–Γέροντα, ὅταν δὲν δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους γιὰ μία πράξη τους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχω σκληρὴ καρδιά;
-Δὲν δικαιολογεῖς τοὺς ἄλλους καὶ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου; Μεθαύριο καὶ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ δικαιολογήσει. Μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει σκληρὴ σὰν πέτρα, ἂν φερθεῖ μὲ κακία, καὶ σὲ μία στιγμὴ νὰ γίνει πολὺ τρυφερή, ἂν φερθεῖ μὲ ἀγάπη. Νὰ ἀποκτήσεις μητρικὴ καρδιά. Βλέπεις, ἡ μάνα ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ καμμιὰ φορᾶ κάνει πὼς δὲν βλέπει.
Ὅποιος κάνει σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία, γιὰ ὅλους βρίσκει ἐλαφρυντικά, ὅλους τους δικαιολογεῖ, ἐνῶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ποτὲ δὲν τὸν δικαιολογεῖ, ἀκόμη καὶ ὅταν ἔχει δίκαιο. Πάντοτε λέει ὅτι φταίει, γιατί σκέφτεται ὅτι δὲν ἀξιοποιεῖ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δίνονται. Βλέπει λ.χ. ἕναν νὰ κλέβει καὶ σκέφτεται ὅτι καὶ ὁ ἴδιος, ἂν δὲν εἶχε βοηθηθεῖ, θὰ ἔκλεβε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν καὶ λέει: «Ὁ Θεὸς ἐμένα μὲ βοήθησε, ἀλλὰ ἐγὼ οἰκειοποιήθηκα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι…
μεγαλύτερη κλεψιά. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι τοῦ ἄλλου ἡ κλεψιὰ φαίνεται, ἐνῶ ἡ δική μου δὲν φαίνεται». Ἔτσι καταδικάζει τὸν ἑαυτό του καὶ κρίνει μὲ ἐπιείκεια τὸν συνάνθρωπό του. Ή, ἂν δεῖ στὸν ἄλλον ἕνα ἐλάττωμα, εἴτε μικρὸ εἴτε μεγάλο, τὸν δικαιολογεῖ, βάζοντας καλοὺς λογισμούς. Σκέφτεται ὅτι καὶ αὐτὸς ἔχει πολλὰ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα βλέπουν οἱ ἄλλοι. Γιατί, ἂν ψάξει κανείς, βρίσκει πολλὰ στραβὰ στὸν ἑαυτό του, ὥστε μπορεῖ εὔκολα νὰ δικαιολογεῖ τὸν ἄλλον. Πόσα καὶ πόσα δὲν ἔχουμε κάνει! «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῆς. Κύριε».
– Ὅταν, Γέροντα, μοῦ ζητήσουν μία ἐξυπηρέτηση καὶ τὴν κάνω πρόθυμα, ἀλλὰ πάνω στὴν βιασύνη κάνω μία μικρὴ ζημιὰ καὶ μοῦ κάνουν παρατήρηση, δικαιολογῶ τὸν ἑαυτό μου.
-Πῆγες νὰ κάνεις ἕνα καλό, ἔκανες καὶ μία μικρὴ ζημιά. Δέξου τὴν παρατήρηση γιὰ τὴν μικρὴ ζημιά, γιὰ νὰ λάβεις ὁλόκληρη τὴν ἀμοιβή. Ὁ διάβολος εἶναι πολὺ πονηρός. Τὴν τέχνη τοῦ τὴν ξέρει ἄριστα. Τὴν πείρα τόσων χρόνων νὰ μὴν τὴν ἀξιοποιήσει! Σὲ βάζει νὰ δικαιολογηθεῖς, γιὰ νὰ χάσεις τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες. Ὅταν δεῖς ἕναν ἄνθρωπο καταϊδρωμένο νὰ σηκώνει στὸν ὦμο τοῦ ἕνα φορτίο κι ἐσὺ πᾶς νὰ τοῦ τὸ πάρεις, γιὰ νὰ τὸν ἐλαφρώσεις, ε, αὐτὸ εἶναι κάπως φυσικό. Εἶδες τὸ βάρος ποὺ κουβαλοῦσε, κινήθηκες ἀπὸ φιλότιμο καὶ ἔτρεξες νὰ τὸν βοηθήσεις. Τὸ νὰ σηκώσεις ὅμως μία κουβέντα ποὺ θὰ σοὺ πεῖ ὁ ἄλλος ἄδικα, αὐτὸ ἔχει ψωμὶ Ἄν, ὅταν μᾶς κάνουν μία παρατήρηση, ἀμέσως δικαιολογούμαστε, αὐτὸ φανερώνει ὅτι ἔχουμε ἀκόμη μέσα μᾶς ὁλοζώντανο τὸ κοσμικὸ φρόνημα.
-Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ δικαιολογία;
-Στὸν ἐγωισμό. Ἡ δικαιολογία εἶναι πτώση καὶ διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴ δικαιολογεῖται κανείς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται εἰς βάρος του. Αὐτὴ ἡ δικαιολογία μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι δὲν τὸ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ; Ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Θεός: «μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸ δένδρο ποῦ σου εἶπα νὰ μὴ φᾶς;», ἐκεῖνος δὲν εἶπε: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ναί, ἔσφαλα», ἀλλὰ δικαιολογήθηκε. «Ἡ γυναίκα πού μου ἔδωσες, εἶπε, αὐτή μου ἔδωσε καὶ ἔφαγα». Σὰν νὰ ἔλεγε: «Ἐσὺ φταῖς ποῦ ἔπλασες τὴν Εὕα»! Μήπως ἦταν ὑποχρεωμένος ὁ Ἀδὰμ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ ἀκούσει τὴν Εὕα; Ρωτάει ὁ Θεὸς καὶ τὴν Εὕα κι ἐκείνη ἀπαντάει: «Τὸ φίδι μὲ ἀπάτησε». Ἂν ἔλεγε ὁ Ἀδάμ: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ἔσφαλα» καὶ ἂν ἔλεγε καὶ ἡ Εὕα: «ἐγὼ ἔσφαλα», ὅλα θὰ τακτοποιοῦνταν. Ἀλλὰ ἀμέσως δικαιολογία-δικαιολογία.
-Γέροντα, τί φταίει, ὅταν κάποιος δὲν καταλαβαίνει πόσο κακὸ εἶναι ἡ δικαιολογία;
-Τί φταίει; Ὅτι φταίει! Ὅταν κανεὶς δικαιολογεῖ συνεχῶς τὸν ἑαυτό του καὶ νομίζει ὅτι οἱ ἄλλοι δὲν τὸν καταλαβαίνουν, ὅτι ὅλοι εἶναι ἄδικοι καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ πάσχει, εἶναι τὸ θύμα, ἀπὸ ’κει καὶ πέρα εἶναι ἀνεξέλεγκτος. Καὶ τὸ παράξενο μερικὲς φορὲς ποιὸ εἶναι; Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔχει ἀδικήσει καὶ φταίει, λέει: «Ἐγὼ θὰ τὴν δεχόμουν τὴν ἀδικία, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ κολασθεῖ ὁ ἄλλος». Πάει δηλαδὴ νὰ δικαιολογηθεῖ, δῆθεν ἀπό… ἀγάπη, γιὰ νὰ ἔρθει σὲ συναίσθηση ὁ ἄλλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο νομίζει ὅτι ἀδικήθηκε, καὶ νὰ μὴν κολασθεῖ! Ἢ ἀρχίζει νὰ δίνει ἕνα σωρὸ ἐξηγήσεις, μὴν τυχὸν καταλάβει ὁ ἄλλος κάτι λάθος καί… κολασθεῖ! Βλέπετε ὁ διάβολος τί λεπτὴ ἐργασία κάνει;
Γ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Πνευματικὸς ἀγώνας. Λόγοι», τ Γ΄, ἔκδ. Ι. Ἠσυχ, Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή, Θὲσ/νίκης, σ. 86-89