Ἡ Εὐχαριστηριακή θεώρησις τοῦ κόσμου καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος
Ἡ Ὀρθόδοξος παράδοσις εἶναι βαθύτατα λειτουργική. Διὰ τήν Ὀρθοδοξίαν «ἡ Ἐκκλησία ζῆ ἐν τῇ εὐχαριστίᾳ καί διά τῆς Εὐχαριστίας» καί ἡ συγκεκριμένη μορφή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ναός ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία καί εἰς τόν ὁποῖον ὁ Ὀρθόδοξος λαός ἔχει χαρίσει τό ὄνομά της. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μία λειτουργία, μία «κοσμική λειτουργία», πού «ἀναφέρει» εἰς τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ ὅλην τήν δημιουργίαν. Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία εἶναι καί αὐτή μία δοξολογία, μία ἔκφρασις λειτουργική• εἶναι εὐχαριστιακή Θεολογία.
Ἀλλά τί σημαίνουν ὅλα αὐτά διά τόν ἄνθρωπον τῆς ἐποχῆς μας; Ἡ θεώρησις τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς ἔχει τόσο πολύ μεταβληθῆ ἐν σχέσει μέ τόν Βυζαντινόν, καί ἐξακολουθεῖ νά μεταβάλλεται τόσον ραγδαίως ὑπό τήν πίεσιν τῶν νεωτέρων, φιλοσοφικῶν, ἐπιστημονικῶν, κοινωνικῶν καί ἄλλων ἐξελίξεων, ὥστε διερωτᾶται σήμερα ὁ ἄνθρωπος: τί ἔχει νά τοῦ προσφέρη ἡ Ὀρθόδοξος λειτουργική ζωή; Τό ἐρώτημα αὐτό προσλαμβάνει διαστάσεις ἀγωνίας, ὅταν σκεφθῆ κανείς ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος διέρχεται ἀπό σοβαρωτάτην κρίσιν εἰς τάς σχέσεις του μέ τήν Ἐκκλησίαν. Ὁ δυτικός πολιτισμός, πού ἔχει τραφῆ μέ τά ἰδανικά τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀποχριστιανίζεται ραγδαίως, καί ἡ Ἐκκλησία, πού ὁμιλεῖ ἀκόμη τήν γλώσσαν τοῦ παρελθόντος καί προβληματίζεται μέ ζητήματα παρωχημένης ἐποχῆς, συγκινεῖ διαρκῶς καί ὀλιγώτερον τόν σύγχρονον ἄνθρωπον. Ὁ δυτικός χριστιανικός κόσμος συνειδητοποιεῖ πλέον τό πρόβλημα τῆς ἐκκοσμικεύσεως ( secularization ) εἰς ὅλην του τήν σοβαρότητα. Ἀλλ’ αἱ δυνατότητες πού διαθέτει ἡ παράδοσίς του, μία παράδοσις πού ζῆ ὑπό τό βάρος τῆς διχοτομήσεως τοῦ κόσμου εἰς «ἅγιον» καί «κοσμικόν», τόν ὁδηγοῦν εἰς περισσότερα προβλήματα καί εἰς ὀλιγωτέρας λύσεις.
Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ἡ Ὀρθόδοξος λειτουργική ζωή ἵσταται ὡς ἡ ἐλπιδοφόρος μαρτυρία. Διότι ἡ εὐχαριστιακή θεώρησις τοῦ κόσμου καί τῆς Ἱστορίας, πού ἐμπεριέχεται εἰς τήν Ὀρθόδοξον λειτουργικήν ζωήν, καί πού, ἀλλοίμονον, διά τήν ἔλλειψιν λειτουργικῆς ἀγωγῆς δέν ἔχει συνειδητοποιηθῆ οὔτε ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, δέν συμμερίζεται τήν τύχην τῶν φιλοσοφικῶν καί θεολογικῶν σχημάτων, πού εἰς τήν κατάργησιν τῶν ἀπό τήν νεωτέραν σκέψιν παρέσυραν εἰς κρίσιν τάς σχέσεις θεολογίας καί ζωῆς. Ἡ Ὀρθόδοξος λειτουργική ζωή ἔχει μίαν ἰδιάζουσαν θεώρησιν τοῦ κόσμου καί τῆς δημιουργίας, τῆς ὁποίας ἡ μεταφορά εἰς τήν σύγχρονον ζωήν καί δυνατή καί ἀναγκαία εἶναι• ἔχει ἐπίσης μίαν ἀντίληψιν περί ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως ἀναγκαίαν σήμερον περιέχει, τέλος, μίαν ἑρμηνείαν τῆς Ἱστορίας καί τῶν προβλημάτων της, τῆς ἠθικῆς ζωῆς καί τῶν δυνατοτήτων της πού ἴσως πρέπει μέ ἰδιαιτέραν ἔμφασιν νά τονισθοῦν εἰς τάς ἡμέρας μας. Ἀλλά πῶς ἐννοοῦμεν τήν Εὐχαριστίαν, ὅταν γίνεται λόγος περί μιᾶς «εὐχαριστιακῆς θεωρήσεως τοῦ κόσμου»; Ἡ ἀπάντησις εἰς τό ἐρώτημα αὐτό εἶναι πρωταρχική, διότι ἡ ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας ἔχει πολύ παρεξηγηθῆ καί διαστραφῆ κυρίως ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Σχολαστικισμοῦ. Ἡ χρησιμοποίησίς της μέ τό ἀρχαῖον, πατερικόν Ὀρθόδοξον περιεχόμενόν της προϋποθέτει πλέον μερικὰς βασικὰς διευκρινίσεις.
Ἡ Εὐχαριστία ἔχει συνδεθῆ εἰς τήν συνείδησίν μας μέ μίαν ἐκδήλωσιν εὐσεβισμοῦ, ὁ ὁποῖος τήν θεωρεῖ ὡς ἀντικείμενον, ὡς πράγμα καί ὡς μέσον ἐκδηλώσεως τῆς εὐσεβείας μας ἤ ἐξυπηρετήσεως τῆς σωτηρίας μας. Ἀλλ’ ἡ ἀρχαία ἀντίληψις περί Εὐχαριστίας τήν ἀντιμετωπίζει ὄχι μόνον οὔτε κυρίως ὡς πράγμα, ἀλλ’ ὡς πρᾶξιν, ὡς λειτουργίαν (ὁ Ὀρθόδοξος αὐτός ὅρος εἶναι πολύ χαρακτηριστικός), καί μάλιστα ὡς πράξιν συνάξεως, ὡς κοινήν καθολικήν ἐκδήλωσιν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς κατακόρυφον σχέσιν ἑνός ἑκάστου μετά τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ἡ Ἀνατολή, πού διατηρεῖ -ἀσυνειδήτως μᾶλλον – τήν ἀρχαίαν αὐτήν ἀντίληψιν, οὔτε ἀτομικὰς λειτουργίας διενοήθη ποτέ νά εἰσαγάγη, οὔτε προσκύνησιν τῶν τιμίων δώρων ὑπό τήν μορφήν μονίμου ἀναγωγῆς των εἰς ἀντικείμενον εὐσεβείας καί λατρείας. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι κατά βάσιν κάτι τό ὁποῖον γίνεται, μία πρᾶξις καί μάλιστα ὄχι ἑνός ἑκάστου, ἀλλά τῆς ὅλης Ἐκκλησίας.
Θεωροῦμεν ἐπίσης τήν Εὐχαριστίαν ὡς ἐν μυστήριον μεταξύ πολλῶν – τῶν ἑπτά, ἐπί παραδείγματι. Ἡ ἀρχαία ὅμως Ἐκκλησία δέν εἶχε τήν μεταγενεστέραν ἀντίληψιν περί μυστηρίων, ἀλλά περί ἑνός καί μόνου μυστηρίου, τοῦ «μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ», ὅπως καλεῖται εἰς τήν Γραφήν. Ἡ Εὐχαριστία νοεῖται μόνον Χριστολογικῶς εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτός οὗτος ὁ Χριστός, ὁ ὅλος Χριστός. Ἄς μή βλέπωμε, λοιπόν, τήν Εὐχαριστίαν ὡς ἐν μέσον χάριτος, μιᾶς χάριτος ἀφηρημένης καί ἀνεξαρτήτου τῆς Χριστολογίας, ἀλλ’ ὡς αὐτόν τοῦτον τόν Χριστόν, σώζοντα τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον, καταλάσσοντα ἡμᾶς μετά τοῦ Θεοῦ ἐν Ἐαυτῷ. Ὅλα, λοιπόν, τά προβλήματα περί στοιχείων τῆς Εὐχαριστίας, περί πραγματικῆς ἤ μή παρουσίας, transubstatio κ.τ.λ., ποὺ ἀπησχόλησαν τόσον ἐντόνως τόν Μεσαίωνα, ἁπλῶς καί μόνον μᾶς ἐπαναφέρουν εἰς τήν θεώρησιν τῆς Εὐχαριστίας ὡς πράγματος, ὡς ἀντικειμένου. Ὁ βασικός χαρακτήρ τῆς Εὐχαριστίας ἔγκειται εἰς τό ὅτι αὐτή εἶναι σύναξις καί πράξις καί ὅτι ἐν αὐτῇ καί δι’ αὐτῆς θεωρεῖται καί ἀνακεφαλαιοῦται καί βιοῦται τό ὅλον μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἐάν προσεγγίσωμεν τήν Εὐχαριστίαν ὑπό αὐτὰς τάς προϋποθέσεις, τότε ὑποχρεούμεθα νά τήν παρακολουθήσωμεν ὄχι ὡς μίαν ἀποψιλωμένην καί αὐτόνομον διδασκαλίαν περί μυστηρίων, ἀλλ’ ὡς συγκεκριμένην λειτουργίαν, ὅπως τελεῖται εἰς ἕνα Ὀρθόδοξον ναόν. Τότε θ’ ἀποκαλυφθῆ ἐνώπιόν μας ἡ ἰδιάζουσα θεώρησις τοῦ κόσμου καί τῆς Ἱστορίας πού ἐμπεριέχει ἡ Ὀρθοδοξία εἰς τήν πλέον αὐθεντικήν ἐκδήλωσίν της.
Ἡ λειτουργία εἶναι ἡ πλέον θετική καί εἰς τήν πράξιν ἀποδοχή τοῦ κόσμου καί τῆς δημιουργίας. Ἄν ὁ μοναχισμός ὡς πρᾶξις (ὄχι ὡς θεωρία καί προσωπικόν βίωμα) χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔξω τοῦ κόσμου κίνησιν (ἐννοῶ τήν τοπικήν φυγήν ἀπό τόν κόσμον), ἡ λειτουργία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀντίθετον φοράν. Κάθε πιστός, πού μεταβαίνει εἰς τήν λειτουργίαν, φέρει μαζί του – καί ἐννοῶ τοῦτο κατά τρόπον ρεαλιστικώτατον – τόν κόσμον. Δέν φέρει ἁπλῶς τόν ἑαυτόν του μέ τάς ἀδυναμίας καί τά πάθη του. Φέρει τήν ὅλην σχέσιν του πρός τόν φυσικόν κόσμον, πρός τήν δημιουργίαν. Εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλά καί σήμερον, ὅπου ἀκόμη δέν ἀντικατέστησε τήν πατροπαράδοτον εὐσέβειαν μία δῆθεν «κατ’ ἐπίγνωσιν» τοιαύτη, οἱ πιστοί δέν μεταβαίνουν μόνοι εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά συνοδευόμενοι ἀπό τά δῶρα τῆς δημιουργίας, τόν ἄρτον, τόν οἶνον καί τό ἔλαιον, τά ὁποῖα – πόσον χαρακτηριστικόν εἶναι καί τοῦτο ! – ἐν λειτουργικῇ πομπῇ καί παρελάσει μεταφέρονται, διά νά παραδοθοῦν εἰς χείρας τοῦ ἀναμένοντος πρό τῆς εἰσόδου ἐπισκόπου – ἡ σημερινή «μεγάλη εἴσοδος» τῆς λειτουργίας – ὁ ὁποῖος καί θά τά «ἀναφέρῃ» εἰς τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ ὡς Εὐχαριστίαν. Καί ἐνῶ θ’ ἀνέμενε κανείς τούς πιστούς νά λησμονήσουν, καθώς μεταβαίνουν εἰς τόν ναόν, τάς βιωτικὰς ἀνάγκας των, ἡ λειτουργία τούς καλεῖ νά τά μεταφέρουν ἐκεῖ, εὐχόμενοι «ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς… πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων. .» κ.τ.λ. Τό μέγα τοῦτο σκάνδαλον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν, πού σκανδαλίζονται – ἀπορεῖ κανείς διατί τάχα περισσότερον – ἀπό τήν περιφοράν τοῦ δίσκου – μιᾶς ἄλλης ἐκδηλώσεως τοῦ αὐτοῦ πνεύματος – εἶναι ἡ πράξις πού ἀποκαλύπτει, ὅτι κατά τήν λειτουργίαν συντελεῖται ἀκριβῶς μία πορεία, μία παρέλασις θά ἔλεγε κανείς, τοῦ ὅλου κόσμου πρός τήν ἁγίαν τράπεζαν, ἑνός κόσμου, ὅπως εἶναι καί ὅπως θά εἶναι πάλιν μετ’ ὀλίγον, ὅταν ἡ ἐσχατολογική ἀναλαμπή, ἡ πρόγευσις τοῦ Παραδείσου, πού παρέχει ἡ Εὐχαριστία, κλείση, καί οἱ πιστοί κληθοῦν καί πάλιν «νά προέλθουν ἐν εἰρήνη» εἰς τόν κόσμον.
Ἡ ἐμπειρία αὐτή τῆς πορείας τῆς ὅλης ἀνθρωπίνης ζωῆς πρός μεταφοράν της εἰς τόν λειτουργικόν χῶρον δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μίαν κατάφασιν πού παραβλέπει ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι πλέον «καλός λίαν», ὅπως τόν εἶδεν ὁ Θεός κατά τήν ὥραν τῆς δημιουργίας, ἕνα παραμερισμόν δηλαδή τοῦ γεγονότος τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τό τραγικόν στοιχεῖον πού ἐπανέρχεται πάλιν καί πολλάκις εἰς τήν συνείδησιν τῆς λειτουργούσης Ἐκκλησίας : «Οὐδείς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν ἤ λειτουργεῖν σοι, βασιλεῦ τῆς δόξης», «Ἀλλ’ ὅμως…» ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι διά τήν λειτουργίαν, ὅπως διά τήν σύγχρονον θεολογίαν τῆς κρίσεως, τό ἀγχῶδες καί ἄλυτον πρόβλημα τοῦ κόσμου. Ἡ φθορά πού συνοδεύει τήν δημιουργίαν δέν καταφάσκεται ἤ ἀποφάσκεται εἰς τήν λειτουργίαν – ἄς μή παρασυρώμεθα ἀπό τό δίλημμα αὐτό. Ὁ κόσμος πού εἰσρέει εἰς τόν λειτουργικό χῶρον εἶναι αὐτός ὁ ἐφθαρμένος κόσμος καί εἰς τήν ἀποδοχήν του ἐντός τοῦ ναοῦ συντελεῖται μία κατάφασίς του. Ἀλλά τά πράγματα δέν σταματοῦν ἐδῶ. Διότι ὁ κόσμος αὐτός, εἰσρέει ἐκεῖ ἀκριβῶς διά νά μή μείνη ὅπως εἶναι. Ἡ λειτουργία εἶναι τό «φάρμακον τῆς ἀθανασίας», ἀκριβῶς διότι ἐν τῆ ἀποδοχῇ καί τῇ καταφάσει της πρός τόν κόσμον ἀντιφάσκει πρός τήν φθοράν του, τόν ἁγιάζει καί τόν «ἀναφέρει» εἰς τόν δημιουργόν ὡς γνησίαν δημιουργίαν : «τά σά ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα».
Ἡ ἀποδοχή αὐτή τοῦ κόσμου ὑπό τῆς λειτουργίας, δεικνύει πρός τήν κατεύθυνσιν ὅτι ὄντως ὁ κόσμος, διά τήν εὐχαριστιακήν θεώρησιν τῆς δημιουργίας δέν ἔπαυσε ποτέ νά εἶναι κόσμος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ ἁμαρτία καί ἡ φθορά δέν ἐδημιούργησαν ἕνα «ξένον Θεόν» τοῦ Μαρκίωνος καί τοῦ Harnack, ὅτι ὅ,τι εἴμεθα καί ὅ,τι πράττομεν καί ὅ,τι μᾶς ἐνδιαφέρει ἐν τῷ κόσμῳ ἠμπορεῖ καί πρέπει νά διέλθη ἀπό τά χέρια τότ ἱερουργοῦντος λειτουργοῦ ὡς «ἀναφορά» εἰς τόν Θεόν. Ἀλλ’ ὄχι διά νά μείνη οἷον εἶναι. Οὔτε διά νά παύση νά εἶναι ἐκεῖνο, τό ὁποῖον κατ’ οὐσίαν εἶναι. Ἀλλά διά νά γίνη ἐκεῖνο τό ὁποῖον ὄντως εἶναι καί τό ὁποῖον παραμορφώνει ἡ ἁμαρτία.
Τό παράδοξον αὐτό τῆς καταφάσεως καί τῆς ἀποφάσεως τοῦ κόσμου ὑπό τῆς λειτουργίας, ἡ μεταμόρφωσις δηλαδή τοῦ κόσμου, πού δέν καταστρέφει τόν κόσμον, ἡ ἀναγέννησις πού δέν τόν δημιουργεῖ ex nihilo ἡ ἀνακαίνισις πού δέν εἶναι ἀνανέωσις ἐξ ὑπαρχῆς, εἶναι ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ αὐτή αὕτη ἡ ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ἔκφανσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῷ ὁποίῳ ὁ παλαιός Ἀδάμ ἀνακαινοῦται, χωρίς νά καταστρέφεται, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις προσλαμβάνεται χωρίς νά τρέπεται, ὁ ἄνθρωπος θεοῦται, χωρίς νά παύῃ νά εἶναι ἄνθρωπος.
Ἡ τοιαύτη θεώρησις τοῦ κόσμου ὑπό τῆς Εὐχαριστίας δέν ἀφήνει περιθώρια διά τήν διχοτόμησιν μεταξύ φυσικοῦ καί ὑπερφυσικοῦ, μίαν διχοτόμησιν, εἰς τήν ὁποίαν ἐνέκλεισε τόν ἄνθρωπον ἡ δυτική θεολογία τοποθετήσασα αὐτόν πρό τοῦ διλήμματος νά ἐκλέξη μεταξύ τῶν δύο. Τό γεγονός αὐτό εἶναι, νομίζω, ἄκρως ὑποβοηθητικόν εἰς τήν σχέσιν τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν ἄνθρωπον τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δυσκολεύεται, ἄν δέν ἀδυνατεῖ, νά διαχώριση μεταξύ φυσικοῦ καί ὑπερφυσικοῦ. Τό ὑπερφυσικόν ὡς κάτι τό «ἐπέκεινα» τῆς φύσεως, λόγω τῶν νεωτέρων ἐπιστημονικῶν καί φιλοσοφικῶν ἐξελίξεων, δέν τό συλλαμβάνει πλέον. Καί ἡ χριστιανική συνείδησίς του ὑπό τό βάρος τῆς διχοτομήσεως αὐτῆς, πού τοῦ ἐκληροδότησεν ἡ δυτική θεολογία, δέν ἔχει παρά νά τόν ὁδηγήση εἴτε εἰς τήν καθολικήν ἀπόρριψιν τοῦ ὑπερφυσικοῦ, εἴτε εἰς μίαν διχοτόμησιν ἐντός αὐτῆς τῆς συνειδήσεώς του, εἰς μίαν κατάστασιν σχιζοφρένειας, καθ’ ἥν πότε τό δέχεται (διά νά μή προδώση τήν πίστιν του) καί πότε ἀδιαφορεῖ δι’ αὐτό (διότι ἡ καθημερινή ζωή τοῦ τό ἐπιβάλλει). Ἀλλά διά μίαν λειτουργικήν θεώρησιν τοῦ κόσμου δέν ὑπάρχει φυσικόν καί ὑπερφυσικόν. Ὑπάρχει φύσις καί δημιουργία ὡς ἑνιαία πραγματικότης, προερχομένη ἐκ τοῦ Θεοῦ καί «ἀναφερομένη» εἰς τόν Θεόν. Ὑπάρχει συνάντησις πλήρης, μέχρι ταυτισμοῦ, τῆς οὐρανίου πρός τήν ἐπίγειον πραγματικότητα («οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τόν τρισάγιον ὕμνον προσάδοντες» ), μία συνάντησις, εἰς τήν ὁποίαν καί αὐτός ὁ Θεός παύει νά νοῆται ὡς «ἐπέκεινα» τῆς φύσεως καί γίνεται ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Υἱοῦ Του «ὁ ἄνω τῷ Πατρί συγκαθήμενος καί ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών». Τοιουτοτρόπως ἡ Εὐχαριστία παρέχει τήν δυνατότητα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό μίαν διχοτομίαν, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κινδυνεύει ν’ ἀπόρριψη τόν Θεόν, ἐφ’ ὅσον ἡ θεολογία του Τόν ἐτοποθέτησεν εἰς μίαν σφαῖραν, πού δέν δύναται πλέον νά κατανόηση.
Ἀλλ’ ἀκόμη ἡ εὐχαριστιακή θεώρησις τοῦ κόσμου προχωρεῖ καί εἰς τήν ἄρσιν μιᾶς ἄλλης ἀντιθέσεως, εἰς τήν ὁποίαν ἡ γνωστικίζουσα καί ἑλληνίζουσα θεολογία ἐτοποθέτησε τόν ἄνθρωπον τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ αἰωνιότητος καί χρόνου. Ἡ ἱστορία καί ὁ χρόνος πού θεωροῦνται συνήθως εἴτε ὡς ἀναγκαῖον κακόν εἴτε ὡς ὁ «προθάλαμος» τῆς αἰωνιότητος, διασταυρώνονται εἰς τήν Εὐχαριστίαν μέ τήν αἰωνιότητα, ἡ ὁποία τοιουτοτρόπως παύει νά εἶναι κάτι πρίν ἤ μετά τόν χρόνον καί εἰς μίαν μυστικήν συνύφανσιν τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος, γίνεται ἀκριβῶς ἡ διάστασις ἐκείνη, εἰς τήν ὁποίαν ἠμπορεῖ νά εὕρη πλήρη ἀποδοχήν καί ἐξαγιασμόν ὁ χρόνος, ὡς τό πεδίον πραγματοποιήσεως τοῦ προαιωνίου σχεδίου τοῦ Θεοῦ διά τήν σωτηρίαν μας : «μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καί πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀνόδου, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν παρουσίας, τά σὰ ἐκ τῶν σῶν σοι προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα».
Ἀλλ’ ἡ Ὀρθόδοξος λειτουργική ζωή ἔχει καί μίαν ἰδιάζουσαν θεώρησιν αὐτοῦ τούτου τοῦ ἀνθρώπου, θεώρησιν πού συναντᾶ τόν ἄνθρωπον τῆς ἐποχῆς μας καί τάς ἀναγκάς του. Ὁ νεώτερος ἄνθρωπος σύρει ἐπίσης – ἀπό τήν θεολογικήν παράδοσιν αἰώνων – τό ἄγχος τῆς διχοτομήσεώς του εἰς σῶμα καί ψυχήν, εἰς πνεῦμα καί ὕλην, κατά τρόπον πού τοῦ δημιουργεῖ τό δίλημμα μιᾶς ἐκλογῆς μεταξύ τῶν δύο, ἐφ’ ὅσον ἡ σαφῶς πνευματική περιοχή εἶναι διά τόν σύγχρονον ἄνθρωπον ἀσύλληπτος. Εἰς τήν Ὀρθόδοξον λειτουργικήν ζωήν μέ τήν τόσον ἔντονον μέριμνάν της διά τό σῶμα καί τάς ἀνάγκας του, μέ τήν ὕλην εἰς τήν ἡμερησίαν διάταξίν της εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε ὄχι μόνον ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος νά ταυτίζωνται πρός αὐτόν τόν Κύριον, ἀλλά καί τά ξύλα καί τά χρώματα νά γίνωνται οἱωνεί ἐνσαρκώσεως ἁγίων, καί τά ὀστᾶ καί τά λείψανά των φορεῖς καί ἐκφράσεις ἁγιαστικῆς προσωπικῆς παρουσίας• εἰς μίαν λειτουργικήν παράδοσιν, εἰς τήν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι μετέχουν ὡς ὁλόκληροι ἄνθρωποι καί ὄχι κλείοντες τούς ὀφθαλμούς των κατά τά πρότυπα δυτικῆς εὐσέβειας, διά νά συναντήσουν τόν Θεόν εἰς μίαν ἐξαϋλωμένην δῆθεν – ἐν τῇ οὐσίᾳ ὅμως ψυχολογικήν ἁπλῶς – σχέσιν μετά τοῦ Θεοῦ• εἰς μίαν τοιαύτην διαφύλαξιν τῆς ἑνιαίας φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τί θά εὕρισκεν ἀδύνατον ν’ ἀποδεχθῆ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πού ἔπαυσε πλέον – καί οὐδείς «δύναται νά τόν κατακρίνη δι’ αὐτό – νά σκέπτεται, εἰς Πλατωνικὰς καί Ἀριστοτελικὰς ἀνθρωπολογικὰς κατηγορίας;
Ἀλλ’ ἐκτός τῆς διαφυλάξεως τῆς ἀκεραιότητός του ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκει εἰς τήν Εὐχαριστίαν καί μίαν ἄλλην θεμελιώδη ἰδιότητά του, τῆς ὁποίας ἡ ἀπώλεια εἰς τάς ἡμέρας μας τοῦ δημιουργεῖ κρίσιν πραγματικήν εἰς τήν συνείδησιν καί τήν ζωήν του. Ὑπεγραμμίσαμεν εἰς τήν ἀρχήν, καί πρέπει πάντοτε νά ὑπογραμμίζωμεν, ὅτι ἡ Εὐχαριστία δέν εἶναι τό πεδίον μιᾶς κατακόρυφου συναντήσεως ἑνός ἑκάστου μετά τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἡ κατ’ ἐξοχήν κοινωνική καί ἐκκλησιαστική ἐκδήλωσις, καί ὡς τοιαύτη διετηρήθη, ἔστω καί τυπικῶς, εἰς τήν Ἀνατολήν. Εἰς οὐδεμίαν ἴσως ἄλλην των ἐκδήλωσιν οἱ χριστιανοί παύουν νά ἐνεργοῦν ὡς ἄτομα, μετασχηματιζόμενοι εἰς Ἐκκλησίαν. Εἰς τήν Εὐχαριστίαν ἡ προσευχή, ἡ πίστις, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη – ὅσα δηλαδή οἱ πιστοί ἐκτός αὐτῆς ἐνεργοῦν κατ’ ἰδίαν – παύουν νά εἶναι ἐκδηλώσεις μου καί μεταβάλλονται εἰς ἐκδηλώσεις μας, ἐνῶ ἡ ὅλη σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ γίνεται σχέσις τοῦ Θεοῦ μετά τοῦ λαοῦ Του, μετά τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ Εὐχαριστία δέν εἶναι μόνον κοινωνία ἑνός ἑκάστου μετά τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κυρίως κοινωνία τῶν πιστῶν καί μετ’ ἀλλήλων, «οὐχί σώματα πολλά, ἀλλά σῶμα ἕν», ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύων πιστῶς τόν Παῦλον. Τοιουτοτρόπως ἡ βιβλική ἀλήθεια, ὅτι ἡ ὁδός πρός τόν Θεόν διέρχεται ἀπαραιτήτως διά τῆς ὁδοῦ πρός τόν πλησίον, ζῆ κατ’ ἐξοχήν εἰς τήν θεώρησιν τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τῆς Εὐχαριστίας.
Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄτομον καί νοεῖται ὡς πρόσωπον, ὡς πραγματικότης, δηλαδή πού δέν ἀποτελεῖ ἐξάρτημα μιᾶς μηχανῆς πρός ἐξυπηρέτησιν ἑνός σκοποῦ – ἔστω καί τοῦ ἱερωτέρου. Δέν εἶναι μέσον πρός ἕνα σκοπόν, ἀλλ’ αὐτοσκοπός, εἰκών καί ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μόνον ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς μετά τοῦ Θεοῦ καί μετά τῶν ἄλλων εὑρίσκει τήν δικαίωσίν της.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζῆ καθημερινῶς ὑπό τό βάρος τοῦ ἀντιθετικοῦ σχήματος μεταξύ ἀτόμου καί συνόλου. Ὁ κοινωνικός του βίος δέν εἶναι communio ἀλλά societas, καί ἡ βιαία καί δικαία ἀντίδρασίς του πρός τόν κολλεκτιβισμόν τόν ὁδηγεῖ εἰς τόν ἀτομισμόν – πού εἶναι παραδόξως καί ἡ προϋπόθεσίς του ! – ἀφοῦ δέν ἔχει ἄλλην ἐκλογήν. Ἡ χριστιανική παράδοσίς μας δέν τοῦ ἔδωκε τήν ἀνθρωπολογίαν, πού θά τόν ἐδικαίωνεν ὡς πρόσωπον, ἀφοῦ καί μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν πάντοτε ἐθεωρεῖτο εἴτε ὑπό τό πρίσμα τῆς ἀτομοκρατίας εἴτε ὑπό τό πρίσμα τῆς συλλογικότητος. Ἡ λειτουργία προϋποθέτει καί ὁδηγεῖ εἰς μίαν ἀνθρωπολογίαν, εἰς τήν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος δέν νοεῖται παρά ὡς «καινή κτίσις ἐν Χριστῷ». Ἡ λειτουργία πού δέν θεολογεῖ καί δέν ὁρίζει, ἀλλά δεικνύει καί ἀποκαλύπτει, ἀπαντᾶ εἰς τό ἐρώτημα «τί εἶναι ἄνθρωπος» δεικνύουσα πρός τόν Χριστόν ὡς τόν ἄνθρωπον par excellence, ὡς τόν ἄνθρωπον δηλαδή τόν ἡνωμένον μετά τοῦ Θεοῦ, τόν θεοποιημένον. Ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν «ἁγίων», τά ὁποῖα προσφέρονται «τοῖς ἁγίοις», ἡ πυξίς δεικνύει αὐτομάτως πρός τόν «ἕνα ἅγιον, ἕνα Κύριον, Ἰησοῦν Χριστόν», Ἐκεῖνον ἐν τῷ ὁποίῳ ὁ ἄνθρωπος ἐνούμενος διά τῆς θείας κοινωνίας γίνεται ἐκεῖνο τό ὁποῖον ὄντως εἶναι : πλήρης ἄνθρωπος.
Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τήν ἐμπειρίαν ἐκείνου πού μετέχει εἰς τήν Λειτουργίαν. Ἀλλά τί συμβαίνει, ὅταν «ἀπολυθῇ ἐν εἰρήνῃ» καί ἐπανέλθη εἰς τόν κόσμον; Ποίαν σημασίαν ἠμπορεῖ νά ἔχη διά τήν ἠθικήν καί κοινωνικήν ζωήν τοῦ κόσμου ἡ Εὐχαριστία ;
Συνηθίζομεν νά λέγωμεν, ὅτι διά τῆς Εὐχαριστίας ὁ ἄνθρωπος ἀντλεῖ τάς ὑπερφυσικὰς δυνάμεις πού θά τόν βοηθήσουν εἰς τόν ἀγώνα του κατά τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλ’ ἀνεξαρτήτως τῆς μεταγγίσεως αὐτῆς δυνάμεων, ἡ Εὐχαριστία ὡς πράξις καί ὡς κοινωνία προσφέρει εἰς τήν ἠθικήν ζωήν μίαν θεμελιώδη συμβολήν: τήν ἐπανεύρεσιν τοῦ ὀρθοῦ νοήματος τοῦ ἠθικοῦ βίου.
Ἡ θεολογική παράδοσίς μας ἔχει μετατρέψει τήν ἠθικήν ὡς σύστημα κανόνων συμπεριφορᾶς καί εἰς αὐτόνομον περιοχήν τῆς θεολογίας. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὡρισμένοι τύποι ἠθικῆς συμπεριφορᾶς ἀνήχθησαν εἰς νομικά κατασκευάσματα ἀπόλυτα καί ἄσχετα πρός τάς διαφόρους ἐποχάς τῆς Ἱστορίας καί πρός τήν ποικιλίαν τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι οὕτω μετατρέπονται εἰς ἀντιγράφοντας ἀλλήλους τύπους, διά νά κρίνουν ἐν συνέχειᾳ ἠθικῶς τόν κόσμον βάσει τῶν προτύπων των. Ἡ ἠθική συμπεριφορά προσλαμβάνει οὕτω χαρακτήρα νομικόν καί ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ γίνεται σχέσις δικανική, ὅπως τήν εἶχεν ἀνέκαθεν ἀντιληφθῆ ἡ Δύσις.
Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν παράδοσιν αὐτήν ἡ εὐχαριστιακή θεώρησις τοῦ κόσμου καί τῆς κοινωνίας δέν ἐπιτρέπει οὔτε ἀνέχεται αὐτονομίαν τῆς ἠθικῆς ἤ ἀναγωγήν της εἰς ἀπολύτους νομικούς κανονισμούς, ἀσχέτους πρός τόν χρόνον καί τήν ποικιλίαν τῶν προσώπων. Εἰς τήν Ὀρθόδοξον λειτουργικήν ζωήν ἡ ἠθικότης δέν πηγάζει ἀπό μίαν σχέσιν δικανικήν μέ τόν Θεόν, ἀλλ’ ἀπό μίαν μεταμόρφωσιν καί ἀνακαίνισιν τῆς κτίσεως καί τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, ὥστε κάθε ἠθική ἐπιταγή νά νοῆται μόνον ὡς συνέπεια τῆς μυστηριακῆς αὐτῆς μεταμορφώσεως. Εἰς μίαν μυστηριακήν θεώρησιν τῆς ἠθικῆς, ὅπως ἐπί παραδείγματι ἐκείνη πού συναντᾶ κανείς εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολήν τοῦ Παύλου, ἡ ἠθική συμπεριφορά νοεῖται μόνον ὡς προέκτασις τῆς λειτουργικῆς μεταμορφώσεως : «εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ… νεκρώσατε τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς… ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον…» (Ἄς σημειωθῆ ὅτι οἱ ὅροι «ἐκδύσασθαι» καί «ἐνδύσασθαι» εἶναι ἐδῶ λειτουργικοί καί συνδέονται ἀσφαλῶς, ὅπως καί ἡ ὅλη ὁρολογία τοῦ τμήματος αὐτοῦ της ἐπιστολῆς, μέ τήν μυστηριακήν πρᾶξιν τοῦ Βαπτίσματος ). Διὰ τοῦτο καί ἡ λειτουργία ἕν μόνον εἶδος ἠθικῆς ὁρολογίας χρησιμοποιεῖ: τόν «ἁγιασμόν τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν», ὥστε ἐν κοινωνίᾳ μετά «τῆς Παναγίας. . . καί πάντων τῶν ἁγίων» νά παραθέτωμεν «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ». Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἡ Εὐχαριστία δέν προσφέρει εἰς τόν κόσμον ἕνα σύστημα ἠθικῶν κανόνων, ἀλλά μίαν ἠγιασμένην κοινωνίαν, μίαν ζύμην πού θά ζυμώση ὄχι διά τῆς ἐπιβολῆς τῶν ἠθικῶν της προσταγῶν, ἀλλά διά τῆς ἁγιαστικῆς της παρουσίας τήν δημιουργίαν. Εἶναι μία παρουσία μαρτυρίας, πού δέν σφυρηλατεῖ δεσμά «δυσβάστακτα τοῖς ἀνθρώποις», διά νά τούς σύρη ἠθικῶς δεσμίους εἰς τήν σωτηρίαν, ἀλλά τούς καλεῖ εἰς τήν ἐλευθερίαν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, εἰς μίαν κοινωνίαν μέ τόν Θεόν, πού θά ἐπιφέρη τήν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος φαίνεται ν’ ἀποτινάσση μέ ἀγανάκτησιν τούς ἠθικούς κανόνας πού τοῦ ἔχει ἐπιβάλλει ἡ παράδοσις ἑνός χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ ἐπί αἰώνας τώρα. Ἄς μή συζητοῦμε τά αἴτια αὐτῆς τῆς καταστάσεως καί ἄς περιορισθοῦμε εἰς τήν διαπίστωσιν ὅτι τό οἰκοδόμημα, πού ἀνεγείραμε μέ τόσον ζῆλον συναρμολογοῦντες τάς ἀγαπητὰς μας ἠθικὰς ἀξίας, ἀπεδείχθη ἤδη διά τόν ἄνθρωπον μία φυλακή, τῆς ὁποίας τά θεμέλια σείονται ἀπό τήν ἀντίδρασίν του. Μᾶς ἀπασχολεῖ τό πρόβλημα τῆς πτώσεως τῶν ἀξιῶν αὐτῶν καί ἀποροῦμε διατί ἡ φωνή μας ὡς χριστιανῶν πίπτει εἰς τό κενόν. Καταφεύγομεν εἰς ὀρθολογικά καί ἠθικά κηρύγματα, διά νά πείσωμεν τόν κόσμον, καί ἀποτυγχάνομεν. Χρησιμοποιοῦμε τά δογματικά κηρύγματα καί δέν ἀκουόμεθα καί πάλιν. Ὁ λόγος προσφέρεται καί ὁ κόσμος «αὐτόν οὐ λαμβάνει». Καί εἰς τήν αὐτοκριτικήν μας λησμονοῦμεν, ὅτι ὁ λόγος τοῦ χριστιανισμοῦ δέν εἶναι λέξις, ἀλλά πρόσωπον δέν εἶναι φωνή, ἀλλά ζῶσα παρουσία• μία παρουσία, πού ἐνσαρκώνεται κατ’ ἐξοχήν εἰς τήν Εὐχαριστίαν, εἰς μίαν Εὐχαριστίαν, πού εἶναι σύναξις καί κοινωνία. Ἡ κοινωνία αὐτή, πού μεταμορφώνεται, διά νά μεταμόρφωση, δέν ὑπάρχει πλέον. Τήν διέλυσεν ἡ εὐσεβιστική ἀτομοκρατία μας, πού ἐπίστευεν ὅτι δέν χρειάζεται τήν ἐνορίαν, τήν εὐχαριστιακήν αὐτήν κοινότητα, διά νά δράση εἰς τόν κόσμον. Τήν ὑπεκατέστησεν ἡ διδακτική λογοκρατία μας, πού ἐπίστευσεν ὅτι ἀρκεῖ νά ὁμιλήσωμεν πρός τόν κόσμον, διά νά τόν μεταβάλωμεν. Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς παρουσία εἰς τόν κόσμον ἔγινεν ἄμβων χωρίς Θυσιαστήριον καί ἄθροισμα χριστιανῶν χωρίς ἑνότητα καί σύναξιν. Δέν ἀντλοῦμε τάς ἠθικὰς ἐπιταγὰς μας ἀπό τήν νέαν ζωήν πού γενυόμεθα εἰς τήν εὐχαριστιακήν μας σύναξιν καί ἡ κοινωνία φαίνεται, νά ἔχη χάσει τό φύραμα τῆς θεονόμου κοινωνίας πού θά τήν ζύμωση εἰς μίαν ἠθικήν ἀναγέννησιν.
Μέ ὅλα αὐτά δέν εἰσηγοῦμαι ὅτι ἡ εὐχαριστιακή θεώρησις τῆς κοινωνίας μας θά λύση τά ἠθικά προβλήματά της. Ἀντιθέτως, πρέπει νά τονισθῆ, ὅτι εἰς μίαν εὐχαριστιακήν θεώρησιν τοῦ κόσμου δέν ἔχει θέσιν τό «ὄπιον» ἑνός κοινωνικοῦ εὐαγγελίου. Ὁ ἐπίγειος παράδεισος μιᾶς ἠθικῶς τελείας κοινωνίας ἀποτελεῖ προσδοκίαν πού ἐγέννησε ὁ δυτικός ὀρθολογισμός, καί πού ἡ μαρτυρία τῆς Εὐχαριστίας ἀδυνατεῖ νά υἱοθετήση. Διότι ἡ Εὐχαριστία εἰς τήν ἐσωτέραν φύσιν της ἐμπεριέχει μίαν ἐσχατολογικήν διάστασιν, πού ὅσον καί ἄν εἰσδύει εἰς τήν Ἱστορίαν, δέν μεταβάλλεται ἀπόλυτα εἰς Ἱστορίαν. Εἶναι ἡ δραματικωτέρα μαρτυρία μιᾶς συναντήσεως τοῦ ἐσχάτου μέ τήν Ἱστορίαν, τοῦ τελείου μέ τό σχετικόν ἐντός τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως – ἐδῶ καί τώρα. Εἶναι ἡ μαρτυρία μιᾶς ἠθικῆς πού δέν εἶναι ἱστορική ἐξέλιξις, ἀλλ’ ὑπαρξιακή μάχη, πού κερδίζεται, διά νά χαθῆ καί πάλιν, μέχρις ὅτου κερδηθῆ ὁριστικῶς «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». Ἡ ἐσχατολογική αὐτή διείσδυσις εἰς τήν Ἱστορίαν δέν εἶναι μία λογικῶς καί ἐμπειρικῶς νοητή ἱστορική ἐξέλιξις, ἀλλά μία κατακόρυφος κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού μέ τήν ἐπίκλησίν Του, τήν τόσον θεμελιώδη καί χαρακτηριστικήν διά τήν Ὀρθοδοξίαν, ὁ «νῦν αἰών» μεταμορφοῦται εἰς «καινήν κτίσιν» ἐν Χριστῷ. Ἡ κάθοδος αὐτή τοῦ οὐρανοῦ εἰς τήν γῆν, πού καθιστᾶ δυνατήν τήν ἀναφοράν τῆς γῆς εἰς τόν οὐρανόν, γεμίζει τήν γῆν μέ φῶς καί χάριν καί χαράν καί κάνει τήν λειτουργίαν μίαν ἑορτήν, μίαν πανήγυριν, ἀπό τήν ὁποίαν οἱ πιστοί ἐπιστρέφουν εἰς τόν κόσμον χαρούμενοι καί χαρισματοῦχοι. Ἀλλ’ ἔξω ἀπό τήν πύλην τοῦ ναοῦ τούς ἀναμένει πάντοτε ἡ πάλη. Μέχρι τοῦ τέλους τῶν καιρῶν θά διανύουν τήν εὐχαριστιακήν πορείαν των λαμβάνοντες γεῦσιν μόνον ἀπό τήν θεόνομον κοινωνίαν, διά νά τήν ἀναμίξουν μετ’ ὀλίγον μέ τήν πικρὰν γεῦσιν τοῦ κακοῦ. Ἡ Εὐχαριστία θά τούς ἔχη δώσει τήν πλέον ζωντανήν διαβεβαίωσιν τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ διαβόλου, μιᾶς νίκης ὅμως πού εἰς τήν γῆν αὐτήν θά εἶναι νίκη «κενωτική», νίκη σταυροῦ, νίκη ἀσκήσεως ἡρωικῆς, ὅπως τήν ἀντελήφθη καί τήν ἔζησεν ἡ Ἀνατολή μέ τόν μοναχισμόν της.
Τοιουτοτρόπως ἡ Εὐχαριστία θ’ ἀνοίγη πάντοτε τόν δρόμον ὄχι πρός τό ὄνειρον μιᾶς ἐξελικτικῆς ἠθικῆς τελειώσεως τοῦ κόσμου, ἀλλά πρός τήν ἀνάγκην τῆς ἡρωικῆς ἀσκήσεως, τῆς ἐμπειρίας τῆς κενώσεως καί τοῦ Σταυροῦ, εἰς τήν ὁποίαν καί μόνον θά βιοῦται ἐν τῷ κόσμῳ ἡ νίκη τῆς Ἀναστάσεως μέχρι τοῦ τέλους τῶν καιρῶν. Συγχρόνως ὅμως θά χαρίζη εἰς τόν κόσμον τήν γεῦσιν τῆς ἐσχατολογικῆς πραγματικότητος, ἡ ὁποία εἰσδύει εἰς τήν Ἱστορίαν διά τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί καθιστᾶ ἐν τόπῳ καί χρόνῳ δυνατήν τήν θέωσίν μας. Χωρίς τήν διάστασιν αὐτήν πού φέρει ἡ Εὐχαριστία εἰς τόν κόσμον, καμμία μέθοδος ἱεραποστολῆς, καμμία εὐφυής διπλωματία «διαλόγου μέ τόν κόσμον» καί οὐδέν σύστημα ἠθικῆς θά ἠμπορέσουν νά μεταμορφώσουν τόν σύγχρονον κόσμον ἐν Χριστῷ.
Ἡ κρίσης τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου εἰς τήν σχέσιν του μέ τόν Χριστόν καί ἡ ἀδυναμία τοῦ Χριστιανισμοῦ νά τόν συνάντηση, ἴσως ὀφείλονται κατά μέγα μέρος εἰς τήν θεολογικήν παράδοσιν πού τοῦ ἐδώκαμε, αὐτήν πού τόν ἐδιχοτόμησε, τόν κατέστησε σχιζοφρενικόν, τόν ἐτοποθέτησεν εἰς σχήματα δυαλιστικά ἤ εἰς ἀσφυκτικά ἠθικά κατασκευάσματα καί τοῦ διέσπασε τήν ἀκεραιότητα. Καί, ἐνῶ ἡ παράδοσις αὐτή ἦτο διά τό παρελθόν ὁ τρόπος τῆς σκέψεώς του, ὅταν μετά τήν νέαν θεώρησιν τῆς ζωῆς πού ἀνεπτύχθη διά τῆς νεωτέρας ἐπιστήμης καί φιλοσοφίας ὅλα αὐτά τά σχήματα κατέπεσαν καί εὑρέθη οὗτος εἰς τό δίλημμα τί νά ἐκλέξη μεταξύ τῶν ἀντιθέσεων πού τοῦ ἐδώκαμε, ἡμεῖς ἐπεδόθημεν εἰς μίαν ἀπολογίαν τῶν σχημάτων τούτων, μέ ἀποτέλεσμα τήν κρίσιν εἰς τάς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμον.
Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ἡ Ὀρθοδοξία ἵσταται ὡς μία μαρτυρία ἀποτυχημένη θεολογικῶς, ἐφ’ ὅσον συνεχίζει καί αὐτή τήν ἀπολογίαν τῶν σχημάτων τούτων. Ἵσταται ὅμως ὡς ἡ ἐλπίς τοῦ κόσμου λειτουργικῶς, ἐφ’ ὅσον εἰς τήν Εὐχαριστίαν της αἴρονται αἱ διχοτομήσεις αὖται καί ὁ ἄνθρωπος ἐπανευρίσκει τήν ἀκεραιότητά του καί τήν κοινωνίαν του μέ τόν Θεόν. Ἐάν ἡ Ὀρθοδοξία συνειδητοποίηση τοῦτο, ἴσως ἀχθῆ ἐγκαίρως εἰς ἀναθεωρήσεις θεολογικὰς καί λάβη μέτρα πρακτικά εἰς τρόπον, ὥστε νά σώση ἑαυτήν ἀπό τήν ἐκκοσμίκευσιν καί τόν κόσμον ἀπό τήν ἀπομάκρυνσίν του ἀπό τόν Θεόν.