«Γράφεις ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ κόψης τὸ κάπνισμα! Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατὸ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ἀποφασίσεις μὲ σταθερότητα νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπ’ αὐτό, ἀφοῦ ἀναγνωρίζεις τὴν ζημία ποὺ προξενεῖ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα σου.
Διότι ὁ καπνὸς ἐξασθενίζει τὴν ψυχή, αὐξάνει καὶ δυναμώνει τὰ πάθη, σκοτίζει τὸ νοῦ καὶ καταστρέφει σιγὰ-σιγὰ τὴ σωματικὴ ὑγεία μὲ ἕναν ἀργὸ θάνατο. Ταυτόχρονα οἱ πνευματικὲς ἀσθένειες τῆς ὀξυθυμίας καὶ μελαγχολίας ἐμφανίζονται στὴν ψυχὴ σὰν συνέπεια τοῦ καπνίσματος. Σὲ συμβουλεύω νὰ χρησιμοποίησης πνευματικὴ θεραπεία γιὰ τὴν καταπολεμήσει τοῦ πάθους σου.
Νὰ κάνης λεπτομερῆ ἐξομολόγηση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ διέπραξες ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν ἑπτὰ χρόνων ἕως σήμερα καὶ νὰ μεταλάβεις τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Κάθε μέρα νὰ διαβάζεις ὄρθιος ἕνα ἤ περισσότερα κεφάλαια τοῦ Εὐαγγελίου. Μόλις ἀρχίζει νὰ ἐμφανίζεται ἡ ἀποθάρρυνση καὶ ἡ ἀπελπισία, νὰ διαβάζεις καὶ πάλι μέχρι νὰ περάσει. Ἂν ξαναεμφανισθεῖ, ἄρχισε πάλι τὴν μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἤ, ἂν θέλεις, πήγαινε σὲ κάποιον ἀπομονωμένο χῶρο καὶ κάνε τριάντα τρεῖς ἐδαφιαῖες μετάνοιες σὲ ἀνάμνηση τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κύριου καὶ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Μόλις ἔλαβε τὸ γράμμα ὁ Ἀλέξιος Στεπάνοβιτς τὸ διάβασε καὶ « ἄναψε ἕνα τσιγάρο», ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος σὲ ἰδιόγραφο σημείωμά του.
” Ἄρχισα νὰ τὸ καπνίζω, ἀλλὰ ἔνιωσα ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ πονοκέφαλο καὶ μιά ἀπέχθεια πρὸς τὸ καπνὸ τοῦ τσιγάρου. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲν κάπνισα. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τέσσερις φορὲς ἄρχισα νὰ καπνίζω μηχανικὰ καὶ ἀπὸ συνήθεια. Δὲν μποροῦσα ὅμως νὰ καταπιῶ τὸν καπνό, γιατί μὲ ἔπιανε δυνατὸς πονοκέφαλος. Ἔτσι ἔκοψα τὸ κάπνισμα μὲ εὐκολία.
Τὰ δύο προηγούμενα χρόνια δὲν εἶχα μπορέσει νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ κάπνισμα, ὅσο κι ἂν εἶχα πιέσει τὸν ἑαυτό μου. Παρ` ὅλο ποὺ ἡ ὑγεία μου ἐπιδεινώθηκε σοβαρά, συνέχισα νὰ καπνίζω γύρω στὰ 75 τσιγάρα τὴν ἡμέρα. Ὅταν λοιπὸν ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι ἄρρωστος καὶ ἀνίκανος νὰ ξεριζώσω τὸ πάθος μου, ἀκολούθησα τὶς συμβουλὲς τῶν φίλων μου καὶ κατέφυγα στὸ στάρετς Ἀμβρόσιο. Μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια τοῦ ζήτησα νὰ προσευχηθεῖ γιὰ μένα.
Ἀργότερα, ὅταν πῆγα νὰ τὸν εὐχαριστήσω, ὁ πατὴρ Ἀμβρόσιος ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδὶ του τὸ κεφάλι μου ποὺ πονοῦσε καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν αἰσθάνομαι πιὰ κανενὸς εἴδους πονοκέφαλο.”