–Ἐσύ, ποὺ μὲ τὴν ἀνείπωτη καλοσύνη Σου μᾶς δημιούργησες, πές μας, γιατί γέμισες τὴ ζωή μας μὲ θλίψη; Τὸ ἔλεός Σου δὲν σὲ κάνει νὰ λυπᾶσαι γιὰ αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουμε; Γιατί μοῦ παραχωρεῖς τὴν ὕπαρξη καὶ ἀργότερα τὴν παίρνεις μὲ ἕναν ὀδυνηρὸ θάνατο;
-Δὲν μὲ εὐχαριστοῦν, λέει ὁ Θεός, οἱ ἀσθένειές σου, ὤ ἄνθρωπε. Ἀλλά, ἀπὸ τοὺς σπόρους τῆς θλίψης καὶ τῆς λύπης σας, θέλω νὰ σᾶς φέρω καρποὺς αἰώνιας καὶ μεγαλοπρεποῦς χαρᾶς. Ἔγραψα τὸν νόμο τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς ὄχι μόνο στὸ σῶμα σας, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἀντικείμενο αὐτοῦ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Διέταξα ὅλο τὸν κόσμο, μαζὶ μὲ τὸ σῶμα σας, νὰ σᾶς φωνάξει ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ ζωὴ καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα μόνιμο ἐδῶ στὸ ὁποῖο ἡ καρδιά σας πρέπει νὰ προσκολληθεῖ μέσω δικαιολογημένης ἀγάπης.
Ὅταν δὲν ἀφουγκράζεστε τὴν ἀπειλητικὴ φωνὴ ὁλόκληρου τοῦ σύμπαντος, τότε τὸ πατρικὸ ἔλεός μου, τὸ ὁποῖο πάντα σᾶς εὔχεται ἀπεριόριστο καλό, μὲ ὠθεῖ νὰ σηκώσω τὸ σκῆπτρο τῆς τιμωρίας. Ὅταν σᾶς βασανίζω μὲ πειρασμούς, σᾶς ἐξαντλῶ μὲ ἀσθένειες, μὲ κύματα ἀπὸ τύψεις, εἶναι γιὰ νὰ ἐγκαταλείψετε τὴ μωρία σας, νὰ γίνετε σοφοί, νὰ σταματήσετε νὰ ἀναζητᾶτε σκιὲς καὶ νὰ ἐπιστρέψετε στὴν πορεία τῆς ἀλήθειας καὶ ταυτόχρονα στὸ μονοπάτι τῆς σωτηρίας.
Τὸ ἀπαράμιλλο ἔλεός μου καὶ ἡ ἀπεριόριστη ἀγάπη μου γιὰ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα μὲ ἀνάγκασαν νὰ πάρω τὴ σάρκα σας ἐπάνω στὸν ἑαυτό μου. Μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή μου ἀποκάλυψα τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὑποφέροντας στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴ Σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἐπιθυμῶ νὰ ἑλκύσω στὸν ἑαυτό μου, τοὺς προσβάλλω πρῶτα μὲ θλίψη καὶ μὲ αὐτὰ τὰ βέλη τῆς θλίψης ἀπονεκρώνω τὶς καρδιές τους στὶς προσωρινὲς ἀπολαύσεις. Τὸ σκῆπτρο τῆς τιμωρίας εἶναι ἕνα ἔμβλημα τῆς ἀγάπης μου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.