Βασισμένο σέ πραγματικά γεγονότα



Νίκης Τρακοσιῆ Φιλολόγου

14 τοῦ Σεπτέμβρη, μέ τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας σκέφτηκε νά πάει κατευθείαν στό γηροκομεῖο νά δεῖ τή γιαγιά Σταυρούλα κι ὕστερα νά πάει σπίτι.
Στήν πραγματικότητα δέν εἶχε καί πολλή ὄρεξη γιά κουβέντες. Βαριά ἔνιωθε τήν ψυχή της αὐτές τίς μέρες, ἀλλά τό ἤξερε ὅτι ἄν πήγαινε πρῶτα σπίτι, μᾶλλον δέ θά ἔμενε περιθώριο καί γιά τή γιαγιά.
Ἀδικημένη τήν εἶχαν πάντα, ἀλλά ἐκείνη ποτέ δέν εἶχε ἀπαίτηση. Χαιρόταν τόσο, ὅταν τούς ἔβλεπε, ἀλλά δέν παραπονιόταν ποτέ ἄν ἀργοῦσαν νά πᾶνε.
Σήμερα, μιά πού γιόρταζαν κι οἱ δύο τους, ἔπρεπε νά πάει. Ἀπό τή γιαγιά Σταυρούλα πῆρε τo ὄνομά της ἡ ἴδια κι εἶχαν ἰδιαίτερη ἀδυναμία ἡ μία στήν ἄλλη. «Καί τί νά τῆς εὐχηθῶ»; σκεφτόταν. «Τά χρόνια πολλά σάν ἀστεῖο ἀκούγεται».
Τά εἶχε τά πολλά χρόνια στήν πλάτη ἡ γιαγιά καί δέν ἐπιθυμοῦσε περισσότερα. «Καλό παράδεισο»  «καλή ὑπομονή» ἤθελε νά τῆς εὔχονται, ἰδιαίτερα τούς τελευταίους μῆνες, πού βασανιζόταν πολύ ἀπό τίς ἀρρώστιες πούἔφθειραν σιγά-σιγά τό ἐξασθενημένο σῶμα της.
Μέ τόν βασιλικό πού τῆς ἔδωσε ὁ Ἱερέας μπῆκε στό δωμάτιό της. Φωτίστηκε τό πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς, σάν παιδάκι ἔκανε ἀπ’ τή χαρά της. Πῆρε τό βασιλικό καί τό φιλοῦσε, νά πάρει κι αὐτή λίγη χάρη, ὅπως ἔλεγε. «Τήν εὐχή μου νά ’χεις πού μοῦ ἔφερες λίγη χάρη τοῦ Σταυροῦ, Σταυρούλα μου».
-Πῶς εἶσαι, γιαγιά;
-Καλά, κόρη μου, καλά δόξα νά ̓χει ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος καλά μᾶς ἔχει. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε καλοί.
«Ἄχ, γιαγιά», σκέφτηκε.
«Τόσα βάσανα στή ζωή σου… ὅσα ξέρουμε δηλαδή, γιατί μόνη σου τά τραβοῦσες καί πάντα μέ τό δόξα σοι ὁ Θεός. Κι ἄν δέν ἤσουν καλή, δέν ξέρω ἐμεῖς ποῦ θά βρισκόμαστε τώρα. Ποιός θά κρατοῦσε τό βάρος στή δική μας οἰκογένεια, ἄν θά βρίσκαμε ἐμεῖς τά ἐγγόνια σου, ἕνα ἀποκούμπι στίς μεγάλες φουρτοῦνες τῆς δικῆς μας παιδικῆς ζωῆς. Ἄχ, γιαγιάκα! Ἄν δεν ἤσουν καλή»!
Βούρκωσαν τά μάτια της, ἄθελά της, γιατί αὐτές τίς μέρες πεθύμησε τόσο νά ἔχει ἕνα ἀποκούμπι σάν ἐκεῖνο τῆς γιαγιᾶς… Πολύ δύσκολα κυλοῦσε ἡ δική της ζωή. Κόπος πολύς, ἀσυνεννοησία, εὐθύνες ὑπερβολικές… Οἱ ἄλλοι φαίνονταν ἀνέμελοι, ἡ ἴδια ἔνιωθε πολύ φορτωμένη… Πολύ βαρύς τῆς φαινόταν ὁ δικός της σταυρός.
Μέ κάποιο παράπονο ἄκουσε σήμερα στό Εὐαγγέλιο τό, «ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ…»
Ἄρχισαν τήν κουβέντα τους, ρωτοῦσε ἡ γιαγιά γιά τά δισέγγονα καί γιά τά ἐγγόνια, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά μιλήσουν γιά πολύ. Ἡ διπλανή γιαγιά ἄρχισε νά φωνάζει γεμάτη θυμό, νά παραπονιέται γιά τίς φροντίστριες, νά ἀπαιτεῖ νά τίς φωνάξουν ἀμέσως…
Δέν ἦταν ἡ πρώτη φορά πού γινόταν αὐτό, ἀλλά σήμερα ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονες οἱ φωνές της. Πρόβαλε στήν πόρτα μία φροντίστρια, γιά νά δεῖ τί συνέβαινε.
-Χαρά στήν ὑπομονή της! εἶπε δείχνοντας μέ τό βλέμμα τή γιαγιά Σταυρούλα. Ὅλη τή νύχτα φωνάζει καί δέν τήν ἀφήνει νά ἡσυχάσει κι αὐτή ἄρρωστη γυναίκα. Καί δέν λέει λέξη, δέν ἀπαντᾶ, δέν παραπονιέται. Ἄλλη θά μᾶς ἔκανε χίλια παράπονα γιά νά τήν πάρουμε ἀλλοῦ.
Αὐτό δέν τό γνώριζε. Ἔτσι, λοιπόν! Κι ἐκεῖ, μεσ’ τήν ταλαιπωρία ἡ γιαγιά; Σηκώθηκε ἀμέσως ἀπό τή θέση της.
-Ποῦ πᾶς; Φεύγεις κιόλας;
-Ὄχι, πάω μία στιγμή ἔξω καί ἔρχομαι.
Πῆγε κατευθείαν στήν διευθύντρια, γιά νά ἀπαιτήσει νά ἀλλάξουν συγκάτοικο στή γιαγιά.
Δέν γίνεται καί τώρα στό τέλος τῆς ζωῆς της νά μήν μπορεῖ νά ἡσυχάσει ἕνα βράδυ.
Ἀρκετά βάσανα πέρασε στή ζωή της. Λίγη ἄνεση στό τέλος, εἶχε δικαίωμα νά τή ζητήσει. Καλά καλά δέν τελείωσε τήν πρότασή της στήν διευθύντρια καί πῆρε τήν ἀπάντηση.
Ἐγώ ἡ ἴδια στενοχωριέμαι γι’ αὐτή τήν κατάσταση. Ἐδῶ παραπονιοῦνται ἀπό πλαϊνά δωμάτια… Ψές ἄδειασε ἕνα κρεβάτι. Πῆγα ἀμέσως καί εἶπα στή γιαγιά σου ὅτι θά μετακόμιζε, γιά νά εἶναι πιό ἥσυχη.
Ξέρεις τί μοῦ ἀπάντησε; «εὐχαριστῶ, κόρη μου, ἀλλά ἀφῆστε με ἐκεῖ πού εἶμαι. Ἐγώ σέ λίγο θά πεθάνω. Θά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριο, θά δώσω λόγο γιά ὅλα. Ἄν μοῦ πεῖ ὅτι τόν τελευταῖο σταυρό μου δέν τόν ἄντεξα, δέν τόν κράτησα; Εἶναι καί τοῦ Σταυροῦ αὔριο. Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ».
Τῆς εἶπα ὅτι δέν θά δυσκόλευε κανέναν. Ἦταν σίγουρη γι’ αὐτό πού ἤθελε. «Μπορεῖ σήμερα-αὔριο νά ἔλθει κάποια ἄλλη. Ποῦ θά τή βάλετε; Μπορεῖ νά μήν ἀντέχει τίς φωνές. Ἐγώ ἀντέχω…».
Γύρισε πίσω στό δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς. Ἡ ἄλλη συνέχιζε τήν γκρίνια. Κύλησε τό τροχοκάθισμα τῆς γιαγιᾶς νά πᾶνε «βόλτα» καί κάθισαν στό σαλονάκι, ὅπου ἦταν κι ἄλλες «φιλενάδες». Ἄλλες καταγίνονταν μέ κάποιο ἐργόχειρο, ἄλλες βυθισμένες στόν «κόσμο» τους.
Ἐκεῖ ἦταν καί ἡ γιαγιά Ἑλένη, χαρούμενη πού εἶχε κοντά της τόν ἐγγονό της. Τῆς προκάλεσε κάποια ἔκπληξη ἡ παρουσία του, γιατί ὡς τώρα δέν εἶχε δεῖ κάποιο παιδί τῆς γιαγιᾶς Ἑλένης καί ἀπό λεπτότητα δέν τή ρώτησε ποτέ.
-Ἔχεις τόσο μεγάλο ἐγγονό, κυρία Ἑλένη! Νά τόν χαίρεσαι!
-Τρεῖς ἔχω, ὁ Θεός νά τούς ἔχει καλά. Ἔρχονται ὅποτε μποροῦν, πότε ὁ ἕνας, πότε ὁ ἄλλος.
-Γιά μᾶς ἡ γιαγιά ἦταν τό μεγάλο στήριγμα. Τῆς χρωστοῦμε πολλά. Εἶπε ὁ ἐγγονός, χωρίς νά ἀκούσει ἡ γιαγιά. Καί δείχνοντας μέ τό βλέμμα του τή γριά, πρόσθεσε. Μεγάλη ἡρωίδα αὐτή πού βλέπετε.
Τῆς κίνησαν τήν περιέργεια τά λόγια του.
-Πόσα παιδιά ἔχεις, κυρία Ἑλένη;
-Ὁ γιός μου ὁ Ἀντρέας εἶναι ἀγνοούμενος ἀπό τήν εἰσβολή… Δόξα σοι ὁ Θεός! Ὁ γιός μου ὁ Ἰάκωβος πέθανε τριανταπέντε χρονῶν καί μᾶς ἄφησε τοῦτα τά τρία παιδιά. Δόξα νά ᾽χει ὁ Κύριος. Δέν παραπονέθηκα ποτέ.
Μέ τή νύφη μου τά μεγαλώσαμε, μέ στερήσεις, μέ δυσκολίες… Ὅμως, νά τρεῖς λεβέντες μέ τή μόρφωσή τους, μέ τή δουλειά τους, καλοί καί χρυσοί ἄνθρωποι. Δόξα νά ᾽χεις, Κύριε!
-Γιά κάτι τέτοιες ἡρωίδες ἔπρεπε νά φτιάχνουν μνημεῖα στίς πλατεῖες, νά περνοῦμε νά ὑποκλινόμαστε. Συμπλήρωσε
τήν κουβέντα του ὁ ἐγγονός σιγά, νά μήν ἀκούσει ἡ γιαγιά.
Τή συζήτηση παρακολουθοῦσε κι ἡ φροντίστρια σιωπηλή ὡς ἐκείνη τή στιγμή. Στράφηκε σέ μία ἄλλη γιαγιά πού καθόταν σέ ἀναπηρικό κάθισμα. «Ἄλλη ἡρωίδα τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀνεξικακίας αὐτή», εἶπε καί τήν προκάλεσε.
-Πές τίποτα κι ἐσύ, κυρία Ἐλπινίκη.
-Τί νά πῶ, κόρη μου; Οἱ νέοι νά μᾶς ποῦν τά δικά τους. Ἐμεῖς τελειώσαμε, πήραμε δρόμο…
-Μέ τό καροτσάκι πῆρες τόν δρόμο; Τήν ἀστείεψε μία ἄλλη.
-Μέ τό καροτσάκι θά μπεῖ στόν παράδεισο, συνέχισε ἡ φροντίστρια καί τή ρώτησε ξανά. Τί ἔπαθες, κυρία Ἐλπινίκη καί δέν μπορεῖς νά περπατήσεις;
-Ἀφοῦ σοῦ εἶπα ἄλλη φορᾶ. Εἶχα ἕνα ἀτύχημα. Τώρα… πέρασαν καί δέκα χρόνια. Περασμένα ξεχασμένα. Εὐτυχῶς πού ὑπάρχουν καί τά τροχοκαθίσματα καί δέ μένουμε σ’ ἕνα κρεβάτι μιά ζωή. Δόξα σοι ὁ Θεός.
-Τήν κτύπησε κάποιος μέ τό αὐτοκίνητο καί τήν ἄφησε ἀβοήθητη στόν δρόμο. Συμπλήρωσε μέ κάποια δόση θυμοῦ ἡ φροντίστρια. Ἀλλά αὐτή, ὅλο «δόξα σοι ὁ Θεός».
-Δόξα νά ᾽χεῖς, Κύριε, ἐπανέλαβε σάν ἠχώ ἡ γιαγιά Σταυρούλα. Καί τόν σταυρό πού μᾶς ἔδωσες νά τόν κρατήσουμε ὡς τό τέλος.
-Μά κάποτε, εἶναι πολύ βαρύς, γιαγιά. Δέν ἀντέχουμε.
-Βαρύς εἶναι. Πιό βαρύς ἀπό τοῦ Χριστοῦ μας δέν εἶναι. Κι Ἐκεῖνος δέν εἶχε ἀνάγκη νά σταυρωθεῖ. Γιά μᾶς σταυρώθηκε.
-Καί νά μή θέλουμε, τά βάσανα κι ὁ σταυρός ἐδῶ εἶναι. Εἶπε ἡ φροντίστρια μέ ἕναν ἀναστεναγμό, πού ἔδειχνε ὅτι
σκεφτόταν κι ἐκείνη τά δικά της βάσανα.
-Κι ὅμως, εἶναι φορές πού προσπαθοῦμε κι ἴσως καί τόν ἀποτινάζουμε, ἐπενέβηκε ἄλλη ἐπισκέπτρια. Μήπως σήμερα
ἰδιαίτερα, μέ ὅλα τά μέσα πού ἔχουμε, μέ τίς λύσεις πού δίνουμε στά προβλήματά μας, μέ τή διεκδίκηση τῶν δικαιωμάτων, τῆς ἄνεσης, τῆς προσωπικῆς ζωῆς… ὄχι ἐκεῖ πού πρέπει καί εἶναι θεμιτό, ἀλλά καί μέ ἁμαρτωλούς τρόπους ἀκόμη, καί μέ λύσεις τόσο ἀντίθετες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτό δέν κάνουμε; Ἀποτινάζουμε τόν σταυρό μας. Κι ὕστερα φτιάχνουμε μόνοι τό δικό μας Γολγοθά…
-Ἄν γινόταν νά τόν ἀλλάζαμε; Ρώτησε ἡ φροντίστρια, ἀλλά κανένας δέν τῆς ἀπάντησε.
Ἡ Σταυρούλα σκέφτηκε λίγο. Σάν ἀστραπή πέρασε ἀπό τό μυαλό της ἡ σκέψη, «ἄν εἶχα ἐγώ τόν σταυρό τῆς γιαγιᾶς Σταυρούλας ἤ τῆς Ἑλένης ἤ τῆς Ἐλπινίκης»… Ἔδιωξε ἀμέσως τή σκέψη σάν γρουσουζιά.
«Ἄχ, τό δικό μου σταυρό πρέπει νά κρατῶ», εἶπε μέσα της.
-Γιαγιά, ποῦ βρῆκες τήν τόση ὑπομονή σου; Πῶς ἀντέχεις; Ρώτησε τή γιαγιά Σταυρούλα.
-Τί σημαίνει πῶς ἀντέχω; Τόσον καιρό δέν ἔμαθες; Ἅμα κρατᾶς τόν Θεό ἀπ’ τό χέρι τί ἔχεις νά φοβηθεῖς; Ἅμα βλέπεις μπροστά σου τόν Χριστό σταυρωμένο, τολμᾶς νά παραπονεθεῖς;
Γιά τήν ἀγάπη Του θά σηκώσεις κι ἐσύ τό δικό σου σταυρό, κι ἅμα φοβᾶσαι ὅτι δέν θά ἀντέξεις, θά Τοῦ ζητᾶς νά σοῦ δώσει ὑπομονή.
Κοίταξε στίς εἰκόνες τούς Μάρτυρες, πού κρατοῦν ἕναν σταυρό ὁ καθένας. Πόσο σφικτά καί σταθερά τόν κρατοῦν, ἀλλά καί κοιτάζουν ψηλά, στόν Κύριο.
Ἄχ! ἄν ἀγαπούσαμε τόν Χριστό, ἄν θέλαμε νά εἴμαστε κοντά Του στή βασιλεία Του, ποιός σταυρός καί ποιός ἀγώνας θά μᾶς φαινόταν βαρύς; Μέ χαρά θά προχωρούσαμε κι ἄς μάνιαζαν τά κύματα τῆς ζωῆς γύρω μας. Νά ᾽χεις πάντα ὑπομονή, Σταυρούλα μου. 
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»
Παρέμβαση  Ἐκκλησιαστική
Ὀρθόδοξο πνευματικὸ ἔντυπο – 
Ἐκκλησία τῆς Κύπρου
Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2014 – Ἔτος 7ο – Τεῦχος 28ο