῶν ἀνθρώπων «τοῦ κόσμου τούτου». Η Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκκοσμικεύσει τὸ ἔργο τῆς ὑπακούοντας σὲ ὁποιεσδήποτε ἐξουσίες.
Σὲ μία τέτοια περίπτωση οἱ ἀπόστολοι δήλωσαν ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. ἐ’ 29).
Οἱ χριστιανοὶ ἀναγνωρίζουν τὶς ἀνθρώπινες κυβερνήσεις, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν οἱ κυβερνῶντες εἶναι χριστιανοὶ ἢ ὄχι. Σέβονται τοὺς νόμους καὶ ἀποδίδουν τιμὴ στὶς κοσμικὲς ἐξουσίες (Ρώμ. ἰγ’ 17. Α’ Πέτρ. θ’ 1316. Τίτ. γ’ 1. Παροιμ. η’ 1516. Σόφ. Σόλ. στ’ 13. Ἱερεμ. λδ’ 6, ἑβραϊκὸ κείμενο: κζ’ 7. Πράξ. κβ’ 1729). Μάλιστα εὔχονται γιὰ τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀξιωματούχους τῆς Πολιτείας, ὥστε νὰ ἐπικρατεῖ εἰρήνη καὶ εὐνομία, «ἴνα ἤρεμον καὶ ἠσύχιον βίον διαγωμεν ἐν πάσι εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α’ Τίμ. β’ 12).
Ἡ δημοκρατία
Ἡ Ὀρθοδοξία συνιστᾶ κατ’ ἐξοχὴν κοινωνία «μετὰ πάντων τῶν ἁγίων», κοινωνία πίστεως, λατρείας, ζωῆς, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κατ’ εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἑνότητα, ἁρμονία, ἀγάπη.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως ἔχασε αὐτὴ τὴν ἁρμονικὴ καὶ ἀγαπητικὴ σχέση, ἀκολούθησε ἕνα τρόπο ζωῆς «παρὰ φύσει» καὶ ὁδηγήθηκε σὲ μεγάλα ὑπαρξιακὰ κενά. Στὴν προσπάθειά του νὰ ξεπεράσει ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα στὰ ὁποῖα τὸν ὁδήγησε ἡ αὐτονομία του, κατεσκεύασε εἰδικὲς δομές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ διαφόρους τύπους δημοκρατίας.
Κατὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἀντίληψη δημοκρατία ἐσήμαινε τὴ συμμετοχὴ τῶν πολιτῶν στὰ κοινά, μὲ κριτήριο τὸ «κοινῶς δοκοῦν», δηλαδὴ τὰ χρηστὰ ἤθη τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε δημοκρατία, δηλαδὴ ἡ ἀντιπροσωπευτικὴ δημοκρατία, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ δημοκρατία. Μάλιστα ὅταν ἡ δημοκρατία αὐτὴ προσδιορίζεται ἀπὸ ἕνα δογματικὸ πλουραλισμό, στὸν ὁποῖο καταργοῦνται ὅλες οἱ ἀξίες καὶ οἱ Ἱεραρχικὲς δομὲς ἢ ἀκόμη καὶ ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό, τότε ἔχουμε ἀντιστροφὴ ἢ μᾶλλον διαστροφὴ τῆς δημοκρατίας μὲ τὴν πρώτη της ἔννοια.
Ἡ δημοκρατία ὡς ἐπίτευγμα τοῦ αὐτονομημένου ἀνθρώπου μὲ σκοπὸ νὰ λύσει τὰ προβλήματα ποὺ ἐδημιούργησε ἡ αὐτονομία του ἀξιολογεῖται θετικὰ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Όμως οἱ δομὲς αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ὑπέρβαση τοῦ ἐγωισμοῦ του, ἀτομικοῦ, ὁμαδικοῦ (κομματικοῦ) ἢ καὶ ἐθνικοῦ. Αυτό ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁ αὐτονομημένος ἄνθρωπος, ἐπιτυγχάνεται στὴ νέα πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς ὁδήγησε τὰ διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ «εἰς ἕν» («εἰς ἐν Χριστῷ») καὶ τὰ κατέστησε «ἀλλήλων μέλη». Με αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία ὑπερβαίνει κάθε εἶδος ὁλοκληρωτισμοῦ καὶ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς σύγχρονης δημοκρατίας, ποὺ γιὰ τὸ χριστιανὸ λογίζονται ὡς κάτι πολὺ λίγο.
Τὸ φρόνημα τῶν πιστῶν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη ἐκένωσε τὸν ἑαυτὸ του ἐν ἐλευθερίᾳ γιὰ νὰ ἐξυψώσει τὸν ἄνθρωπο. Ο πιστὸς ποὺ μέσα στὴν Ἐκκλησία βιώνει αὐτὴ τὴν κενωτικὴ ἀγάπη ἐν ἐλευθερίᾳ, ξεπερνάει τὴν ἀντίληψη τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων» καὶ παύει νὰ θέτει στὸ κέντρο τὸν ἑαυτό του ἡ ἀγάπη αὐτὴ «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς».
Κάθε χριστιανὸς μετέχει ἐνεργὰ «στὰ κοινά», δηλαδὴ στὴ ζωὴ τοῦ ὅλου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τα χαρίσματα ποὺ ἔλαβε δὲν τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἰδιωτικὸ στὰ πλαίσια τῆς ζωῆς τοῦ Σώματος, ὁ καθένας συμβάλλει στὴν αὔξηση τοῦ Σώματος καὶ συναυξάνεται μ’ αὐτό.
Αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ στὴ ζωὴ τοῦ Σώματος, στὴν οἰκοδομὴ καὶ στὴν αὔξησή του, ποὺ εἶναι καρπὸς ἀγάπης καὶ ἐλευθερίας, δὲν συνιστᾶ μείωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἀλλὰ ἐξύψωσή του.
Ἡ κοινωνικὴ εὐθύνη τῶν χριστιανῶν
Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται σὲ ἐλευθερία ἀπέναντι στὸν κόσμο. Τελικὰ τὰ πάντα εἶναι γι’ αὐτὸν «σκουπίδια» («σκύβαλα») σὲ σχέση μὲ τὸ μοναδικὸ θησαυρό, τὸν Χριστὸ (Φιλιπ. γ’ 8). Τοῦτο ὅμως δὲν δίνει τὸ δικαίωμα στὸν χριστιανὸ νὰ διαχωρίσει τὴν εὐθύνη του γιὰ τὴν τύχη τοῦ κόσμου καὶ γιὰ τὰ προβλήματα τῶν ἀδελφῶν.
Τὸ καθῆκον αὐτὸ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὸ γεγονὸς τοῦ «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ ζήσει «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, δηλαδὴ τριαδικά, μὲ πρότυπο τὴ ζωὴ τῶν τριῶν Θείων Προσώπων. Αυτό σημαίνει νὰ ζήσει μὲ τὸν ἀδελφό του ἢ καλλίτερα «μέσα στὸν ἀδελφό του», γιατί καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι «ἐν τῷ Υἱῷ» καὶ ὁ Υἱὸς «ἐν τῷ Πατρί», ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον βρίσκεται αἰώνια «ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ἐν τῷ Υἱῷ» (πρβλ. Ἰω. Ἰζ’ 21).
Αὐτὴ τὴν πραγματικότητα καλοῦνται νὰ ζήσουν οἱ πιστοὶ στὴ θεία λειτουργία καὶ νὰ τὴν μεταβάλουν σὲ καθημερινὴ πράξη (πρβλ. Α’ Κόρ. Γ 1617).
Στὴ θεία λειτουργία ὁ πιστὸς ξαναζεῖ μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία τὴ χαμένη ἑνότητα. Ὅλα προσλαμβάνονται στὸ ἁγιασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Όλα προσφέρονται καὶ πάλι μὲ εὐχαριστία στὸν Θεὸ (πρβλ. Ζάχ. Ιδ’ 2021)· «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Αὐτὴ εἶναι μία εὐχὴ ποὺ ἐπαναλαμβάνεται στὴ θεία λειτουργία. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν περιθώρια ἐγωιστικά. Τὸ κέντρο γίνεται καὶ πάλι «Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν»· καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μας, ὁλόκληρης τῆς ζωῆς μας.
Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ μας παρουσιάζεται καθημερινὰ ὁ Χριστός. Περιμένει τοὺς καρποὺς τοῦ κόπου καὶ τοῦ μόχθου μας. Ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ παραθέσει «Χριστῷ τῷ Θεῷ» ὅλη τὴ ζωή του καὶ ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ δυνατότητές του μὲ πολὺ συγκεκριμένο τρόπο: μέσω τῶν ἀδελφών (Μάτθ. κε’ 40)· θέτοντας τις στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ σημαίνει πὼς οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἐκεῖνες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν πραγματική του φύση («κατ’ εἰκόνα Θεοῦ») δὲν ἔχουν σὰν κέντρο τὸ δικό του ἐγωιστικὸ συμφέρον, ἀλλὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μέσω τῶν ἀδελφῶν. Ὁ ἄνθρωπος ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» μετέχει τῆς πανσοφίας καὶ παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Γέν. α’ 28. Ψάλμ. η’ 110. Σόφ. Σείρ. ιζ 2,4. Σόφ. Σόλ. Γ 2). Όμως ἡ πανσοφία καὶ ἡ παντοδυναμία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ νὰ ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό. Ἂν τοῦτο γίνει, πρόκειται γιὰ δαιμονικὴ κατάσταση, γιὰ ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ παρὰ φύσει ἐπέμβασή του στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ πὼς ἂν μιλάει ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καὶ τὶς ἀγγελικὲς γλῶσσες, ἂν γνωρίζει ὅλα τὰ μυστήρια καὶ ὅλη τὴ γνώση, καὶ ἂν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μετακινεῖ βουνά, ὅμως δὲν ἔχει ἀγάπη, δὲν εἶναι ἀπολύτως τίποτα (Ἃ’ Κόρ. ἰγ’ 1,2). Και ο Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος διακρίνει τὴ «σοφία» σὲ «ἄνωθεν κατερχομένην» καὶ σὲ «ἐπίγειο, ψυχική, δαιμονιώδη». Η σοφία ἡ «ἄνωθεν κατερχόμενη», λέγει, εἶναι «πρῶτον μὲν ἁγνή, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν» (Ἰακ. γ’ 16,17).
Ἡ κοινωνικὴ εὐθύνη τῶν χριστιανῶν ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία. Θεμελιώνεται βαθιὰ στὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ». Σὲ αὐτὸ τὸ βάθος πρέπει νὰ θεμελιώσουμε τὴ συμμετοχὴ ποὺ ἔχει κάθε χριστιανὸς στὴν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς καλεῖ νὰ κλαίομε μὲ ἐκείνους ποὺ κλαίουν (Ρώμ. ἰθ’ 15). Ἀλλὰ ἡ προσπάθειά μας γιὰ ἀποτελεσματικὴ βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ ἀποτελεῖ καθῆκον ποὺ δὲν πηγάζει ἁπλῶς ἀπὸ τὸ συναίσθημα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση μας.
Ἡ κοινωνικὴ εὐθύνη τῶν πιστῶν εἶναι μεγάλη καὶ μεταφράζεται σὲ πράξη γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση συγκεκριμένων ἀναγκῶν: «Ἐὰν ἕνας ἀδελφὸς ἢ μία ἀδελφὴ δὲν ἔχουν ἐπαρκῆ ἐνδύματα καὶ στεροῦνται τῆς καθημερινῆς τροφῆς, τοὺς εἴπει δὲ κάποιος ἀπό σας, πηγαίνετε στὸ καλό, ζεσταίνεσθε καὶ χορταίνετε, καὶ δὲν τοὺς δώσει τὰ ἀναγκαία διὰ τὸ σῶμα, ποιὰ ἡ ὠφέλεια;» (Ἰακ. β’ 15,16, πρβλ. Ησ. νη’ 1 -14).