Σήμερα πού γράφω, 29 Αὐγούστου, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Χθὲς τὸ βράδυ ψάλαμε τὸν Ἑσπερινὸ κατανυκτικὰ σ’ ἕνα παρεκκλήσι, κ’ ἤτανε μοναχὰ λίγες γυναῖκες καὶ δύο-τρεῖς ἄνδρες.
Σήμερα τὸ πρωὶ ψάλαμε τὴ λειτουργία του πάλι μὲ λίγους προσκυνητές. Τὰ μαγαζιὰ ἤτανε ἀνοιχτά, ὅλοι δουλεύανε σὰν νὰ μὴν ἤτανε ἡ γιορτὴ τοῦ πιὸ μεγάλου ἁγίου τῆς θρησκείας μας. Ἀληθινὰ λέγει τὸ τροπάρι του «Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου, Πρόδρομε».
Μὲ ἐγκώμια καὶ μὲ εὐλάβεια γιορτάζανε ἄλλη φορᾶ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τὸν Πρόδρομο, ἀλλὰ τώρα τοῦ φτάνει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου.
Αὐτὴ ἡ μαρτυρία θ’ ἀπομείνει στὸν αἰώνα, εἴτε τὸν γιορτάζουνε εἴτε δὲν τὸν γιορτάζουνε οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τὸν θυμοῦνται εἴτε τὸν ξεχάσουνε. Κ’ ἡ μαρτυρία εἶναι τούτη: πώς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἴναι «ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων» δήλ. «ὁ πιὸ μεγάλος ἀπ’ ὅσους γεννηθήκανε ἀπὸ γυναίκα» κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ κ’ ἡ Ἐκκλησία μας ὤρισε νὰ μπαίνει τὸ εἰκόνισμά του πλάγι στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, στὸ εἰκονοστάσιο τῆς κάθε ὀρθόδοξης ἐκκλησιᾶς.
Ὁ ἱερὸς Λουκᾶς ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Προδρόμου καὶ λέγει «Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας, ἱερεὺς τὶς ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιᾶ»: «Στὶς μέρες τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας ἤτανε ἕνας ἱερέας Ζαχαρίας ἀπὸ τὴν ἐφημερία τοῦ Ἀβιᾶ, κι’ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἀπὸ τὶς θυγατέρες τοῦ Ἀαρῶν, καὶ τὴ λέγανε Ἐλισσάβετ κ’ ἤτανε δίκαιοι κ’ οἱ δύο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί πορευόνταν μὲ ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ μὲ τὰ δικαιώματα τοῦ Κυρίου, ἀψεγάδιαστοι. Καὶ δὲν εἴχανε παιδί, γιατί ἡ Ἐλισσάβετ ἤτανε στείρα, κι’ ἤτανε κι’ οἱ δύο περασμένοι στὴν ἡλικία. Καὶ κεῖ πού λειτουργοῦσε τὴ μέρα πού ἤτανε ἡ σειρά του νὰ λειτουργήσει ὁ Ζαχαρίας, μπῆκε στὸ ἱερὸ νὰ θυμιάσει, κι’ ὁ κόσμος προσευχότανε ἔξω κατὰ τὴν ὥρα πού θυμίαζε.
Καὶ φανερώθηκε στὸν Ζαχαρία ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ στεκότανε δεξιὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο.
Καὶ ταράχθηκε ὁ Ζαχαρίας σὰν τὸν εἶδε, κι’ ἔπεσε φόβος ἀπάνω του. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος: Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία, γιατί ἀκούσθηκε ἡ δέησή σου, κι’ ἡ γυναίκα σου θὰ γεννήσει γυιὸ καὶ θὰ βγάλεις τ’ ὄνομά του Ἰωάννη, καὶ θὰ’ ναι γιὰ σένα χαρὰ κι’ ἀγαλλίαση, καὶ πολλοὶ θὰ χαροῦνε γιὰ τὴ γέννησή του, γιατί θὰ’ ναι μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Νὰ μὴν πιεῖ κρασὶ κι’ ἄλλα πιοτά, καὶ θὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, καὶ θὰ γυρίσει πολλοὺς ἀπὸ τοὺς γυιοὺς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν πίστη τοῦ Θεοῦ τους. Κι’ αὐτὸς θὰ ἔλθει μπροστὰ ἀπ’ αὐτὸν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἠλία, γιὰ νὰ γυρίσει τὶς καρδιὲς τῶν πατέρων στὰ παιδιά τους, κι’ ἀνθρώπους ἀνυπάκουους στὴ φρονιμάδα, καὶ γιὰ νὰ ἑτοιμάσει γιὰ τὸν Κύριο λαὸ διαλεγμένον.
Κι’ εἶπε ὁ Ζαχαρίας στὸν ἄγγελο: Ἀπὸ τί θὰ καταλάβω πώς θὰ γίνουνε αὐτὰ πού λές; γιατί ἐγὼ εἶμαι γέρος κ’ ἡ γυναίκα μου περασμένη. Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριὴλ πού παραστέκουμαι μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ στάλθηκα νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ σοῦ φέρω τὴν καλὴ εἴδηση.
Καὶ νά, θὰ πιασθεῖ ἡ λαλιά σου καὶ δὲν θὰ μπορεῖς νὰ μιλήσεις, ὡς τὴ μέρα πού θὰ γίνουν ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ δὲν πίστεψες στὰ λόγιά μου πού θὰ γίνουνε στὸν καιρό τους. Κι’ ὁ λαὸς περίμενε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἱερό. Καὶ σὰν ἐβγῆκε, δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει, καὶ καταλάβανε πώς εἶδε κάποια ὀπτασία μέσα στὸ ἱερό. Κι’ ἐκεῖνος τοὺς ἔγνεφε κ’ ἤτανε κουφός».
Κι’ ἀληθινὰ γενήκανε ὅλα ὅπως τὰ εἶχε πεῖ ὁ ἄγγελος στὸν Ζαχαρία, κι’ ἔνοιωσε πώς ἀπόμεινε βαρεμένη ἡ Ἐλισσάβετ, κι’ ἔκρυβε τὸν ἑαυτὸ της πέντε μῆνες.
Καὶ σὰν ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει, γέννησε ἀρσενικό. Καὶ σὰν τ’ ἀκούσανε οἱ γειτόνοι κι’ οἱ συγγενεῖς της, πήγανε καὶ τὴ συγχαρήκανε. Κι’ ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ μέρες, πήγανε οἱ συγγενεῖς γιὰ νὰ κάνουνε τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ φωνάξανε μὲ τόνομα τοῦ πατέρα του Ζαχαρία.
Κι’ ἡ μητέρα του εἶπε: Ὄχι, θὰ τὸ βγάλουμε Ἰωάννη. Κι’ οἱ ἄλλοι τῆς εἴπανε πώς κανένας στὸ σόγι σας δὲν ἔχει αὐτὸ τ’ ὄνομα. Ρωτούσανε καὶ τὸν πατέρα του μὲ νοήματα τί θέλει νὰ τὸ βγάλουνε τὸ παιδί. Καὶ ‘κεῖνος ζήτησε πινακίδι κι’ ἔγραψε: Ἰωάννης εἶναι τ’ ὄνομά του. Κι’ ὅλοι θαυμάσανε.
Τότες ἄνοιξε μονομιᾶς τὸ στόμα του κι’ ἡ γλώσσα του σάλεψε καὶ μιλοῦσε καὶ φχαριστοῦσε τὸ Θεό. Κι’ ὅσοι βρεθήκανε στὸ σπίτι φοβηθήκανε καὶ διαλαληθήκανε ὅσα γινήκανε σ’ ὅλα τὰ βουνὰ τῆς Ἰουδαίας.
Κι’ ὁ Ζαχαρίας φωτίσθηκε ἀπὸ τὸ ἅγιον Πνεῦμα καὶ προφήτεψε κι’ εἶπε: «Βλογημένος νὰ’ ναι ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, γιατί θυμήθηκε κι’ ἔστειλε λύτρωση στὸ λαό του, καὶ σήκωσε ἀπάνω κι’ ἔσωσε τὸ σπίτι τοῦ Δαυὶδ τοῦ παιδιοῦ του, καὶ δὲν ξέχασε τὸν ὅρκο πού ἔδωσε στὸν Ἀβραὰμ τὸν πατέρα μας. Κι’ ἐσύ, παιδί μου, θὰ γίνεις προφήτης τοῦ Ὑψίστου, καὶ θὰ περπατήξεις μπροστὰ ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ νὰ ἑτοιμάσεις τὸ δρόμο του καὶ νὰ δώσεις στὸ λαὸ του γνώση καὶ σωτηρία, ἐπειδὴ τὸν σπλαχνίσθηκε ὁ Θεός μας καὶ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες του, κι’ ἦρθε ἀπάνω μας ἀνατολὴ ἀπὸ ψηλά, γιὰ νὰ φωτίσει ἐκείνους πού κάθουνται στὸ σκοτάδι καὶ στὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου, καὶ νὰ ὁδηγήσει τὰ πόδια μας σὲ δρόμο εἰρήνης». Καὶ τὸ παιδὶ μεγάλωνε καὶ δυνάμωνε τὸ πνεῦμα του, καὶ ζοῦσε στὶς ἐρημιές, ὡς τὴ μέρα πού φανερώθηκε καὶ κήρυχνε στοὺς Ἰσραηλίτες (Λούκ. α΄, 5 κ.ἐξ.).
Στὰ δεκαπέντε χρόνια ἀπὸ τὴ μέρα ποῦ βασίλεψε στὴ Ρώμη ὁ Τιβέριος, τὸν καιρὸ πού ἤτανε ἡγεμόνας τῆς Ἰουδαίας ὁ Πόντιος Πιλάτος, κι’ ἤτανε τετράρχης τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἡρώδης, γίνηκε λόγος τοῦ Θεοῦ στὸν Ἰωάννη τὸ γυιὸ τοῦ Ζαχαρία, πού ζοῦσε στὴν ἔρημο, καὶ πῆγε στὰ περίχωρα τοῦ Ἰορδάνη, κηρύχνοντας νὰ μετανοοῦνε καὶ νὰ βαφτίζουνται γιὰ νὰ συγχωρηθοῦνε οἱ ἁμαρτίες τους.
Κι’ ἔλεγε σὲ κείνους πού πηγαίνανε νὰ βαφτισθοῦνε: «Γεννήματα τῆς ὀχιᾶς, ποιὸς σᾶς ἔδειξε νὰ φύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ πού ἔρχεται καταπάνω σας; Κάνετε λοιπὸν καρποὺς ἄξιους τῆς μετανοίας, καὶ μὴν πιάνετε καὶ λέτε: ἐμεῖς ἔχουμε πατέρα τὸν Ἀβραάμ. Γιατί σᾶς λέγω πώς ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀπὸ τοῦτα τὰ λιθάρια νὰ ἀναστήσει παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ τὸ τσεκούρι εἶναι κιόλας κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δέντρων κάθε δέντρο ποῦ δὲν κάνει καρπὸ καλό, κόβεται, καὶ ρίχνεται στὴ φωτιά».
Μία μέρα καθότανε ὁ Ἰωάννης μὲ τοὺς μαθητάδες του, Ἀνδρέα κι’ Ἰωάννη, κι’ εἴδανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ μακριά. Τότε γύρισε ὁ Πρόδρομος καὶ τοὺς λέγει: «Νὰ τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει ἀπάνω του τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Κι’ οἱ δύο μαθητὲς του ἀκολουθήσανε τὸν Χριστό.
Μετὰ καιρό, ἔστειλε ὁ Πρόδρομος δύο μαθητές του νὰ ρωτήσουνε τὸν Χριστό: «Ἐσὺ εἶσαι αὐτὸς πού θάρθει, ἢ ἄλλον περιμένουμε;» Καὶ τόκανε αὐτὸ γιὰ νὰ φανεῖ πώς ὁ Χριστὸς ἤτανε ὁ Μεσσίας. Τὴν ὥρα πού πήγανε, ὁ Χριστὸς εἶχε γιατρέψει πολλοὺς ἀρρώστους. Καὶ σὰν τὸν ρωτήσανε ἂν εἶναι αὐτὸς ὁ Μεσσίας ἢ περιμένουνε ἄλλον, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Πηγαίνετε καὶ πέστε στὸν Ἰωάννη ὅσα εἴδατε κι’ ὅσα ἀκούσατε τυφλοὶ βλέπουνε, κουτσοὶ περπατοῦνε, λεπροὶ καθαρίζονται, κουφοὶ ἀκοῦνε, νεκροὶ ἀναστήνουνται, φτωχοὶ παίρνουνε ἐλπίδα. Κι’ εἶναι καλότυχος ὅποιος δὲν θὰ σκανδαλισθεῖ γιὰ μένα καὶ θὰ μὲ πιστέψει». Σὰν φύγανε οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς γύρισε κι’ εἶπε στοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὸν Ἰωάννη: «Τί βγήκατε νὰ δῆτε στὴν ἔρημο; Κανένα καλάμι πού νὰ τὸ σαλεύει ὁ ἄνεμος;
Τί βγήκατε νὰ δῆτε; Κανέναν ἄνθρωπο ντυμένον μὲ μαλακὰ ροῦχα; Νά, ὅσοι εἶναι ντυμένοι μ’ ἀκριβὰ καὶ μαλακὰ ροῦχα, κάθουνται στὰ παλάτια.
Τί βγήκατε λοιπὸν νὰ δῆτε; Κανέναν προφήτη; Ναί, σᾶς λέγω, καὶ περισσότερο ἀπὸ προφήτη. Γι’ αὐτὸν εἶναι γραμμένο: ‘Νά, ἐγὼ στέλνω τὸν ἄγγελό μου πρὶν ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου πού θὰ ἑτοιμάσει τὸ δρόμο σου μπροστά σου’. Λοιπὸν σᾶς λέγω, κανένας προφήτης ἀπ’ ὅσους γεννήσανε γυναῖκες δὲν εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστὴ» (Λούκ. γ΄, 1-9 καὶ ζ΄, 18-28).
Ἕναν τέτοιον ἅγιο δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ γιορτάσουμε. Ἔχουμε ὅμως καιρὸ νὰ γιορτάζουμε καὶ νὰ κάνουμε φαγοπότια ὅπως ἔκανε ὁ Ἡρώδης, σὲ καιρὸ πού πεινᾶνε χιλιάδες ἀδέλφια μας. Ἀπάνω σ’ ἕνα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ὁ Πρόδρομος, κι’ αὐτὴ τὴν ἱστορία τὴν ξέρουνε ὅλοι. Αὐτὸς ὁ τύραννος, γιὰ νὰ γίνει τετράρχης τῆς Ἰουδαίας, σκότωσε πολλοὺς ἐχθρούς του.
Στὸν καιρὸ του ὁ κόσμος εἶχε γεμίσει ἀπὸ σκοτωμὸ καὶ σκληροκάρδια. Οἱ λεγεῶνες τῆς Ρώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. Ὁ Καίσαρας, ὁ Πομπήιος, ὁ Ἀντώνιος, ὁ Ὀκτάβιος, ὁ Βροῦτος, ὁ Κάσσιος πολεμούσανε ὁ ἕνας καταπάνω στὸν ἄλλον γιὰ τὸ ποιὸς θὰ ἐξουσιάζει τὴν οἰκουμένη.
Οἱ πιὸ μικροὶ σατράπες, σὰν τὸν Ἡρώδη, τρωγόντανε κι’ αὐτοὶ μεταξύ τους καὶ κολλούσανε σ’ ἕνα δυνατὸν ὁ καθένας. Ὁ Ἡρώδης ἤτανε φίλος μὲ τὸν Ἀντώνιο πού πῆρε στὴν ἐξουσία του τὴν Ἀσία ὕστερα ἀπὸ τὴ μάχη πού ἔγινε στοὺς Φιλίππους.
Σὰν σκότωσε ὅλους τους ἐχθρούς του, ἀπόμεινε ἕνας μοναχὸς πού τὸν λέγανε Ὑρκανό, κ’ ἤτανε ἀρχιερέας, μὰ ἔκρυβε πονηρὰ τὴν ἔχθρητά του ὡς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ξαποστείλει κι’ αὐτὸν στὸν ἄλλον κόσμο. Στὴν πονηριὰ ἤτανε τέτοιος, πού ὁ Χριστὸς τὸν ἔλεγε πονηρὴ ἀλεποῦ.
Μὰ ἡ πεθερὰ τοῦ Ἡρώδη Ἀλεξάνδρα, πού ἤτανε κόρη τοῦ Ὑρκανοῦ, κατάλαβε τὸν κακὸ σκοπό του, κ’ ἔγραψε στὴ βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου τὴν Κλεοπάτρα καὶ τὴν παρακαλοῦσε νὰ μιλήσει στὸν Ἀντώνιο, τὸν ἐραστή της, γιὰ τὸ γυιὸ της τὸν Ἀριστόβουλο.
Κεῖνες τὶς μέρες πῆγε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἕνας φίλος τοῦ Ἀντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Καὶ σὰν εἶδε τὸν Ἀριστόβουλο καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμη, ἀπόμεινε σαστισμένος ἀπ’ τὴν ἐμορφιά τους, κι’ εἶπε στὴν Ἀλεξάνδρα νὰ στείλει στὸ μασκαρὰ τὸν Ἀντώνιο τὶς ζωγραφιές τους. Σὰν τὶς εἶδε ὁ Ἀντώνιος, πολὺ εὐχαριστήθηκε κι’ ἔγραψε νὰ τοῦ στείλουνε τὸν Ἀριστόβουλο.
Μὰ ὁ Ἡρώδης, πού εἶχε μυρισθεῖ τὰ σχέδια τῆς Ἀλεξάνδρας, ἔγραψε στὸν Ἀντώνιο πώς ἂν ἔφευγε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ἀριστόβουλος, θὰ γινόντανε ταραχὲς κι’ ἀκαταστασίες. Τὴν Ἀλεξάνδρα τὴν πρόσταξε νὰ κάθεται στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ βλέπει τί κάνει, γι’ αὐτὸ καὶ κείνη ἔγραψε καὶ παραπονιότανε στὴν Κλεοπάτρα, πού τῆς μήνυσε νὰ πάρει τὸν Ἀριστόβουλο καὶ νὰ πάγει στὴν Αἴγυπτο.
Γιὰ νὰ ξεφύγει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ Ἡρώδη, εἶπε καὶ φτιάξανε δύο σεντούκια καὶ στόνα μπῆκε αὐτὴ καὶ στ’ ἄλλο ὁ Ἀριστόβουλος. Ἀλλὰ τοὺς πρόδωσε στὸν τύραννο ἕνας ὑπηρέτης του, καὶ τοὺς πιάσανε καὶ τοὺς πήγανε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πώς τοὺς συγχώρησε, μὰ σὲ λίγον καιρὸ βρῆκε εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθεῖ.
Μία βραδιὰ ἡ Ἀλεξάνδρα τὸν προσκάλεσε σ’ ἕνα συμπόσιο πού ἔκανε στὴν Ἱεριχῶ, κι’ αὐτὸς προσκάλεσε τοὺς φίλους του νὰ κολυμπήσουνε στὶς θαυμαστὲς γοῦρνες πού εἶχε κανωμένες γιὰ νὰ διασκεδάζει. Ἔτσι, ἐκεῖ πού κολυμπούσανε καὶ παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε τὸν δυστυχισμένο τὸν Ἀριστόβουλο. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πώς πικράθηκε πολὺ κι’ ἔθαψε τὸν Ἀριστόβουλο μὲ μεγάλη πομπή, μὰ ὁ κόσμος ἤξερε πώς αὐτὸς τὸν σκότωσε.
Ὅλη ἡ ζωὴ του στάθηκε γεμάτη ἀπὸ φονικὰ καὶ ραδιουργίες. Στὸ τέλος ἀρρώστησε καὶ σκουλήκιασε τὸ κορμί του, καὶ πέθανε ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ἀγωνία στὸ 2 μ.Χ. Ἀνάμεσα λοιπὸν στὰ τερατουργήματα πού ἔκανε ἤτανε κ’ ἡ σφαγὴ τῶν 14.000 νηπίων κατὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, κι’ ὁ ἀποκεφαλισμὸς τοῦ Προδρόμου, σ’ ἕνα συμπόσιο πού ἔκανε, ὅπου ἡ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, Ἡρωδιάδα, ἔβαλε τὴν κόρη της Σαλώμη καὶ χόρεψε μπροστά του γυμνή. Καὶ τόσο ἐνθουσιάσθηκε ὁ τύραννος ἀπὸ τὸ χορό, πού ἔταξε στὴ Σαλώμη νὰ τῆς δώσει τὸ μισὸ βασίλειό του.
Μὰ ἐκείνη, δασκαλεμένη ἀπὸ τὴ μάνα της, πού ἐχθρευότανε τὸν Ἰωάννη ἐπειδὴ τὴ μάλωνε γιατί ζοῦσε μὲ τὸν ἀδελφό τοῦ ἀνδρός της, τοῦ ζήτησε τὸ κεφάλι τοῦ Προδρόμου. Ὁ Ἡρώδης στεναχωρήθηκε, γιατί κατὰ βάθος κι’ αὐτὸ τὸ θηρίο σεβότανε τὸν Ἰωάννη γιὰ ἅγιο, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ φοβότανε καὶ τὸν κόσμο πού τιμοῦσε τὸν Ἰωάννη σὰν προφήτη.
Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε πάρει ὅρκο, ἔστειλε ἕνα στρατιώτη καὶ τὸν ἀποκεφάλισε μέσα στὴ φυλακή, κι’ ἡ Σαλώμη ἔφερε τὸ κεφάλι καὶ τόβαλε ἀπάνω στὸ τραπέζι, σ’ ἕνα ματωμένο δίσκο. Καὶ τότε, ἐκείνη ἡ φρενιασμένη τίγρη εὐχαριστήθηκε καὶ τρύπησε τὴ γλώσσα του μὲ μία βελόνα γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθεῖ, ἐπειδὴ ὁλοένα ἔλεγε: «Μετανοεῖτε!». Καί, ὦ τοῦ θαύματος, μόλις τρύπησε τὴ γλώσσα του ἡ πόρνη, μίλησε κ’ εἶπε πάλι: «Μετανοεῖτε!»
Αὐτὰ γινήκανε μέσα σ’ ἕνα ἀσβολερὸ φρούριο πού τὸ λέγανε Μαχαιρούντα, στὰ βουνὰ τῆς Περαίας. Τὸ ἁγιασμένο λείψανο πρόσταξε ὁ Ἡρώδης νὰ τὸ θάψουνε μαζὶ μὲ τὸ κεφάλι, μὰ ἡ Ἡρωδιάδα ζήτησε νὰ θάψουνε τὴν κεφαλὴ χωριστά, ἀπὸ τὸ φόβο της μὴν κολλήσει μὲ τὸ κορμὶ καὶ ζωντανέψει καὶ σηκωθεῖ ἀπάνω.
Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου πήγανε νύχτα καὶ κλέψανε τὸ σῶμα του καὶ τὸ θάψανε σ’ ἄλλο μέρος. Αὐτὸ τὸ μακάριο τέλος ἔλαβε γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, τὸ χελιδόνι πού ἔφερε τὴν ἄνοιξη στὸν ἁμαρτωλὸ τὸν κόσμο ὁπού τὸν ἔδερνε χειμώνας βαρύς.
Ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του, δύο πήγανε μὲ τὸν Χριστό, κι’ ἄλλοι ἀπομείνανε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ κάνανε μίαν αἵρεση πού λεγότανε Προδρομίτες, κι’ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ἔφταξε ὡς τὸ Χουσιστᾶν τῆς Περσίας, καὶ βρίσκονται ἀκόμα.
Οἱ ἴδιοι λένε τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς Ναζωραίους, ἐνῶ οἱ μωχαμετάνοι τοὺς λένε Σαβί. Πιστεύουνε πώς ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος προφήτης, καὶ πώς ὁ Θεὸς θὰ στείλει ἕνα θεάνθρωπο πού τὸν λένε Μαντάι Ἰαχία, πού θὰ πεῖ ‘Λόγος τῆς ζωῆς’ γιὰ τοῦτο τοὺς λένε καὶ Μανταίους. Γι’ αὐτὸν τὸν θεάνθρωπο διδάσκουνε πώς βαφτίσθηκε ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ πώς ἔζησε λίγον καιρὸ στὸν κόσμο καὶ πώς ἔκανε θαύματα, καὶ πώς σταυρώθηκε, ὡστόσο δὲν παραδέχουνται πώς αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
Ἔχουνε κάποια ἱερὰ βιβλία μὲ τ’ ὄνομα Λόγοι τῆς ζωῆς, τοὺς Ψαλμούς, ἕνα ἄλλο βιβλίο πού τὸ λένε Ζεβούρ, πού λένε πώς εἶναι πολὺ ἀρχαῖο, γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, σὲ γλώσσα χαλδαϊκή, κι’ ἀκόμα ἕνα πού τὸ λένε Διβᾶν. Συμπαθοῦνε τοὺς χριστιανούς, μὰ ἐχθρεύουνται τοὺς μωχαμετάνους.
Ἀπὸ τὸ Βιβλίο τοῦ Φώτη Κόντογλου, Γίγαντες ταπεινοί,
Ἐκδόσεις Ἀκρίτας 2000
ΠΗΓΗ: https://agiazoni.gr