Τὰ κείμενα τῆς Γραφῆς ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴ τὴ φυσικὴ παρουσία καὶ τὴ θετικὴ σημασία τῆς ἐπιθυμίας. Πολλὲς συγκρίσεις μαρτυροῦν τὶς πιὸ σφοδρὲς ἐπιθυμίες: «ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων» (Ψλ 41,2), «ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν» (122,2), ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον ἀπὸ φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός» (129,6), «ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην» (50,10). Συχνὰ οἱ προφῆτες καὶ τὸ Δευτερονόμιο στηρίζουν τὶς ἀπειλές τους ἤ τὶς ἐπαγγελίες τους στὶς μόνιμες ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου: νὰ φυτεύει, νὰ οἰκοδομεῖ, νὰ παντρεύεται (Δτ 28,30• 20,5 ἑξ• Ἀμ 5,11• 9,14• Ἠσ 65,21). Ἀκόμα καὶ ὁ ἡλικιωμένος, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδειξε «θλίψεις πολλὰς καὶ κακὰς», δὲν πρέπει νὰ πάψει νὰ περιμένει ὅτι Ἐκεῖνος «ἐπιστρέψας ζωοποιήσει αὐτόν… καὶ παρακαλέσει αὐτόν» (Ψλ 70,20 ἑξ).
Ἡ Βίβλος, ὡς ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι γεμάτη ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἐπιθυμίες ποὺ παρασύρουν τὸν ἁμαρτωλό, ὡς λόγος τοῦ Θεοῦ, περιγράφει τὶς ὀλέθριες συνέπειές τους. Στὴν ἔρημο, ὁ Ἰσραήλ, ὅταν ὑποφέρει ἀπὸ τὴν πείνα, ἀντὶ νὰ τραφεῖ μὲ τὴν πίστη στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ (Δτ 8,1-5), ἄλλο δὲν κάνει παρὰ νὰ θρηνεῖ ποὺ ἔχασε τὰ κρέατα τῆς Αἰγύπτου καὶ νὰ ὁρμᾶ στὰ ὀρτύκια — ἀλλὰ οἱ ἔνοχοι βρίσκουν τὸ θάνατο, θύματα τῆς πλεονεξίας τους (Ἀρ 11,4.34). Ὁ Δαβὶδ ὑποκύπτει στὴν ἐπιθυμία του καὶ ἀποκτᾶ τὴν Βηρσαβεὲ (2 Βασ 11,2 ἑξ), προκαλῶντας ἀλλεπάλληλες καταστροφὲς καὶ ἁμαρτίες. Ὁ Ἀχαάβ, ὑποκύπτοντας στὴν ἐπιθυμία του, ὕστερα ἀπό τὴ συμβουλὴ τῆς Ἰεζάβελ, καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὸ Ναβουθαὶ τὸν ἀμπελώνα του, καταδικάζει σὲ θάνατο τὴ δυναστεία του (3 Βασ 21). Οἱ δυὸ πρεσβύτεροι ἐπιθυμοῦν τὴν Σωσάννα σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ «διαστρέψουν τὸν ἑαυτῶν νοῦν» (Δν, Σωσάννα 8.9.20) καὶ πληρώνουν μὲ τὴ ζωὴ τους τὴν ἁμαρτία τους.
Ὁ Νόμος, ἀκόμα πιὸ κατηγορηματικά, ἀποβλέποντας στὴν καρδιά, τὴν πηγὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀπαγορεύει τὴν ἔνοχη ἐπιθυμία: «οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα… τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου» (Ἐξ 20,17). Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τὴ σημασία αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας, δὲν τὴν ἐπινοεῖ (Μτ 5,28).
Αὐτὴ ἡ «ἐπιθυμία τοῦ πνεύματος», ἀπελευθερωμένη χάρη στὸ Χριστό, ὑπῆρχε ἤδη στὸ Νόμο, ποὺ εἶναι «πνευματικός» (Ρωμ 7,14). Ὅλη ἡ ΠΔ διαπνέεται ἀπὸ μιὰ βαθιὰ ἐπιθυμία γιὰ τὸ Θεό. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία γιὰ ἀπόκτηση σοφίας (Παρ 5,19• Σειρ 1,20), κάτω ἀπό τὴ νοσταλγία τῆς Ἱερουσαλὴμ (Ψλ 136,5), κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ν’ ἀνεβεῖ κανεὶς στὴν ἁγία πόλη (127,5) καὶ στὸ Ναὸ (121,1), κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ ὅλες τὶς μορφὲς του (118,20.131.174), κυλᾶ στὸ βάθος μιὰ ἐπιθυμία ποὺ μαγνητίζει ὅλες τὶς ἐνέργειες, ποὺ δίνει τὴν ἱκανότητα νὰ ξεσκεπάζει κανεὶς τὶς αὐταπάτες καὶ τὶς παραποιήσεις (βλ Ἀμ 5,18- Ἠσ 58,2), νὰ ὑπερνικᾶ ὅλες τὶς ἀπογοητεύσεις, ἡ μοναδικὴ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ: «Τί γὰρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπί τῆς γῆς; ἐξέλιπεν ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου, ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μου καὶ ἡ μερίς μου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψλ 72,25 ἑξ• βλ 41,2- 62,2).
Αὐτὴ ἡ θεϊκὴ ἐπιθυμία κοινωνίας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, «ἐγὼ μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ» (Ἀπ 3,20), ἔχει βαθιὰ ἀπήχηση στὴν ΚΔ. Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, ἰδιαίτερα, εἶναι γεμάτες ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τοὺς «ἀγαπητοὺς καὶ ἐπιπόθητους ἀδελφούς» (Φιλ 4,1), ποὺ τοὺς «ἐπιποθεῖ πάντας ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1,8), ἀπό τη χαρὰ νὰ νιώθει, χάρη στὴ μαρτυρία τοῦ Τίτου, «τὴν ἐπιπόθησιν» τῶν Κορινθίων γιὰ ἐκεῖνον (2 Κορ 7,7), βέβαιο καρπὸ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (7,11). Μόνο αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἱκανὴ νὰ ἰσοσταθμίσει τὴ βασικὴ ἐπιθυμία τοῦ Παύλου ποὺ εἶναι γιὰ τὸ Χριστὸ καί, πιὸ συγκεκριμένα, γιὰ τὴν κοινωνία μαζί του, «τὴν ἐπιθυμίαν εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (Φιλ 1,23), «καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον» (2 Κορ 5,8). Ἡ κραυγὴ τοῦ «ἀνδρὸς ἐπιθυμιῶν», ἡ κραυγὴ «τοῦ Πνεύματος καὶ τῆς Νύμφης» εἶναι: «Ἔρχου» (Ἀπ 22, 17). Γιατί, ἡ ἐπιθυμία τοῦ νέου ἀνθρώπου, ποὺ βαφτίστηκε στὸ θάνατο καὶ στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, βρίσκει τὸ ἀποκορύφωμά της στὴν ἐλπίδα γιὰ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ ποὺ διατρέχει ὅλη τὴ Βίβλο.