Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ τὴν ὁμιλία τοῦ Γέροντα Γαβριήλ, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Δαυὶδ στὴν Εὔβοια, στὴν ἑσπερίδα ποὺ πραγματοποιήθηκε στὶς 25 Ἰουνίου 2013 στὸ Παύλειο Πολιτιστικὸ Κέντρο στὴ Βέροια.
Βρίσκομαι ἐδῶ κάνοντας ὑπακοή, μετὰ τὴν εὐλογία καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ ἁγίου Ποιμενάρχου μας, σὲ σᾶς ἅγιε Βεροίας, κι αὐτὸ γιατί; Διότι τόσον ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται ἡ σημερινὴ ἑσπερίδα, ὅσο καὶ ὁ διάδοχός του ἅγιος Γέροντας Κύριλλος, οὐδέποτε ὁμιλοῦσαν ἐνώπιον Ἐπισκόπων. Εἶχαν τέτοια ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τέτοιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἐσέβοντο τόσο πολὺ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, ποὺ οὐδέποτε ἐνώπιόν τους ὁμιλοῦσαν ἢ εὐλογοῦσαν. Ἔτσι, κάνοντας ὑπακοὴ σὲ σᾶς, βρίσκομαι ἐδῶ ἀλλὰ ντρέπομαι. Ντρέπομαι, γιατί δὲν μπόρεσα νὰ προετοιμαστῶ, λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν πίστευα ποτὲ, ὅτι θὰ βρεθῶ σὲ αὐτὸ ἐδῶ τὸ βῆμα. Παρ’ ὅλα αὐτά, μὲ τὶς εὐχές σας, νὰ μὲ ἀξιώσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἀρθρώσω κάτι, θὰ παρακαλοῦσα νὰ εἶσθε ἐπιεικεῖς. Πολλὰ ποὺ σκεφτόμουνα νὰ πῶ, ἤδη τὰ ἔχουν πεὶ μὲ ἄριστο τρόπο, τόσο ὁ ἅγιος Χαλκίδος ὅσο καὶ ὁ κ. Καθηγητὴς (κ. Κεσελόπουλος), οἱ ὁποῖοι ἐγνώρισαν πολὺ περισσότερο τὸν Γέροντα Ἰάκωβο ἀπ’ ὅτι ἐγώ, ὅμως μοῦ ἔδωσαν ἕνα ἔναυσμα γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀρχίσω. Ξεκίνησαν κι ἐκεῖνοι μὲ τὸ πῶς οἱ ἴδιοι γνώρισαν τὸν ἅγιο Γέροντα Ἰάκωβο.
Τὸ 1988, βρισκόμουν στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ Διονυσίου γιὰ πνευματικοὺς λόγους. Ὅταν ἔφευγα, μὲ παρακάλεσαν τόσο ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς, ὁ μακαριστὸς Γέροντας Χαράλαμπος, ὅσο καὶ οἱ πατέρες, νὰ πάρω στὸ αὐτοκίνητό μου καὶ νὰ ἐξυπηρετήσω, καθὼς θὰ πήγαινα γιὰ τὴν Ἀθήνα ἕναν Μοναχὸ τῆς Μονῆς, τὸν π. Ἰλαρίωνα, γιὰ νὰ πάρει ἀπάντηση σ’ ἕνα πνευματικὸ θέμα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο τῆς Εὐβοίας. Πρώτη φορᾶ ἄκουγα ἐγὼ τότε γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο Γέροντα. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση• ἕνα ὁλόκληρο Ἅγιον Ὅρος, μὲ τόσους σοφοὺς καὶ ἅγιους πατέρες, ἀνέθεταν τὴν πνευματικὴ λύση τοῦ θέματος τοῦ Μοναχοῦ αὐτοῦ, σ’ ἕνα Γέροντα ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
Πραγματικὰ, τὸν πῆρα μὲ τὸ αὐτοκίνητό μου καὶ σκέφτηκα, ἐκεῖ ποὺ θὰ τὸν ἄφηνα νὰ πάει μὲ τὸ καραβάκι γιὰ νὰ φτάσει στὸ Μοναστήρι, λέω, ἕναν Μοναχὸ ποὺ θυσίασε τὴ ζωὴ τοῦ ὁλόκληρη στὸν Χριστὸ νὰ τὸν ἀφήσω νὰ παιδεύεται νὰ πάει μὲ συγκοινωνίες; Θὰ κάνω τὸν κόπο νὰ τὸν πάω ἐγώ. Καὶ στὸν δρόμο σκέφτηκα καὶ συμφεροντολογικά, γιατί ἐκείνη τὴν ἐποχὴ, παρ’ ὅτι δὲν ντρέπομαι νὰ τὸ πῶ οὔτε τὸ λέω μὲ καύχημα, εἶχα μιὰ λαμπρὴ καριέρα στὴν Ἀθήνα ὡς νομικὸς σύμβουλος σὲ μεγάλη Τράπεζα, σὲ ἰδιωτικὲς ὑποθέσεις, κάτι ποὺ ἐνδεχομένως νὰ ζήλευαν κάποιοι –μὲ ἐν Χριστῷ καύχηση τὸ λέω συγχωρέστε με– ἄρχισα νὰ σκέφτομαι τὸν μοναχισμὸ ὡς μέσο σωτηρίας, ὅπως καὶ τὸν γάμο. Σκεπτόμουν καὶ τὰ δυὸ κι ἔλεγα, ὅπως ὁ Θεὸς μὲ φωτίσει ἀλλὰ ἤμουν στὸ σταυροδρόμι. Καὶ λέω• μιᾶς ποὺ αὐτὸς ὁ Γέροντας εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, δὲν τὸν ρωτῶ και ‘γῶ γιὰ μένα, τί θὰ εἶναι ὠφέλιμο γιὰ τὴν ψυχή μου;
Πράγματι, ὅταν φτάσαμε στὸ Μοναστήρι, ὁ Γέροντας βρισκόταν στὸν Ἅγιο Χαραλάμπη. Κι ἐπειδὴ σουρούπωνε, τοῦ εἶπα• «γέροντα νὰ πάρω κι ἐγὼ τὴν εὐχή σας; Θὰ ἀφήσω τὸν Μοναχὸ ἐδῶ καὶ θὰ συνεχίσω γιὰ τὴν Ἀθήνα». Χωρὶς νὰ τοῦ πῶ ὁτιδήποτε, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει: «Αὐτὸ τὸ παιδὶ τί θὰ τὸ κάνουμε; Μοναχὸ θὰ τὸ κάνουμε; Νά –λέει– κι αὐτὸς ὁ πάτερ τῆς Νομικῆς ἤτανε –οὔτε πρόλαβα νὰ τοῦ πῶ ἐγὼ τίποτε– στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας μας στὸ Ἅγιον Ὅρος ὑπάρχουν πολλὰ Μοναστήρια ἀλλὰ καὶ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ εἶναι ἀνοιχτὸ γιὰ τὸν Γιῶργο». Γιῶργος ἦταν τὸ κοσμικό μου ὄνομα.
Πῆρα τὴν ἀπάντηση! Ἄφησα τὸν Μοναχό, πῆγα ἐγὼ στὴν Ἀθήνα καὶ οὔτε κατάλαβα, πῶς ἔφτασα μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα στὴν Ἀθήνα, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς στροφὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου, ποὺ γιὰ μένα ἦταν πρώτη φορᾶ αὐτὴ ἡ διαδρομὴ μέσα στὴ νύχτα, ἔχοντας ξεκινήσει τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Οὔτε κατάλαβα. Σὰν πουλάκι πραγματικὰ ἔφτασα στὴν Ἀθήνα.
Στὴ συνέχεια, ἄρχισα νὰ τὸν ἐπισκέπτομαι γιὰ νὰ δῶ, τί ἄνθρωπος εἶναι. Γιατί, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, «παιδί μου ἐγὼ δὲν εἶμαι κάνας ἀγύρτης, ποὺ νὰ πλανῶ τοὺς ἀνθρώπους». Πράγματι, λοιπόν, ἔβλεπα ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἀνώτατοι δικαστικοί, ἐπίσημα πρόσωπα, Ἀρχιερεῖς καὶ Πατριάρχης (ὁ Ἀλεξανδρείας Νικόλαος), ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος λίγο πρὸ τῆς κοιμήσεώς του, ἔτρεξαν κι οἱ δυὸ νὰ ἐξομολογηθοῦν στὸ πετραχήλι του. Ἐπίσημα πρόσωπα καὶ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ τρέχανε κοντά του καὶ φεύγανε ὅλοι ἀναπαυμένοι, σὰν νὰ φεύγανε μέσα ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατί πράγματι ἦταν αὐτὸ, ποὺ καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔγραψε σὲ κάποια ἐπιστολή του. Αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὸν Ἅγιο Μελέτιο Ἀντιοχείας• «οὐ μόνον φθεγγόμενος ἦν διδάσκων ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς ὁρώμενος ἱκανὸς ἦν ἅπασαν περὶ τῶν ἀρετῶν διδασκαλίαν εἰς τὴν ψυχὴν εἰσαγαγεῖν». Καὶ μόνον ποὺ τὸν ἔβλεπε κανείς, ἔβαζε μέσα στὴν καρδιά του ὅλη τὴ διδασκαλία γιὰ τὶς ἀρετές. Ἔτσι κατάλαβα, ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ, ὅταν κάποια στιγμὴ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ πάω, μοῦ εἶπε, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος μὲ ἐκάλεσε κατὰ κάποιο τρόπο• «παιδί μου, ὁ μοναχισμὸς δὲν εἶναι μιὰ μέρα. Εἶναι ὁλόκληρη ζωὴ, κι ἔτσι νὰ ἐπιστρέψεις στὴν ὑπηρεσία σου». Πράγματι, λοιπόν, ἔκανα ὑπακοὴ καὶ ἐπέστρεψα στὴν ὑπηρεσία μου, γιὰ ἕνα ἑξάμηνο περίπου, ἀλλὰ τὸ μυαλό μου δὲν ξεκόλλαγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἅγιο ἄνθρωπο.
Ἦρθα καὶ πῆρα τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν μου. Μοῦ εἶχε πεὶ «νὰ κάνεις τὴν καρδιά σου βράχο, ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶς νὰ πάρεις τὴν εὐχή τους». Πράγματι, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἅγιος προκάτοχός σας, ὁ μακαριστὸς Παῦλος (Βεροίας) μοῦ ἔκανε προτάσεις δελεαστικές γιὰ νὰ μείνω στὸν τόπο μου, στὸν τόπο τῆς καταγωγῆς μου, γιατί ἐγὼ ἤδη ζοῦσα στὴν Ἀθήνα, παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ καρδιά μου μὲ τράβηξε σὲ αὐτὸν τὸν ἁγιασμένο τόπο, σὲ αὐτὸν τὸν ἅγιο Γέροντα καὶ στοὺς ἁγίους πατέρες ποὺ ἐγκαταβίωναν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἔτσι, ζῶντας κοντά του, μᾶς ἐδιηγεῖτο καθημερινῶς τὴ ζωή του. Πῶς ξεριζωμένος ἀπὸ τὴν ἁγιοτόκο Μ. Ἀσία ἔφτασε στὴν Ἑλλάδα, φέρνοντας, κουβαλῶντας στὴν ψυχή του ὅλη αὐτὴ τὴν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἡ Ἰωνία εἶναι γῆ Ἑλληνική, ὅπως λέει καὶ τὸ τραγούδι, καὶ ἐπίσης καὶ μιὰ βαρειὰ παράδοση οἰκογενειακή, ἀφοῦ ἑπτὰ γενεὲς Ἱερομονάχων ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό του δένδρο, ἦταν συγγενεῖς του. Ἐπίσης ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε ἅγιος στὸν Πανάγιο Τάφο, ὑπηρετῶντας ὡς ἔγκλειστος στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως.
Μᾶς ἔλεγε, λοιπόν, ὅτι ἦλθαν ξεριζωμένοι ἀπ’ τὰ αἱματοβαμμένα καὶ ἅγια χώματα τῆς Μ. Ἀσίας, φτάσανε λέει στὸν Πειραιᾶ καὶ ὅπως γράφουν καὶ τὰ βιβλία σχετικῶς, ἀκούσανε ἐκεῖ ὄντας στὸ καράβι, κάποιους λιμενεργάτες τοῦ Πειραιῶς νὰ βλασφημοῦν τὰ Θεῖα. Ἡ ἀπάντηση τῆς γιαγιᾶς του καὶ τῆς μητέρας του καὶ ὅλων σχεδὸν ἦταν• «καλύτερα νὰ γυρίσουμε πίσω νὰ μᾶς σφάξουν οἱ Τοῦρκοι, παρὰ νὰ ἀκοῦμε νὰ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας μας καὶ τῶν Ἁγίων μας. Τέτοια ἁμαρτία δὲν γνωρίζαμε ἐμεῖς στὸν τόπο μας». Ἡ πρώτη τους ἐγκατάσταση ἦταν στὴν Ἄμφισσα, στὸ χωριὸ Ἅγιος Γεώργιος. Σὲ μιὰ ἀποθήκη, σὲ μιὰ παράγκα βάλανε πάρα πολλὲς οἰκογένειες, κι ἀπὸ κεὶ φαίνεται ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπό του, γιατί ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅλοι ἐμεῖς ποὺ φορᾶμε τὸ τιμημένο ράσο, ὅλοι ποὺ ἔχουμε μιὰ διακονία στὴν Ἐκκλησία μας, ὅλοι πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ βέβαια ἐν συνεχείᾳ ἕπεται ἡ κλίση ἡ προσωπική. Ἐκεῖ, λοιπόν, στὴν παράγκα αὐτή, τριῶν περίπου χρόνων, ἔφτιαξε ἕνα αὐτοσχέδιο θυμιατήρι, ἕνα κεραμιδάκι, κι ἔβαζε καρβουνάκι καὶ θυμίαμα καὶ θυμιάτιζε ὅλες τὶς οἰκογένειες, ποὺ χωρίζονταν μεταξύ τους μὲ κουρελοῦδες, σεντόνια κ.α. Ἐπίσης, δὲν ἤθελε νὰ παίζει μὲ τὰ ἄλλα παιδάκια τοῦ χωριοῦ, ποὺ λέγανε ἄσχημες κουβέντες. Ἤθελε νὰ κάθεται τριῶν-τεσσάρων χρονῶν στὰ πόδια τῆς γιαγιᾶς του, νὰ τοῦ ἀφηγεῖται ἱστορίες καὶ βίους Ἁγίων καὶ ἱστορίες ἀπὸ τὸν τόπο τους. Ὅπως ἐπίσης ἤθελε νὰ πηγαίνει μαζί της νὰ ἀνάβουν τὰ καντηλάκια στὰ εἰκονοστάσια καὶ στὰ ἐξωκκλήσια τῆς περιοχῆς.
Τεσσάρων χρονῶν ἦταν, ὅταν ὁ Θεός τοὺς φανέρωσε τὸν πατέρα του, ποὺ εἶχε μείνει αἰχμάλωτος στὰ βάθη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου τὸν χρησιμοποιοῦσαν οἱ Τοῦρκοι γιὰ ἀγγαρεῖες φοβερές, ἐπειδὴ ἦταν καλὸς τεχνίτης. Ἦλθε στὸν τόπο ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ καὶ αὐτοί. Κατὰ Θεία Πρόνοια ἦρθε. Δὲν ἤξερε ὁ ἄνθρωπος, ποῦ βρίσκεται ἡ οἰκογένειά του. Οὔτε αὐτοὶ φυσικὰ ξέρανε, ποῦ βρίσκεται ὁ καθένας. Ἡ γιαγιά του, λέει, περνοῦσε ἀπὸ ἕνα νεόκτιστο οἴκημα. Ἐκεῖ δούλευε ὡς κτίστης ὁ πατέρας του, ἄκουσε μιὰ γνώριμη φωνὴ καὶ λέει• «αὐτὴ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Σταύρου τοῦ γαμπροῦ μου». Ἔτρεξε, τὸν εἶδε, ἀγκαλιάστηκαν κι ἔτσι ἡ οἰκογένεια ἑνώθηκε καὶ ἑνωμένη ἦλθε στὰ χώματα τῆς βορείου Εὐβοίας, στὴ Φαράκλα, ὅπου ἐκεῖ ἔδωσαν κτήματα γιὰ τοὺς ἀκτήμονες. Ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ καὶ ὁ πατέρας του ἐργαζόταν καὶ στὰ κτήματα καὶ στὰ κτίσματα. Ὁ μικρὸς Ἰάκωβος συνέχισε τὴν ἴδια ζωὴ μὲ τὰ ἐξωκκλήσια καὶ τὰ εἰκονοστάσια. Ἡ πρώτη γερόντισσά του ἦταν ἡ ἴδια ἡ μητέρα του. Ἡ εὐλαβέστατη Θεοδώρα ἦταν ἀσκήτρια, ἔλεγε ὁ γέροντας Ἰάκωβος. Αὐτή τοῦ ἔμαθε νὰ νηστεύει, νὰ ἐγκρατεύεται, νὰ κάνει μετάνοιες, νὰ κάνει δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ, νὰ εἶναι ἐργατικός, νὰ μὴν τεμπελιάζει καὶ τοῦ ἔμαθε νὰ προσέχει πολὺ τὴν ἁγνότητα. Κάποτε, λέγει, ποὺ ἔκανε πολὺ κρύο κι ἔβαλε τὰ χεράκια του ἀνάμεσα στὰ δυὸ του πόδια γιὰ νὰ τὰ ζεστάνει, ἡ μητέρα γιὰ νὰ τὸν προφυλάξει ἀπ’ ὁτιδήποτε, τοῦ εἶπε• «παιδί μου, βγάλε τὰ χεράκια σου ἀπὸ κεῖ. Ὅσοι βάζουν τὰ χεράκια τους ἐκεῖ χτικιάζουν καὶ οἱ γονεῖς τους ἀρρωσταίνουν». «Μητέρα –εἶπε– κρυώνω, γι’ αὐτὸ τὰ βάζω ἐκεῖ». Κι ἐκείνη μοῦ ἔπλεξε μάλλινα γαντάκια καὶ μοῦ εἶπε• «ὅταν θὰ κρυώνεις, θὰ βάζεις τὰ χεράκια σου μέσα στὰ γαντάκια αὐτὰ καὶ θὰ ἀποφεύγεις ὁποιαδήποτε ἄλλη κίνηση».
Μικρὸ παιδάκι ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πήγαινε σ’ ἕνα ἐξωκκλήσι ἐκεῖ, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στὸ χωριό τους καὶ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα μετάνοιες, ὅπως εἶχε διδαχτεῖ ἀπὸ τὴ μάνα του. Κάποια μέρα ὅταν βγῆκε, εἶδε τὴν Ἁγία. Εἶδε μιὰ γυναῖκα μαυροφορεμένη νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο καὶ τὸν φώναξε• «ἔλα Ἰάκωβε παιδί μου, ἔλα νὰ σοῦ πῶ, ὅ,τι θέλεις νὰ μοῦ τὸ ζητήσεις, εἶμαι ἡ Ἁγία Παρασκευή, εἶμαι ἡ σπιτονοικοκυρὰ ἐδῶ τοῦ σπιτιοῦ μου, ποὺ ἔρχεσαι καὶ τὸ καθαρίζεις καὶ τὸ συντηρεῖς. Ἔλα νὰ μοῦ ζητήσεις ὅ,τι θέλεις». Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε• «θὰ ρωτήσω τὴ μητέρα μου, γιατί ἐγὼ εἶμαι μικρὸ παιδὶ καὶ δὲν ξέρω. Ὅ,τι μοῦ πεὶ θὰ σᾶς ἀπαντήσω». Πῆγε στὴ μητέρα του κι ἐκείνη τὸν συμβούλεψε• «τὴν ἄλλη μέρα νὰ πεῖς παιδί μου στὴν Ἁγία, νὰ σοῦ πεῖ τὴν τύχη σου». Ἔτσι κι ἔγινε. Ὅταν ἔγινε τὸ σχετικὸ ἐρώτημα, ἐκείνη ἀπήντησε. «Ἡ τύχη σου παιδί μου θὰ εἶναι μεγάλη. Θὰ σὲ προσκυνήσουν καὶ Πατριάρχες καὶ Ἀρχιερεῖς καὶ ἐπίσημα πρόσωπα, θὰ περάσουν ἀπὸ τὰ χέρια σου πολλὰ ἑκατομμύρια ἀλλὰ ἐσὺ δὲν θὰ τὰ ἀγγίξεις. Ὅλα θὰ πᾶνε πρὸς ἐνίσχυση τῶν ἀναγκεμένων». Κι ὅπως τὰ εἶπε ἡ Ἁγία Παρασκευή, ἔτσι πράγματι κι ἔγιναν. Πράγματα, τὰ ὁποῖα ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ Ὅσιος Δαυὶδ, ὅταν πῆγε στὸ Μοναστήρι μετὰ περίπου 25 χρόνια, γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Δαυὶδ πρὶν πάει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, γιατί ὁ σκοπὸς τοῦ Γέροντος ἦταν νὰ ἐγκαταβιώσει στὰ Ἱεροσόλυμα κι ὄχι στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυίδ, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν συγγενῆ του, ποὺ ἁγίασε στὸν Πανάγιο Τάφο.
Ὅταν ἔφτασε, λοιπόν, στὸ Μοναστήρι, τότε ἀντὶ γιὰ ἕνα ἐρειπωμένο Μοναστήρι ποὺ ἦταν, εἶδε ἕνα πανέμορφο συγκρότημα καὶ στὸ συγκρότημα αὐτὸ ὑπῆρχαν παλατάκια, σπιτάκια ὄμορφα καὶ μπροστὰ εἶδε τὸν Ἅγιο Δαυίδ. Ζήλεψε αὐτὰ τὰ παλατάκια καὶ εἶπε• «δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω κι ἐγὼ ἕνα ἀπὸ αὐτά;». Καὶ ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε• «ἐὰν φυλάξεις παρθενία, ἀκτημοσύνη καὶ ὑπακοὴ καὶ παραμείνεις στὸ Μοναστήρι μου μέχρι τέλους, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ θὰ εἶναι δικό σου». Καὶ τὸν πῆρε καὶ τοῦ ἔδειξε, σὲ ποιό παλατάκι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε θὰ μείνει. Τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Γέροντας ὅτι θὰ μείνει, κι ἔτσι ἐξαφανίσθηκε αὐτὸ τὸ ὑπέροχο συγκρότημα καὶ βρέθηκε πάλι μπροστὰ στὸ ἐρειπωμένο Μοναστήρι. Καὶ βέβαια, ἀφοῦ δεσμεύτηκε, ὅτι θὰ μείνει ὁ Γέροντας, ἔτσι παρέμεινε ἐπὶ σαράντα χρόνια στὴ Μονὴ προσφέροντας τὴ διακονία του, τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.
Πράγματι, τόσο ὁ ἅγιος Χαλκίδος ὅσο καὶ ὁ κ. Καθηγητὴς περιέγραψαν τὴ ζωή του καὶ ὡς Μοναχοῦ, ποὺ τὸ χαρακτηριστικό του ἦταν ἡ ἀγόγγυστη ὑπακοὴ ποὺ ἔκανε στὸν Γέροντά του π. Νικόδημο. Ἐπίσης καὶ ὡς λειτουργὸς, ποὺ ἐκτὸς τῶν ἀναγκῶν τῆς Μονῆς ἐξυπηρετοῦσε καὶ τὰ γύρω χωριὰ ποὺ ἐστεροῦντο μονίμου ἐφημερίου, κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο, καὶ μάλιστα χαρακτηριστικὰ ἔλεγε• «καὶ γιὰ μιὰ ψυχὴ πήγαινα μὲ λαχτάρα στὸ χωριουδάκι αὐτὸ νὰ λειτουργήσω, νὰ ἐξομολογήσω αὐτὸ τὸ πρόσωπο, νὰ τὸ κοινωνήσω».
Γιὰ ὅλον αὐτὸ τὸν ἀγῶνα του, γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴ βία ποὺ ἀσκοῦσε στὸν ἑαυτό του ἀπὸ μικρὸ παιδί, τὴν ὁποία βία τὴν ἐδίδαξε ἡ μητέρα του, εἶναι κάτι ποὺ δείχνει πόσο μεγάλη σημασία ἔχει ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Πραγματικὰ, στὸν π. Ἰάκωβο ἴσχυε τὸ ρητὸ «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Ἴσχυσε κυριολεκτικὰ γι’ αὐτόν, διότι ἀπὸ νεότητος ὡς τὸ βαθὺ γῆρας, ἦταν ἕνας βιαστής. Βιαστὴς στὰ μικρά του χρόνια, στὰ παιδικά του.
Τέλειωσε τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ἦταν ἄριστος μαθητὴς καὶ ὁ ἐπιμελητὴς συνιστοῦσε στὸν πατέρα του νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του ἀλλὰ ὁ πατέρας φοβόταν, μήπως τὸ παιδί του παρασυρθεῖ, «μήπως γίνει κανένα ἀλάνι τοῦ Πειραιῶς», ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ πατέρας του καὶ δὲν τὸν ἔστειλε καὶ τὸν ἔπαιρνε μαζί του στὴν χτιστική, νὰ κουβαλάει πέτρες κ.α. Καὶ μάλιστα ἦταν ἡμέρες νηστείας, τόσο πολὺ σεβόταν τὴ νηστεία, ποὺ γιὰ νὰ μὴν ἀρτυθεῖ, δὲν ἔπαιρνε νὰ φάει ἀπὸ τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ προσφέρανε ἐκεῖ οἱ νοικοκυραῖοι ἀλλὰ προτιμοῦσε νὰ μείνει νηστικὸς ὅλη μέρα, νὰ γυρίσει τὸ βράδυ στὸ χωριό του στὴ Φαράκλα, κάνοντας καὶ μιὰ ὥρα καὶ περισσότερο ἀπόσταση, νὰ φάει στὸ σπίτι του φαγητὸ νηστήσιμο καὶ τὴν ἄλλη μέρα πάλι νὰ διανύσει τὴν ἴδια ἀπόσταση, γιὰ νὰ πάει στὴν ἐργασία κοντὰ στὸν πατέρα του.
«Ἀλλά, –λέγει– πήγαινα πετῶντας, τέτοια ἦταν ἡ χαρὰ ποὺ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μου ἔδινε, ποὺ οὔτε καταλάβαινα, πῶς πήγαινα. Στὸν δρόμο ἄναβα καὶ τὰ καντηλάκια ἀπὸ τὰ ἐξωκκλησάκια καὶ ἡ χαρά μου ἦταν μεγάλη, ἀνείπωτη».
Ὅλα αὐτὰ τὰ περιστατικὰ τὰ θυμόντουσαν οἱ ἄνθρωποι, οἱ κάτοικοι ἐκεῖ τῶν περιοχῶν, καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια ἐρχόντουσαν καὶ τὰ ἐδιηγοῦντο. Γίναμε και ‘μεῖς μάρτυρες τέτοιων περιστατικῶν. Ἔλεγε• «εἴδατε παιδιά μου, πῶς διδάσκει τὸ παράδειγμα; Ἔστω καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τὸ ἔχουν στὴν ψυχή τους, ἔχοντας διδαχτεῖ».
Ἀσκῶντας, λοιπόν, ὅλη αὐτὴ τὴ βία, τὴν κακουχία, ἐξυπηρετοῦσε καὶ τοὺς χωριανοὺς σὲ ὅλα τὰ θελήματα. Καὶ στὸ χωριό του, ἐπειδὴ ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν ὑπῆρχε οὔτε παπάς οὔτε γιατρὸς, τὸν εἶχαν οἱ κάτοικοι γιὰ παπά. Δεκαπέντε χρονῶν παλικαράκι, τὸν καλοῦσαν γιὰ νὰ διαβάζει εὐχὲς σὲ ἀρρώστους, σὲ ἐτοιμόγεννες γυναῖκες, σὲ δαιμονισμένους. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ, ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Παπάς τὸν κάλεσε, ὅταν στὸ γειτονικὸ χωριὸ γεννοῦσε ἡ παπαδιά. Δὲν μποροῦσε νὰ γεννήσει καλὰ καὶ πῆγε καὶ τὸν φώναξε. «Ἔλα Ἰάκωβέ μου –τοῦ λέει– ἔλα νὰ διαβάσεις μιὰ εὐχὴ νὰ ξεγεννήση ἡ παπαδιά μου». Μὰ τοῦ λέει• «πάτερ μου, ἐσεῖς εἶστε Ἱερέας κι ἐγὼ ντρέπομαι. Πῶς θὰ σταθῶ ἐκεῖ ποὺ γεννάει ἡ παπαδιά;». Τὸν πῆραν ὅμως μὲ τὸ ζόρι, πῆγε ἐκεῖ σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ διάβασε κάποιες προσευχοῦλες. «Καὶ τί εἶχα –ἔλεγε– εἶχα μιὰ “Σύνοψη” καὶ ἀπὸ κεὶ διάβαζα ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἰσήκουε».
Ἐπίσης, μιὰ ἄλλη περίπτωση• εἶχαν τὰ παιδιὰ αὐτὲς τὶς μαγουλάδες ποὺ λέμε. Εἶχε πέσει ἐπιδημία στὸ χωριό. Πήγανε καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς διαβάσει. Ἐκεῖνος, ὅπως ἦταν πάντα ταπεινός, ντρεπότανε ἀλλὰ τοὺς διάβασε. Ἕνα παιδὶ ἀπὸ αὐτὰ κορόιδεψε καὶ εἶπε• «τί τώρα, ὁ Ἰάκωβος; θὰ μᾶς κάνει καλὰ ὁ Ἰάκωβος; Τί εἶναι αὐτός;». Ὅλα τὰ παιδιὰ θεραπεύτηκαν, αὐτὸ χειροτέρεψε καὶ τὸν παρακάλεσε μετὰ ὁ ἀδελφὸς του, ἀφοῦ τοῦ ζήτησε συγνώμη τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ κι ἔγινε καλά.
Μιὰ ἄλλη περίπτωση• ἦταν μιὰ κοπέλα 12 χρονῶν ἀλλὰ ἦταν τόσο ἀνεπτυγμένη ποὺ ἔμοιαζε γιὰ 18 καὶ πλέον. Περνοῦσε ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ κάποια γυναῖκα μὲ βάσκανο μάτι λέει• «πῶ, πῶ, πῶ τί νταρντάνα εἶναι αὐτή!». Καὶ μὲ τὸ ποὺ εἶπε ἔτσι, τὴν μάτιασε, ἔπεσε κάτω λιπόθυμη καὶ τὴν πήγανε στὸ σπίτι ἕτοιμη νὰ πεθάνει. Ἔτρεξε ὁ ἀδελφός της, παρακάλεσε τὸν Ἰάκωβο, πῆγε τῆς διάβασε εὐχοῦλες, τὴ ράντισε μὲ ἁγιασμὸ καὶ ἡ κοπέλα συνῆλθε. Μετὰ ὁ ἀδελφός της γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει, τοῦ πῆγε κάποια αὐγά, κάποια προιόντα ἐκεῖ δικά τους, κι ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρά του τὰ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς, ὅπως εἶχε παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μητέρα του, ἡ ὁποία ἀκόμη λέει καὶ τὰ ροῦχα τὰ δικά τους, ἀφήνοντάς τους μὲ ἕνα ἐσώρουχο, τὰ ἔδινε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς.
Τὸ ἴδιο θεοσεβὴς ἦταν καὶ ὅταν πῆγε στρατιώτης. Κι ἐκεῖ διατήρησε τὴν πίστη του, τὴν προσευχή του, τὴν ἀγάπη του γιὰ τοὺς συναδέλφους του, τὴν ὑπακοή του στοὺς ἀνωτέρους του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε συμπαθὴς ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους του, ἀπὸ τὸν διοικητή του, ἀπὸ τὸν Ἀντισυνταγματάρχη Πολύκαρπο Ζώη. Βέβαια, οἱ συστρατιῶτες του, ὅπως συμβαίνει πολλὲς φορὲς, τὸν κορόϊδευαν, τὸν περιφρονοῦσαν, ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς ἀντιμετώπιζε μὲ ἀγάπη, χαρὰ καὶ ὑπομονή. Κάποτε, μιὰ Πασχαλιά –ἔκανε τέσσερα χρόνια στρατιώτης ἐπειδὴ ἦταν ἡ περίοδος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου– τοῦ ἔδωσε ὁ διοικητής του μιὰ ἄδεια νὰ φύγει ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, γνωρίζοντας τὸν πόθο του τὸν θεοσεβῆ, γιὰ νὰ πάει νὰ παρακολουθεῖ καὶ νὰ συμμετέχει στὶς Ἀκολουθίες τῆς Μ. Ἑβδομάδος καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Χαρούμενος, λοιπόν, μὲ τὴν ἄδεια στὸ χέρι πῆγε στὸν θάλαμο. Ἐκεῖ, βλέπει ἕνα συστρατιώτη του πολὺ λυπημένο καὶ στενοχωρημένο, ποὺ τοῦ λέει• «καλά, ρὲ Ἰάκωβε, ἐσὺ ἐξασφάλισες τὴν ἄδεια, θὰ ‘χεις τὶς Ἀκολουθίες σου, θὰ ‘σαι μιὰ χαρά. Ἐμένα μὲ ρωτᾶς, ποὺ εἶμαι κλεισμένος ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες καὶ ἡ ἀρραβωνιαστικιά μου θὰ μὲ περιμένει;». Σκέφτηκε ὁ π. Ἰάκωβος, συμπάθησε τὸν συστρατιώτη του καὶ τοῦ λέει• «μὴν ἀνησυχεῖς, θὰ πάω ἐγὼ στὸν Διοικητὴ καὶ ἀντὶ γιὰ μένα νὰ πάρεις ἐσὺ τὴν ἄδεια». Πράγματι, πῆγε στὸν Διοικητή, μεσολάβησε καὶ τὴν ἄδεια τὴν ἔδωσαν στὸν συστρατιώτη του. Τὸν ρώτησε μάλιστα πόσες μέρες ἤθελε. Ε… νὰ μὴν εἶμαι ἐκεῖ τὴ Μεγάλη Πέμπτη, νὰ μὴν κάνω καὶ τὴ Σταύρωση, νὰ μὴ μείνω καὶ τὸ Μέγα Σάββατο, νὰ μὴν κάνω Πάσχα μὲ τὴν ἀρραβωνιαστικιά μου;». «Ἐντάξει, τοῦ εἶπε, θὰ τὸ κανονίσω ἐγὼ μὲ τὸν Διοικητή». Καὶ πράγματι, πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν διοικητὴ καὶ ὁ ἴδιος παρέμεινε μέσα νὰ φυλάει σκοπιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες. Δὲν σκέφτηκε νὰ πεὶ, ὅτι εἶναι εὐσεβὴς ὁ πόθος μου ἐμένα, θὰ πηγαίνω νὰ προσεύχομαι, ὁ ἄλλος θὰ πάει στὴν ἀρραβωνιαστικιά του. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ συστρατιώτη του θυσίασε τὴ δική του ἄδεια, παρέμεινε φυλῶντας σκοπιά. Καὶ πάνω ἐκεῖ ποὺ φυλοῦσε σκοπιά, ἄκουγε τὶς καμπάνες τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἔβλεπε καὶ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ πήγαιναν στὶς Ἀκολουθίες καὶ νοερὰ ἡ σκέψη του μετεῖχε στὶς Ἀκολουθίες, κι ἔψαλε κι αὐτὸς ἀπὸ τὴ σκοπιὰ, ὅ,τι τροπάρια θυμότανε τῆς Ἁγίας Ἑβδομάδος.
Τὰ πειράγματα τῶν στρατιωτῶν καὶ τὰ σκάνδαλα ποὺ τοῦ βάλανε, γιατί μιὰ φορᾶ, τὸν σπρώξανε, ὅπως εἶχε βγεὶ στὸν Πειραιᾶ νὰ πάει σ’ ἕνα κακόφημο κέντρο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὡς ἄλλος Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος ξέφυγε καὶ δὲν συμμετεῖχε στὴν παρέα αὐτή.
Ἀφοῦ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν στρατό, ἔφθασε στὸ Μοναστήρι μὲ προοπτικὴ, ὅπως εἴπαμε, νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα, εἶχε δεσμευτεῖ ὅμως μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ὁσίου Δαυὶδ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος νυχθημερόν. Ὄρθρου βαθέος σηκωνόντουσαν μὲ τὸν π. Εὐθύμιο τὸν Μοναχό, αὐτὸ τὸν ἁπλό ἀλλὰ καὶ ἅγιο καὶ ἔκαναν τὶς Ἀκολουθίες. Ἄλλοι δυὸ τρεῖς πατέρες ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ, «συμβουλία τοῦ ὄφεως», τὸν εἶδαν μὲ στραβὸ μάτι. Ἀντὶ νὰ χαροῦν ποὺ ἕνας ἄνθρωπος ἐνάρετος, μὲ ἀγάπη, μὲ ζῆλο καὶ ἐργατικότητα πῆγε σὲ αὐτὸ τὸ ἐρειπωμένο Μοναστήρι γιὰ νὰ βοηθήσει μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὴν ἀναστήλωσή του, ἐκεῖνοι τὸν ἔβλεπαν μὲ μάτι ἐχθρικό. Πολλὰ περιστατικὰ διηγήθηκε ὁ Γέροντας, ποὺ ἂν τὰ ἀφηγηθοῦμε, μπορεῖ νὰ βλάψουν καὶ νὰ μὴν ὠφελήσουν. Πάντως μᾶς ἔλεγε γιὰ ἕναν ἀδελφὸ, ποὺ τὸν συνάντησε ἐκεῖ στὴ βρύση ποὺ ἔκοβε ὁ Γέροντας κάποια χόρτα, κι ἐκεῖνος πῆγε νὰ πάρει νερό, τοῦ λέγει• «καλημέρα ἀδελφέ μου». Ἐκεῖνος δὲν ἀπάντησε. «Γιατί –τοῦ λέγει– δὲν μοῦ μιλᾶς; Καὶ ἡ καλημέρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι». Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε• «γιατί, ὁ Χριστὸς ἔλεγε καλημέρα; Ὁ Χριστὸς ἔλεγε χαίρετε. Ἐγὼ δὲν σοῦ λέω. Σὲ μισῶ». Παρ’ ὅλα αὐτὰ, ὁ Γέροντας προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἀνταποδίδει καλὸ ἀντὶ κακοῦ. Κάποτε, αὐτὸς ὁ Μοναχὸς κάηκε ἀπὸ τὰ ξύλα τῆς θερμάστρας καὶ ὑπέστη σοβαρὰ ἐγκαύματα. Ὁ π. Ἰάκωβος τὸν διακόνησε μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση καὶ ἀγάπη ἀλλὰ ἦταν σοβαρὰ τὰ ἐγκαύματα καὶ ὑπέκυψε, καὶ βέβαια στὴ συνέχεια πάντοτε τὸν μνημόνευε καὶ ἔβλεπε, ὅτι ἡ ψυχή του εἶχε ἀνάγκη αὐτῆς τῆς μνημονεύσεως.
Ἀποφεύγοντας ὅλες αὐτὲς τὶς παγίδες, τὰ ἐμπόδια, τὶς ἐπιθέσεις τοῦ σατανᾶ, ποὺ πολλὲς φορὲς εἴχανε καὶ αἰσθητῆ μορφή, συνέχιζε τὸν ἀγῶνα του. Καὶ μιὰ περίπτωση αἰσθητὴς ἐπιθέσεως τῶν δαιμόνων κατὰ τοῦ π. Ἰακώβου εἶναι αὐτὸ, ποὺ ἔγινε καὶ ποὺ ἔχει γραφτεῖ. Δὲν εἶναι κρυφό. Ἐπειδὴ ἦταν μάστορας, ἀφοῦ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν πατέρα του τὰ πάντα καὶ ἀπὸ τὴ μητέρα του, ὅπως εἴπαμε, καὶ ἀναλωνόταν στὴ συντήρηση τοῦ Μοναστηριοῦ, κάποια μέρα ποὺ ἐπιδιόρθωνε τὸ ταβάνι τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ κουράστηκε, πῆγε νὰ ξαπλώσει νὰ ξεκουραστεῖ σ’ ἕνα κρεββατάκι ποὺ εἶχε τὸ δωμάτιο αὐτὸ καὶ ποὺ ἦταν γιὰ φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν γιὰ λίγο ξαπλωμένος, μπαίνει μέσα ἕνας πελώριος μαῦρος στρατιωτικὸς, μονόφθαλμος μὲ γκέτες στρατιωτικὲς καὶ τὸ μάτι αὐτὸ ἦταν στὸ μέτωπο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν χτυπάει. Ἀκολούθησαν ἄλλοι 18 ποὺ ἦταν οἱ δαίμονες καὶ τὸν χτύπησαν ἀφήνοντάς τον ἡμιθανῆ. Αἵματα ἐκύλησαν ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, ἀπὸ τὴ μύτη του, ἀπὸ τὰ χείλη του, ὥσπου, ὅταν κατάφερε κι ἔκανε τὸν σταυρό του, οἱ δαίμονες ἔγιναν ἄφαντοι.
Ἰσχύει αὐτὸ ποὺ εἴπατε ἅγιε Βεροίας, ὅτι αὐτὰ ποὺ διαβάζουμε στὰ Συναξάρια γιὰ τοὺς παλαιοὺς ἀσκητές, γιὰ τοὺς παλαιοὺς Ὁσίους, τὰ ζήσαμε καὶ στὴν ἐποχή μας. Τόσο οἱ ἀρετὲς τοῦ π. Ἰακώβου ὅσο καὶ οἱ δοκιμασίες, αὐτὲς οἱ αἰσθητὲς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, εἶναι ἀνάλογες μὲ αὐτὲς τῶν παλαιῶν πατέρων τοῦ Γεροντικοῦ.
Ἀνάλογη περίπτωση δαιμονικῆς αἰσθητῆς ἐπιθέσεως ἔζησε καὶ ὁ μακαριστὸς γέροντας Κύριλλος καθ’ ὄν χρόνον ἐνοσηλεύετο στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ 2011, τὸ ὁποῖο καὶ ἔχει δημοσιευθεῖ. Παρ’ ὅλα αὐτὰ, ὁ Γέροντας Ἰάκωβος μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη του, τὴν Ἰώβειο ὑπομονή του, τὴν ἀγάπη του, δὲν τὸ ἔβαζε κάτω. Συνέχιζε τὸν ἀγῶνα του, μὲ τὴ νηστεία του, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Χαλκίδος, μέχρι τέλους, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀγόγγυστη εἰς πάντας.
Ὡς λειτουργὸς, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶχε θεῖες ἐμπειρίες. Ἔλεγε: «Νὰ ξέρατε τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ, πῶς κατεβαίνουν οἱ Ἄγγελοι μέσα στὸ ἱερό! Πολλὲς φορὲς αἰσθάνομαι τὶς φτεροῦγες τους νὰ μὲ χτυποῦν». Κι ἄλλη φορὰ, ἦταν τόσο τὸ πλῆθος τῶν Ἀγγέλων, ποὺ τοὺς εἶπε: «Μὲ συγχωρεῖτε Ἅγιοι Ἄγγελοι, στὴ Μεγάλη Εἴσοδο, κάντε λίγο τόπο νὰ περάσω». Ἄλλη φορὰ εἶδε Ἀγγέλους, ἐκεῖ ποὺ μνημόνευε στὴν Ἁγία Προσκομιδὴ, νὰ παίρνουν τὶς μερίδες ὑπὲρ ὧν βγῆκαν οἱ μερίδες αὐτὲς, ζώντων τε καὶ κοιμημένων, καὶ νὰ πηγαίνουν τὶς μερίδες αὐτὲς καὶ νὰ τὶς ἐναποθέτουν ὡς προσευχὴ στὰ πόδια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ μάλιστα τονίζοντας τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀξία ποὺ ἔχει ἡ μνημόνευση στὴν Προσκομιδὴ ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς, μᾶς ἔλεγε καὶ γιὰ τὴν περίπτωση τῆς μητέρας του. Ἔλεγε: «Τὴ μητέρα μου εἶχα ἀξιωθεῖ νὰ τὴ δῶ, ὅτι βρίσκεται σὲ ἅγιο τόπο. Ἦταν ἁγία γυναῖκα. Ἐγὼ τὴ μνημόνευα καθημερινῶς. Κάποια μέρα ποὺ τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ πῆγα στὸ Κελλάκι μου γιὰ νὰ ἀναπαυθῶ, ἦρθε τὸ πνεῦμα, ἡ ψυχὴ τῆς μητέρας μου, καὶ μοῦ λέει• “παιδί μου Ἰάκωβε, σήμερα ξέχασες νὰ μὲ μνημονεύσεις”. “Πότε μητέρα –τῆς λέω– κάθε μέρα σὲ μνημονεύω καὶ μάλιστα τὴν καλύτερη μερίδα σοῦ βγάζω”. “Ὄχι, παιδί μου, σήμερα μὲ ξέχασες καὶ ἡ ψυχή μου δὲν ἀναπαύεται τόσο, ὅσο ἀναπαυόταν τὶς ἄλλες ἡμέρες”». Παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε ἀξιωθεῖ νὰ τὴ δεῖ στὸν τόπο τοῦ Παραδείσου, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις ἡ μνημόνευση στὴν Προσκομιδή τῆς προσέθετε ἐπιπρόσθετη ἀνάπαυση.
Καὶ ὡς Πνευματικὸς ἐπίσης εἶχε θεῖες ἐμπειρίες. Εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βλέπει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ βέβαια στὸν κάθε ἕνα φερόταν μὲ πολλὴ διάκριση καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη. Καὶ ὅπου ἔβλεπε μετάνοια καὶ συντριβὴ καρδίας, μὲ πολύ μεγάλη ἐπιείκεια. Δὲν ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀλλὰ τοὺς ἐφήρμοζε μὲ πολλὴ ἀγάπη. Παραδείγματος χάριν ἔλεγε: «Ἂν ἐρχόταν κάποια γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀπὸ διάφορες αἰτίες εἶχε κάνει ἔκτρωση καὶ εἶχε σκοτώσει δυό, τρία, πέντε, δέκα παιδιά», ἀφοῦ τῆς ἐξηγοῦσε μὲ πολλὴ ἀγάπη, δὲν τῆς ἐπέβαλε κανόνα, ἀλλὰ τῆς ἔλεγε• «ἔλα παιδί μου νὰ σὲ ξαναδῶ. Πῶς πᾶς στὸν γιατρὸ καὶ σοῦ δίνει ἕνα φάρμακο γιὰ τὴν πάθησή σου καὶ σοῦ λέει, ἔλα νὰ σὲ ξαναδῶ καὶ ἀνάλογα μὲ την πορεία σου θὰ τὰ ποῦμε, ἔτσι κι ἐσὺ ἔλα καὶ θὰ τὰ ποῦμε πάλι». Καὶ σιγὰ σιγὰ την ἔφερνε στὸ νὰ κατανοήσει τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ρίξει ἔστω ἕνα δάκρυ μετανοίας, γιὰ νὰ τὴ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος Θεός. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ἄκουγαν καὶ οἱ δυὸ Γεροντάδες τὴ λέξη «θὰ προσπαθήσω ἔστω», δὲν διάβαζαν συγχωρητικὴ εὐχή.
Ὁ Γέροντας ἀποκάλυπτε τὶς σκέψεις μας, τὶς ἁμαρτίες μας πρὶν τοῦ τὶς ποῦμε στὴν ἐξομολόγηση, μὲ πολὺ διακριτικὸ τρόπο λέγοντας πολλὲς φορές: «Ἦλθε παιδί μου ἕνας Μοναχὸς σήμερα καὶ μοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ αὐτά». Καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ἀφοροῦσαν ἐσένα. Καὶ βέβαια, ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετὲς ποὺ ἀνέφεραν, τόσο ὁ ποιμενάρχης μας ἅγιος Χαλκίδος καὶ ὁ σεβαστὸς Καθηγητής ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ περιέγραψε ὁ ἅγιος Βεροίας, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν τὸν γνώρισε, ὅμως ἐμεῖς διακρίναμε στὸν ἅγιο Βεροίας –μὲ συγχωρεῖτε ποὺ θὰ τὸ πῶ– μιὰ μεγάλη εὐλάβεια σὲ αὐτὸν τὸν ἅγιο Γέροντα. Ὅλοι οἱ πατέρες πρόσεξαν καὶ τὸ ἔλεγα στὸν ἅγιο Χαλκίδος, ὅταν κατεβαίναμε. Ὅταν ἦρθε γιὰ πρώτη φορᾶ συνοδευόμενος ἀπὸ χριστιανοὺς τῆς ἐπαρχίας του στὸ Μοναστήρι μας, γονάτισε μὲ πολλὴ εὐλάβεια στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Γέροντος καὶ προσευχήθηκε μὲ τὴν καρδιά του κι ἔδειξε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη του καὶ αὐτὴ ἡ ἐκδήλωση, ποὺ σήμερα γίνεται πρὸς τιμὴν τοῦ Γέροντα μὲ θεοφώτιστη ἀπόφαση τοῦ ἁγίου Βεροίας, ὅπως τόνισε ὁ ἅγιος Χαλκίδος, νομίζω ὅτι κάτι σημαίνει.
Κοιτάζοντας αὐτὲς τὶς μέρες τοὺς φακέλλους τοῦ Γέροντος ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς τῆς θεοφώτιστης σκέψεως τοῦ ἁγίου Βεροίας, εἶδα, ὅτι ὑπάρχουν ὁλάκεροι φάκελλοι μὲ μαρτυρίες πιστῶν, θαύματα καὶ μὲ ἐμφανίσεις ἐπιθανάτιες τοῦ Γέροντος Ἰακώβου σὲ πλῆθος ἀνθρώπων. Μαρτυρίες ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὸ, ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς κοιμήσεώς του ἕνας ἄλλος ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ π. Πορφύριος, εἶχε πεῖ: «Σήμερα κοιμήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους τοῦ αἰῶνος μας. Εἶχε μέγα προορατικὸ καὶ διορατικὸ χάρισμα, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν ταπείνωσή του ἔκρυβε ἐπιμελῶς». Τὸ ἴδιο εἶχε πεῖ καὶ ὁ Γέροντας Παΐσιος: «Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος εἶναι ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος στὴν Ἑλλάδα. Καὶ βλέπει κανεὶς, ὅσο ζοῦσε, πόσο μεγάλη παρρησία εἶχε ἡ προσευχή του».
Ἕνα περιστατικὸ ποὺ σήμερα τὸ πρωί μοῦ τὸ ἀνέφερε ὁ π. Νικόδημος, ποὺ μοῦ τηλεφώνησε ἀπὸ τὴ Μονή μας, εἶναι τὸ ἑξῆς: «Θυμᾶσαι, μοῦ λέει, Γέροντα, ὅταν τὸ 1991 εἶχε κατηχηθεῖ ἕνας καθολικὸς ἀπὸ τὸν Βόλο, στὴν περιοχή του εἶχε κατηχηθεῖ καὶ ἤθελε νὰ γίνει ὀρθόδοξος καὶ νὰ βαπτιστεῖ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυὶδ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἰακώβου. Εἶχε κανονιστεῖ ἀπὸ ἕνα γιατρό, τὸν Νίκο, ποὺ εἶναι ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Βόλο καὶ ἔγραψε τὸ βιβλίο περὶ τοῦ Γέροντος Ἰακώβου, εἶχε κανονιστεῖ νὰ γίνει ἡ βάπτιση τοῦ καθολικοῦ φαρμακοποιοῦ αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Βόλο τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα καὶ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὸ Σάββατο, καὶ ὁ ἀνάδοχος καὶ ὁ κατηχούμενος. Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ στὴ Λειτουργία μπαίνει ὁ ἀνάδοχος στὸ ἱερὸ ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέει• “ὁ Νίκος, αὐτὸς ποὺ εἶναι νὰ βαπτιστεῖ, ἔφυγε. Φεύγει γιὰ τὸν Βόλο, πῆρε τὴν ἀπόφαση ὅτι δὲν θέλει νὰ βαπτιστεῖ, ἐνῶ παρακαλοῦμε πολὺ καιρὸ νὰ γίνει ἡ βάπτιση”. “Μὴ στενοχωρεῖσαι, παιδί μου, τοῦ λέει. Σὲ 20 λεπτὰ θὰ εἶναι πίσω”. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε φτάσει στὸν Ἀγιόκαμπο, εἶχε βγάλει εἰσιτήριο γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸ καράβι, κάτω ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἰακώβου καὶ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πραγματικὰ γύρισε σὲ εἴκοσι λεπτὰ ἀπὸ τὸν Ἀγιόκαμπο στὸ Μοναστήρι, μὲ τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ βαπτιστεῖ. Ἡ ἀπόσταση αὐτὴ εἶναι περίπου πενῆντα λεπτὰ ἀπὸ τὸν Ἀγιόκαμπο στὸ Μοναστήρι. Ἔφτασε, ἔγινε ἡ βάπτιση καὶ, ὅταν βαπτίστηκε ὁ φαρμακοποιός, ἔλαμπε ὁλόκληρος καὶ τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἔγινε ἡ βάπτιση εὐωδίαζε γιὰ μιὰ ἑβδομάδα!».
Περίπου τὸ 1988, ποὺ ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Νικαίας κυρὸς Γεώργιος Παυλίδης, ποὺ ἕλκει τὴν καταγωγὴ τοῦ ἀπὸ τὴ Βέροια, ἀπὸ πτώση εἶχε πάθει σοβαρότατη κρανιοεγκεφαλικὴ κάκωση καὶ ἦταν 25 μέρες σὲ ἀφασία. Δὲν εἶχε ἐπικοινωνία μὲ τίποτα. Παρακάλεσαν κάποιοι ἐκεῖ, ἐπειδὴ ἔρχονταν καὶ ἐξομολογοῦνταν στὸ πετραχήλι τοῦ Γέροντος νὰ πάει νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ σταυρώσει τὸν Ἐπίσκοπο. Πράγματι, πῆρε ὡς ὁδηγὸ τὸν π. Νικόδημο, πῆρε τὸ χεράκι τοῦ Ἁγίου Δαβὶδ καὶ πήγανε. Προηγουμένως, κάνανε στάση στὸν ἀγαπημένο του Ἅγιο, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσο, κάθισε ἐκεῖ, ἀγκάλιασε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ εἶπε• «Ἅγιέ μου, ὅπως τότε ποὺ σὲ εἶχα παρακαλέσει νὰ ἔρθεις μὲ τὸν Ἅγιο Δαυὶδ, ὅταν ἐγὼ ἐχειρουργούμην, καὶ πράγματι μὲ βοηθήσατε καὶ ἤλθατε καὶ σᾶς εἶδα καὶ μὲ ἀφήσατε διὰ τὴν αὔριον, ἔτσι ἔλα καὶ σὺ μαζί μας, νὰ πᾶμε στὸν ἅγιο Ἀρχιερέα νὰ τὸν σταυρώσουμε, νὰ τὸν εὐλογήσετε καὶ νὰ τοῦ δώσετε τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία». Καὶ ἀκούει ὁ π. Νικόδημος τὸν Γέροντα νὰ λέει• «σὲ εὐχαριστῶ Ἅγιε Ἰωάννη μου, ποὺ θὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἐπιθυμία μου».
Συνεχίζοντας τὸ ταξίδι φτάσανε, ὁ ἅγιος Ἀρχιερέας ἦταν στὴ μονάδα αὐξημένης φροντίδος μὲ ὅλα τὰ μηχανήματα τῆς ἐντατικῆς, παρέμειναν μόνοι τους γιὰ μισὴ ὥρα. Τὸν σταύρωσε, προσευχήθηκε. Ὁ Ἀρχιερέας ἦταν σὲ ἀφασία καὶ μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα βγῆκε καὶ εἶπε στὸν Πρωτοσυγκελεύοντα τότε π. Δημήτριο καὶ τὸν Γραμματέα νὰ πᾶνε μέσα στὸν θάλαμο, γιατί τοὺς θέλει ὁ Ἀρχιερέας. Ἦταν παρακαλῶ καθήμενος στὸ κρεββάτι καὶ συνομιλοῦσε μὲ αὐτοὺς τοὺς παρευρισκομένους ἐκεῖ στὸν θάλαμο. Ἐκεῖ μάλιστα ἦταν καὶ ὡς ἐπισκέπτης, προφανῶς, καὶ ὁ γείτονάς σας Ἀρχιερέας, ὁ νῦν ἅγιος Καστορίας ὡς Ἀρχιμανδρίτης. Πρώτη φορᾶ τὸν ἔβλεπε ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέγει• «πάτερ μου ἐσὺ νὰ προσέχεις τὴ ζωή σου, διότι μιὰ μέρα θὰ γίνεις Ἀρχιερέας». Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ χειροτονήθηκε Ἀρχιερέας. Καὶ ὅταν χειροτονήθηκε ἦλθε στὸ Μοναστήρι καὶ ρωτοῦσε, ποιός Μοναχὸς συνόδευε τὸν Γέροντα Ἰάκωβο τότε, ποὺ τοῦ εἶπε αὐτὴ τὴν πρόρρηση. Αὐτὴ τὴν πρόρρηση τὴν εἶπε σὲ πολλοὺς κληρικούς, ὅπως τὸν ἅγιο Χαλκίδος σὲ ἐπιστολή του.
Ἡ κηδεία του ἦταν θὰ λέγαμε μιὰ Ἀκολουθία ἀναστάσιμη. Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος φώναζαν τὰ πλήθη. Ὁ Γέροντας Κύριλλος εἶχε ἐπισημάνει, ὅτι λὲς καὶ ἦταν ἡ κηδεία τοῦ Μ. Βασιλείου. Τὸ Χριστὸς Ἀνέστη ἀκουγόταν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον.
Πολλὲς οἱ ἐμφανίσεις του, πολλὰ τὰ θαύματά του. Εἶδα αὐτὴν τὴν εἰκόνα ποὺ ἔχετε ἐδῶ, ποὺ πράγματι εἶναι κόσμημα, καὶ θυμήθηκα μιὰ ἐμφάνιση ὁλοζώντανη ποὺ ἔκανε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος σ’ ἕναν γιατρὸ ἀπὸ τὸν Βόλο, τὸν κ. Ἰωαννίδη, ὁ ὁποῖος μάλιστα, ὅσο ἦταν ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στὸν Βόλο ὡς Ἀρχιερέας, ἦταν ὁ προσωπικός του γιατρός. Εἶχε ἔλθει στὸ Μοναστήρι νὰ προσκυνήσει. Καθὼς ἔφευγε, πέρασε πάλι ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα. Ἐκεῖ εἶδε ἕνα πεσμένο κομποσχοινάκι, τὸ πῆρε, τὸ σήκωσε καὶ τὸ ἔδειξε στοὺς ἄλλους προσκυνητὲς ποὺ ἦταν ἐκεῖ γύρω, μήπως εἶχε πέσει ἀπὸ κάποιον, νὰ τὸ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ τὸ πάρει. Κάποια στιγμὴ ἀκούει ἀπὸ πίσω του• «μὴν ψάχνεις, γιὰ σένα εἶναι τὸ κομποσχοίνι αὐτό». Γύρισε καὶ εἶδε τὸν μακαριστὸ ἅγιο Γέροντα Ἰάκωβο. «Μὲ εὐλόγησε –λέει– καὶ ἀπὸ τότε ἔφυγε ἀπὸ μέσα μου κάθε εἴδους ἀμφιβολία, ποὺ πολλὲς φορὲς σὰν ἄνθρωπο κυριαρχούμενο ἀπὸ τὴ λογικὴ καὶ ἀπὸ τὶς γνώσεις τῆς ἐπιστήμης μοῦ προκαλοῦσαν ἀμφιβολίες, γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχει Θεός, ἂν ὑπάρχει μετὰ θάνατον ζωή, ἐρωτήματα ποὺ ἀπαντήθηκαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ πολλάκις, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων μας καὶ ἰδιαιτέρως τῶν συγχρόνων Ἁγίων μας, ποὺ ἔζησαν στὴν ἐποχή μας». Εἶναι αὐτὸ, ποὺ εἶπε ὁ π. Στυλιανὸς στὴν ἀρχή, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει, καθοδηγεῖ καὶ ἀναδεικνύει Ἁγίους ἀνὰ τοὺς αἰῶνας.
Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ καὶ κάτι ἀκόμα καὶ θὰ κλείσω. Γι’ αὐτὴ τὴ ζωντανὴ παρουσία ποὺ ἔχει γραφεῖ ἀπὸ τὸν κ. Ἐμμανουὴλ Ἐμμανουηλίδη, Ἀρεοπαγίτη ἐπὶ τιμῇ. Βλέπετε, οἱ σύγχρονοι Γέροντες, ὁ π. Πορφύριος, ὁ π. Παίσιος, ὁ π. Γεράσιμος, ὁ π. Ἰάκωβος, κοιμήθηκαν σχεδὸν κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλον καὶ σκεπτόμενος αὐτὸ, ὁ κ. Ἐμμανουηλίδης, στὸ γραφεῖο του μὲ παράπονο μοῦ εἶπε μιὰ μέρα• «τί θὰ γίνει τώρα; Ἔφυγε ὁ π. Πορφύριος, ἔφυγε ὁ π. Παίσιος, ἔφυγε καὶ ὁ π. Ἰάκωβος ποὺ ἦταν πιὸ προσιτὸς σὲ μᾶς, γιατί τὸν βλέπαμε πιὸ συχνὰ καὶ ἐξομολογούμεθα στὸ πετραχήλι του, τί θὰ γίνει τώρα, μείναμε ὀρφανοί;». Καὶ παρουσιάζεται ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ὁλοζώντανος, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ δηλώνει καὶ λέγει• «ἂχ κ. Μανώλη μου εἶσαι καὶ Ἀρεοπαγίτης, εἶσαι καὶ λίγο κουτός. Ἐγὼ ὅταν ἤμουνα στὴ γῆ μαζί σας καὶ ἐρχόσασταν καὶ θέτατε τὰ διάφορα αἰτήματά σας, παρακαλοῦσα τὸν Ὅσιο Δαυὶδ γι’ αὐτὰ καὶ ἔβαζα ἄλλον μεσίτη γιὰ τὰ αἰτήματά σας. Τὰ ‘λεγα στὸ αὐτὶ τοῦ Ὁσίου κι ἐκεῖνος ἄνοιγε γραμμὴ μὲ τὸν Χριστό. Τώρα ἔχετε ἀπ’ εὐθείας μεσίτη. Κοιτᾶξτε οἱ μπαταρίες νὰ εἶναι συνδεδεμένες, νὰ μὴν ἔχουν διακοπῆ στὶς συνδέσεις, καὶ πάντοτε θὰ ἔχετε ἀνοιχτὴ γραμμή».
Πράγματι, μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας μας, τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου καὶ μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Ὁσίου Δαυὶδ καὶ τὶς εὐχὲς τῶν Γερόντων, πράγματι νὰ κοιτάξουμε οἱ συνδέσεις μας νὰ μὴν ἔχουν διακοπές, γιατί πολλὲς φορὲς μπαίνουν ἐμπόδια ἀπὸ δυσκολίες, ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐπιρροές, ἀπὸ δαιμονικὲς ἐπιθέσεις. Νὰ μὴν τὸ βάζουμε κάτω καὶ νὰ συνεχίζουμε τὸν ἀγῶνα μας, ἔχοντας τὴ βεβαιότητα, ὅτι ἔχουμε προστάτες καὶ βοηθοὺς ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν, ἂν φτάσουμε κι ἐμεῖς μιμούμενοί τους στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Εὐχαριστῶ.
Πηγή: Σύγχρονες Ὁσιακὲς Μορφές, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας, 2017.