Σ’ εὐχαριστοῦμε καὶ γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ Λειτουργία, ποὺ μᾶς ἔκρινες ἄξιους νὰ δεχθῆς ἀπὸ τὰ χέρια μας.
Ἐπάνω στὴ γῆ κάθε μέρα γίνεται ἕνα ἔργο· εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο, τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ τὸ πιὸ ἱερὸ ἔργο, ποὺ μποροῦν νὰ κάμουν οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, ἡ συνέχιση τοῦ μυστικοῦ δείπνου ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητές του. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ κάμουν πολλὰ καὶ μεγάλα ἔργα, μὰ τίποτε περισσότερο καὶ πιὸ σπουδαῖο ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μοναδικὸ προνόμιο, ποὺ ἔδωκε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους, γιατί οὔτε οἱ Ἄγγελοι μποροῦν νὰ τελέσουν τὴ θεία Λειτουργία. Στὴ θεία Λειτουργία οἱ Ἄγγελοι συνεργάζονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς τὸ ἄκουμε στὸ τροπάριο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνα· «καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι», κι ὅταν ἔκανες τὴ θεία Λειτουργία, οἱ ἄγγελοι συλλειτουργοῦσαν μαζί σου. Πραγματικὰ σ’ αὐτὸ ποὺ μὲ τὰ χέρια τοῦ ἱερέα γίνεται ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, καθὼς γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακύψαι», οἱ ἄγγελοι ἐπιθυμοῦν νὰ σκύψουν καὶ νὰ δοῦν.
Λειτουργία θὰ πῇ δημόσιο ἔργο, ἔργο δηλαδὴ γιὰ τὸ λαό, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ τελεῖ τὴ θεία λειτουργία μόνο γιὰ τοὺς πιστούς, «Ὑπὲρ τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑπομένως ἡ θεία Λειτουργία, σὰν δημόσιο ἔργο, γίνεται γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ λαό. Γιατί δὲν λειτουργοῦν μόνοι τους οὔτε μυστικὰ οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κάθε φορὰ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἱερεῖς του τελοῦν τὴ θεία Λειτουργία. Ὅταν λέμε λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐννοοοῦμε χωριστά τοὺς λαϊκοὺς ἀπὸ τοὺς κληρικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς κληρικοὺς· ὅλοι μαζὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ποῦμε τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὸ καταλαβαίνομε ὅμως καὶ τὸ ζοῦμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ὅταν τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία. Ὅταν εἴμαστε μέσα στὸ ναὸ καὶ γίνεται ἡ θεία Λειτουργία, ἐμεῖς δὲν παρακολουθοῦμε ἁπλῶς σὰν θεατὲς ὅ,τι γίνεται, ἀλλὰ εἴμαστε ἐμεῖς ὅλοι ποὺ λειτουργοῦμε. Ἐμεῖς εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, κι ἐμεῖς τελοῦμε τὴ θεία λειτουργία, μὲ τοὺς λειτουργούς της Ἐκκλησίας, ποὺ μὲ τὴ χειροτονία ἔχουν τὴ χάρη τῆς ἱερωσύνης. Γι’ αὐτὸ ὅλες οἱ εὐχὲς κι ὅλοι οἱ ὕμνοι τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι γραμμένοι ἔτσι, ποὺ νὰ φαίνεται πὼς δὲν λειτουργεῖ μόνος ὁ ἱερέας, ἀλλὰ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ εἶναι μέσα στὸ ναό. «Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» λέει ὁ διάκονος καὶ «Πρόσχωμεν», καὶ τὸ λέει γιὰ ὅλο τὸ λαό, γιατί ὅλοι εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία κι ὅλοι μαζὶ τελοῦμε θεία Λειτουργία.
Κάθε φορὰ ποὺ μαζευόμαστε στὸ ναὸ λέμε πὼς ἔχομε σύναξη, καὶ σύναξη θὰ πῇ, ὄχι ὅτι πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι συναζόμαστε γιὰ νὰ γίνωμε ἡ Ἐκκλησία· ἡ σύναξή μας αὐτὴ δείχνει πὼς εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία. Μὰ ἀκόμα πολὺ περισσότερο εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο ὅταν συναζώμαστε, ἀλλὰ ὅταν μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία. Στὴ θεία Λειτουργία φαίνεται τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ λειτουργικὴ σύναξη εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ θεία λειτουργία εἶναι τὸ κέντρο ὅλων τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ποὺ γίνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μέσα στὸ ναό. Πάντα μὲ τὴν παρουσία μεταξὺ μας τοῦ ἱερέα, γιατί χωρὶς ἱερέα καὶ χωρὶς θεία Λειτουργία δὲν εἴμαστε Ἐκκλησία, ἀλλὰ μιὰ ἁπλὴ συγκέντρωση, σὰν ἐκεῖνες ποὺ κάνουν τὰ σωματεῖα καὶ οἱ σύλλογοι. Ἐκκλησία θὰ πῆ ὁ λαός, ὁ ἱερέας καὶ ἡ ἁγία Τράπεζα, δηλαδὴ ἡ θεία Λειτουργία. Ἡ θεία Λειτουργία δὲν εἶναι βέβαια κάτι ποὺ τὸ σκέφτηκαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι τὸ μεγάλο καὶ θειότατο Μυστήριο, ποὺ τὸ ἵδρυσε καὶ τὸ σύστησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γιὰ νὰ τὸ ποῦμε καλύτερα, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἵδρυσε τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴ θεία Λειτουργία, συνεχίζοντας τὸ μεγάλο καὶ θειότατο Μυστήριο. Γι’ αὐτὸ ἡ θεία Λειτουργία λέγεται καὶ θεία Εὐχαριστία κι εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἡ ἱερὴ δηλαδὴ καὶ ἁγία τελετὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία συνεχίζεται ἀναίμακτα ἡ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χρίστου.
Ἡ θεία Λειτουργία ἤ ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ ἴδια θυσία ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, προσφέροντας ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ βράδυ στὸ μυστικὸ δεῖπνο, ἔκοψε τὸ ψωμί, ἔδωκε στοὺς μαθητές του καὶ τοὺς εἶπε· «Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου…» Εὐλόγησε ὕστερα τὸ ποτήριο, ἔδωκε στοὺς μαθητές του καὶ τοὺς εἶπε· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τὸ αἵμα μου…». Καὶ τὶς δυὸ φορὲς εἶπε καθαρὰ καὶ ἐννοοῦσε κυριολεκτικὰ αὐτὸ ποὺ ἔλεγε· «αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου» καὶ «αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα μου». Ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐβεβαίωσε μόνο γι’ αὐτό, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔδωκε ἐντολὴ καὶ τοὺς εἶπε· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησι», αὐτὸ νὰ κάνετε, γιὰ νὰ μὲ ἐνθυμῆσθε. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία τώρα, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία καὶ συνεχίζει τὴν ἴδια θυσία καὶ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Μέσα στὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὲς του εἶναι καὶ ἡ συνέχιση τῆς θυσίας καὶ ἡ κοινωνία ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του. Ἡ Λειτουργία δηλαδὴ καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι μόνο θυσία καὶ ἀνάμνηση τοῦ μυστικοῦ δείπνου, ἀλλὰ καὶ ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν. Ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴ θεία Λειτουργία καὶ συνεχίζει τὴ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του. Ὅταν λέμε θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἐννοοῦμε τὸ σταυρικό του θάνατο, ἀλλὰ καὶ τὴν ὓστερ’ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀνάστασή του. Κι ὅταν τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, καθὼς τὸ λέει σὲ μιὰ εὐχὴ ὁ λειτουργὸς Ἱερέας, «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλομεν, τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ ὁμολογοῦμεν». Ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ μυστικὸ δεῖπνο σύστησε τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του. Γιὰ τὸ ἅγιο σῶμα του, ποὺ θὰ πέθαινε στὸ σταυρὸ καὶ γιὰ τὸ τίμιο αἷμα του, ποὺ θὰ ἔρρεε ἀπὸ τὴν πλευρά του. Γιὰ τὸ σῶμα του, ποὺ ἔλαβε κατὰ τὴν ἐνανθρώπησή του καὶ ποὺ σὲ τρεῖς μέρες θὰ ἀνασταινότανε ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο, αὐτὸ ποὺ στὸ θεῖο μυστήριο μεταδίδεται τώρα «εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
…….Ὅλα ὅσα γίνονται στὴ θεία Λειτουργία δὲν τὰ χωράει τὸ μυαλό μας, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχωμε πίστη γιὰ νὰ τὰ ζοῦμε μέσα μας. Εἶναι πάντα πολὺ περισσότερο ἕνα πρᾶγμα νὰ τὸ ζοῦμε μέσα μας παρὰ μόνο νὰ τὸ καταλαβαίνωμε στεγνὰ μὲ τὸ μυαλό μας. Καὶ ἡ θεία Λειτουργία δὲν εἶναι μιὰ νεκρή, ἀλλὰ ζωντανὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τόσο καλύτερα τὴν καταλαβαίνομε, ὅσο πιὸ ζωντανὰ μετέχομε σ’ αὐτήν. Ὄχι ὅταν παρακολουθοῦμε σὰν θεατὲς ὅσα γίνονται μέσα στὸ ναό, ἀλλὰ ὅταν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ ζωντανὰ τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία. Θὰ τὸ ἐπαναλάβωμε καὶ θὰ τὸ ξαναποῦμε, αὐτὸ ποὺ εἶναι βασικὴ ἀλήθεια καὶ θεία πραγματικότητα· δὲν εἶναι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία κάτι ξένο κι ἔξω ἀπό μᾶς, ποὺ λειτουργεῖ κι ἐμεῖς πηγαίνομε στὴ θεία Λειτουργία, μὰ ἐμεῖς συναγμένοι εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία, ποὺ κάθε φορὰ τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία.
Τὰ θέματα βέβαια τῆς θείας Λειτουργίας ἔχουν ὅλα ἕνα πολὺ βαθὺ νόημα, ποὺ δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ τὸ συλλάβωμε καὶ νὰ τὸ ἐκφράσουμε· δὲν μποροῦμε πάντα νὰ ἐκφράσουμε ὅσα θὰ σκεφθοῦμε, γιατί ὅσα μπορεῖ νὰ σκεφθῆ ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐκφράση τὸ στόμα. Μὰ κι ὅσα μπορεῖ νὰ πῆ τὸ στόμα δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ τὰ γράψουμε, μ’ ἕναν τέτοιο τρόπο ὄχι μόνο ἁπλό, μὰ καὶ ὄμορφο, ἔτσι ποὺ νὰ μᾶς διαβάζουν ὅλοι μὲ εὐχαρίστηση καὶ νὰ μᾶς καταλαβαίνουν. Καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα νὰ οἰκοδομοῦνται, γιατί σκοπός μας πάντα εἶναι ὄχι ἁπλῶς νὰ μαθαίνουν, ἀλλὰ νὰ οἰκοδομοῦνται οἱ χριστιανοί, ποὺ θὰ πῆ νὰ χτίζεται μέσα τους καὶ νὰ μεγαλώνη ἡ πίστη κι ἡ ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη μεταξύ τους. Ἀμήν.