Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς – Ἱερόθεος Βλάχος Μητροπολίτης Ναυπάκτου

Ὁ ἅγιος Παπα-Νικόλας Πλανᾶς διακρινόταν γιὰ τὴν μακαρία ἁπλότητα στὶς ἐνέργειές του, τὶς κινήσεις του, τὴν συμπεριφορά του καὶ τὴν ἐν γένει ἐκκλησιαστική του ζωή. Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα ἦταν καὶ ἔκφραση τοῦ χαρακτῆρος του, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς ἦταν ἔκφραση τῆς λειτουργικῆς καὶ ἀσκητικῆς του ἐμπειρίας. Δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ μιὰ ἐξωτερικὴ ἁπλότητα στοὺς τρόπους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἁπλότητα ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.

Θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς ἁπλότητας τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ καὶ στὴν συνέχεια θὰ ἐξηγηθῆ θεολογικῶς καὶ λειτουργικῶς.

1. Ἡ ἁγία ἁπλότητα

Τὸ βιβλίο ποὺ ἐξεδόθη γιὰ τὸν ἅγιο παπα-Νικόλα Πλανᾶ ποὺ εἶναι βιογραφία τοῦ Ἁγίου ἀπὸ μιὰ μαθήτριά του, τὴν μοναχὴ Μάρθα, κατὰ κόσμο Οὐρανία Παπαδοπούλου, φέρει ὡς τίτλο «ὁ ἁπλοϊκὸς ποιμὴν τῶν ἁπλῶν προβάτων». Ἦταν ἕνας ἁπλὸς ποιμὴν ποὺ παιδαγωγοῦσε μερικὰ ἁπλὰ καὶ ἀπονήρευτα πρόβατα. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ βιβλίο. Τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸν ἔδωσε ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου καὶ εἶναι γραμμένος στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.

Πράγματι, ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς ἦταν ἕνας καλὸς ποιμήν, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἀγαθὸ καὶ ἐκλεκτὸ πρόβατο τοῦ μεγάλου Ποιμένος Χριστοῦ, καὶ μὲ τὴν ἁπλότητά του, τὴν ἀκακία του, τὴν ταπείνωσή του δόξασε τὸν μεγάλο Ποιμένα Χριστό, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τὸ «ὡς ἐσφαγμένον ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του μᾶς διασώζει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς» (Ἰωάν. θ\’, 11) καὶ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς παρουσιάζει Αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα ὡς ἐσφαγμένο ἀρνίο, ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸν κόσμο καὶ τελικὰ Αὐτὸ τὸ ὡς ἐσφαγμένο ἀρνίο εἶναι ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως καὶ ποιμὴν καὶ ἀμνός, καὶ ὅσοι συνδέονται μαζί Του ἔχουν καὶ τὶς δύο αὐτὲς ἰδιότητες.

Ὁ Φώτης Κόντογλου γράφει στὴν ἀρχὴ τοῦ κειμένου του γιὰ τὸν παπα-Νικόλα: «Μακάριος εἶναι ὁ ἱστορικός του. Ἀλλὰ μακάριος εἶναι καὶ ὅποιος τὸ διαβάζει καὶ χαίρεται ἀπὸ τὴ βλογημένη ἁπλότητά του. Ἁπλὸς στάθηκε ὁ ἱστορούμενος, ἁπλὸς ὁ ἱστορικός του, ἁπλοὶ πρέπει νὰ εἶναι κι’ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τὸ διαβάσουν… Καρδιὰ πονηρὴ καὶ ἄπιστη ἂς μὴν ἁπλώση ν’ ἀνοίξη τοῦτο τὸ βιβλίο». Ἔτσι ἔνοιωθε καὶ ὁ Παπαδιαμάντης τὸν ἅγιο παπα-Νικόλα Πλανᾶ, γι’ αὐτὸ ἔγραφε: «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων». Καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ ἱστορικὸς τῶν ταπεινῶν καὶ ἁπλῶν ἀνθρώπων, θὰ γράψη: «Γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ φέρνει τὴν πίστη». Ὅλη ἡ βιογραφία τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ δείχνει αὐτὸν τὸ ἁπλὸ Κληρικό, ποὺ ξέρει νὰ ποιμαίνη, νὰ ἀνέχεται, νὰ ἀγαπᾶ, νὰ εἶναι μιὰ καύση καρδίας ὑπὲρ ὅλης τῆς κτίσεως.

2. Ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶναι ἕνα βασικὸ στοιχεῖο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς. Στοὺς Κορινθίους εὔχεται νὰ πλουτίζουν σὲ αὐτὴν τὴν ἁπλότητα στὴν ὁποία εὐαρεστεῖται ὁ Θεός: «ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πάσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ» (Β\’, Κορινθ. ι\’, 11). Τὸν ἀπασχολεῖ νὰ μὴ ἐξαπατηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ φθαροῦν τὰ νοήματά τους «ἀπὸ τῆς ἁπλότητος τῆς εἰς τὸν Χριστὸν» (Β\’, Κορ. ια\’, 3). Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ ἀρετή, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ὑπακοὴ ποὺ πρέπει νὰ γίνεται «ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ» (Ἐφ. στ\’, 5).

Αὐτὸς ὁ σύνδεσμος τῆς ἁπλότητας μὲ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιακὴ ἐμπειρία δείχνει ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἁπλότητα διαφέρει ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνθρωπιστικὴ ἁπλότητα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἁπλὸς στοὺς τρόπους, λόγω καταγωγῆς ἢ χαρακτῆρος, ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ φυσικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν σώζει. Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἁπλότητα συνδέεται μὲ τὴν δεύτερη γέννηση καὶ ὄχι μὲ τὴν πρώτη γέννηση, εἶναι καρπὸς τοῦ εὖ εἶναι καὶ ὄχι ἁπλῶς τοῦ βιολογικοῦ εἶναι. Ἔτσι, μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι πτωχὸς καὶ ἀγράμματος, ἀλλὰ νὰ ἔχη ὑψηλὸ φρόνημα καὶ νὰ εἶναι πολύπλοκος σύνθετος, καθὼς ἐπίσης νὰ εἶναι σοφὸς κατὰ κόσμον καὶ ὅμως, ἐπειδὴ τὸν ἔχει διαποτίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶναι ἁπλὸς στὴν καρδιὰ καὶ συγκαταβατικὸς στοὺς ἀδελφούς του. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος, ὅταν, παρὰ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, ἔχη βιώσει τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ;

Ὁ μακαριστὸς π. Παΐσιος μιλοῦσε γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ἁπλότητα ποὺ τὴν συνέδεε μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή. Κάποτε ποὺ ἀναφερόταν στὴν ἁπλότητα εἶπε: «Ἂν εἶναι παιδάκι, θὰ ἔχη ἁπλότητα. Ἂν εἶναι Ἅγιος, θὰ ἔχη ἁπλότητα». Ἄλλοτε εἶπε: «Γιὰ νὰ ζήση κανεὶς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἀπεκδυθῆ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, νὰ ἐπανέλθη κατὰ κάποιον τρόπο στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως. Νὰ ἔχη ἀθωότητα καὶ ἁπλότητα, γιὰ νὰ εἶναι ἡ πίστη του ἀκλόνητη καὶ νὰ πιστεύη ἀπόλυτα ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὸ κάνη ὁ Θεός». Καὶ ἄλλοτε εἶπε: «Ἂν ἔχη κανεὶς ἁπλότητα, ἔχει ταπείνωση, ὑπάρχει θεῖος φωτισμός, λαμποκοπάει». Ἔτσι, ἡ ἁπλότητα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καὶ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μὲ τὴν ἁγιότητα.

3. Ἡ θεολογία τῆς ἁπλότητας

Ἂν θελήσουμε νὰ δώσουμε μιὰ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς πνευματικῆς ἁπλότητας θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἁπλοῦς καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ αὐτὴν τὴν μακαρία κατάσταση τῆς ἁπλότητας.

Ὁ Θεός, κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχει καμμιὰ σύνθεση, ἀλλ’ εἶναι ἁπλοῦς. Ἡ δυτικὴ σχολαστικὴ θεολογία, γιὰ νὰ διαφυλάξη τὴν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ εἰσήγαγε τὸ λεγόμενο actus purus (καθαρὰ ἐνέργεια), δηλαδὴ τὴν αἱρετικὴ ἄποψη ὅτι στὸν Θεὸ ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη οὐσία Του μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, καὶ κατὰ συνέπεια ὁ Θεὸς ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν κτίση, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ κτιστὲς ἐνέργειες. Ἡ αἱρετικὴ ἄποψη ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχουν καὶ κτιστὲς ἐνέργειες διατυπώθηκε γιὰ νὰ διαφυλαχθῆ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς ἁπλότητάς Του, γιατί οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι πίστευαν ὅτι δῆθεν ἡ διάκριση μεταξὺ ἀκτίστου οὐσίας καὶ κτιστῆς ἐνέργειας στὸν Θεὸ εἰσάγει σύνθεση καὶ καταργεῖ τὴν ἁπλότητά Του.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀντικρούοντας τὶς ἀπόψεις αὐτὲς ποὺ εἶχε καὶ ὁ Βαρλαάμ, διδάσκει ὅτι «κατ’ οὐσίαν ἓν καὶ ἁπλοῦν τὸ θεῖον» καὶ ὅτι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν καταργεῖ τὴν ἁπλότητά Του, ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του δὲν εἰσάγει κάποια σύνθεση στὸν Θεό, διότι ὁ Θεὸς νοεῖται ἀπὸ μᾶς «ὅλος ἀγαθότης καὶ ὅλος σοφία καὶ ὅλος δικαιοσύνη καὶ ὅλος δύναμις». Ἄλλωστε, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως-οὐσίας, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζονται οὐσιώδεις ἐνέργειες.

Ἔπειτα, ὁ Θεός, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, δὲν εἶναι μόνον ἁπλοῦς, ἀλλὰ καὶ ἁπλότης. Κάθε ἄγγελος καὶ ἡ λογικὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁπλά, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἁπλότητα, γιατί εἶναι ἁπλὰ ἐκ μεθέξεως καὶ συγκρίσεως πρὸς τὰ σώματα. Ὅμως, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἁπλοῦς ἀπὸ σύγκριση καὶ μέθεξη, γιατί αὐτὸς μεταδίδει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του ἁπλότητα καταλλήλως σὲ καθένα. Ἔτσι, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον καὶ κυρίως ἁπλοῦς, ἀλλὰ καὶ ἁπλότης.

Ἑπομένως, ὁ Θεὸς εἶναι ἁπλοῦς καὶ ἁπλότης. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος γιατί ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁπλὴ ἀπὸ τὴν φύση της, ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι σύνθετο, γιατί ἀποτελεῖται ἀπὸ διάφορα στοιχεῖα. Τὰ πάθη εἶναι ἐκεῖνα ποὺ εἰσάγουν τὴν σύνθεση στὴν ψυχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῶν παθῶν, δηλαδὴ ὅταν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική του συνέργεια μεταμορφώνη τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ πορεύονται κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν καὶ μετέχη τῆς Χάριτός του, τότε, παρὰ τὸ σύνθετο τῆς ὕπαρξής του (ψυχὴ καὶ σῶμα), ἀποκτᾶ τὴν κατὰ Χάριν ἁπλότητα. Ὁπότε, τὴν σύνθεση δὲν τὴν εἰσάγει ἡ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας στὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ πάθους. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει πάθη, εἶναι ἁπλοῦς, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἁπλοῦς ὅταν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταμορφωθοῦν ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς θὰ ἀναλύση διεξοδικὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποκτήσεως τῆς κατὰ Χριστὸν ἁπλότητας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ βλέπουμε στὸ θέμα τῶν λογισμῶν. Στὰ κείμενά του διδάσκει ὅτι οἱ λογισμοὶ διακρίνονται σὲ ἁπλοὺς καὶ σύνθετους. Ὁ ἁπλὸς λογισμὸς εἶναι ἡ ἁπλὴ ἔννοια ἑνὸς προσώπου ἢ ἀντικειμένου, ἐνῶ ὁ σύνθετος λογισμὸς εἶναι ὁ συνδυασμὸς τῆς ἔννοιας μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ πάθος ποὺ σχετίζεται μὲ κάποιο πρόσωπο ἢ ἀντικείμενο. Στὴν διαδικασία τῆς ἁμαρτίας ὁ ἁπλὸς λογισμὸς γίνεται σύνθετος, ὁπότε μὲ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος ὁ σύνθετος λογισμὸς καθίσταται ἁπλός, μὲ τὸν διαχωρισμὸ τῆς ἔννοιας ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ πάθος. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πολυπρόσωπος, λόγω τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα, γίνεται ἁπλοῦς.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀπάθεια. Τὸ πάθος εἶναι συμπλοκὴ μεταξὺ αἰσθητοῦ πράγματος, αἰσθήσεως καὶ τῆς φυσικῆς δυνάμεως, ἤτοι τοῦ θυμοῦ ἢ τῆς ἐπιθυμίας. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ξεχωρίση αὐτὰ μεταξύ τους καὶ ἐπαναφέρη τὸ καθένα στὸν φυσικό του λόγο, δηλαδὴ νὰ θεωρήση τὸ αἰσθητὸ καθ’ ἑαυτό, χωρὶς τὴν σχέση τῆς αἰσθήσεως πρὸς αὐτό, καὶ τὴν αἴσθηση χωρὶς τὴν οἰκειότητα τοῦ αἰσθητοῦ πρὸς αὐτὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία ἢ τὸν θυμὸ χωρὶς τὴν ἐμπαθῆ διάθεση πρὸς τὴν αἴσθηση καὶ τὸ αἰσθητό, τότε διέλυσε τὴν σύσταση ὁποιουδήποτε πάθους καὶ ἐξαφάνισε καὶ αὐτὴ τὴν φαντασία τῶν παθῶν. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἐμπαθὴς γίνεται ἀπαθὴς καὶ κατὰ συνέπεια ἁπλοῦς (Β\’ 101).

Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ὡς ψευδόμενο ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶναι «ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ διπλοῦς». Καὶ ἐπεξηγεῖ ὅτι διπλοῦς (καὶ ὄχι ἁπλοῦς) ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ «ἄλλος ἐστιν ἔσωθεν, καὶ ἄλλος ἔξωθεν, διπλοῦν ἔχει καὶ ὅλον ἐχλευασμένον τὸν βίον αὐτοῦ».

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσκεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ πορεύεται στὸν δρόμο τῆς ἀπάθειας, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἁπλότητας. Μάλιστα, ὅταν φθάση στὸν φωτισμὸ τοῦ νοὸς καὶ τὴν θέωση, δηλαδὴ ὅταν βιώση τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, τότε ἀποκτᾶ τὴν κατὰ Θεὸν ἁπλότητα, εἴτε εἶναι σοφὸς εἴτε εἶναι ἀγράμματος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς πορεύονται κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν, καὶ διαμορφώνουν, μετασκευάζουν καὶ μεταμορφώνουν καὶ τὸ σῶμα, ποὺ τὸ καθιστοῦν ἀπαθές. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τεκμήρια κατὰ Χάριν θείας ἀπαθείας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι μιὰ φυσικὴ ἀρετή, ἀλλὰ καρπὸς τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

4. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ λειτουργικὸ ἦθος τῆς ἁπλότητας

Ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου παπα-Νικόλα Πλανᾶ φαίνεται ὅτι ἡ ἁπλότητά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φυσικὴ κατάσταση τοῦ χαρακτῆρος του, εἶχε καὶ στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἦταν ἔκφραση τῆς ἀκενώτου ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τῆς ἀστείρευτης ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Ἄλλωστε, ὁ Θεὸς τὰ φυσικὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου τὰ μεταμορφώνει καὶ τὰ καθιστᾶ πνευματικὰ χαρίσματα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἀναφέρεται στὴν ἁπλότητα τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἁπλότητα. Γράφει ὅτι εἶναι καλὴ καὶ μακαρία «ἡ φύσει τισιν ἐνυπάρχουσα ἁπλότης», ἡ ὁποία σκεπάζεται καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ ποικίλες μεταβολὲς καὶ πάθη, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο μακαριστὴ αὐτὴ ὅσο ἡ ἁπλότητα ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ πόνους καὶ ἱδρῶτες, ποὺ γίνεται πρόξενος τελείας ταπεινώσεως καὶ πραότητος. Ἡ ἁπλότητα συνδέεται μὲ τὴν πραότητα γι’ αὐτὸ «ψυχὴ πραεία, θρόνος ἁπλότητος». Τελικά, ἡ ἁπλότητα ὁρίζεται ὡς «ἕξις ψυχῆς ἀποίκιλος, πρὸς κακόνοιαν γινομένη ἀκίνητος». Αὐτὴν τὴν ἁπλότητα εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως, ὅπως αὐτὴ ἡ ἀποίκιλη ἁπλότητα εἶναι τὸ πρῶτο ἰδίωμα «τῆς τῶν παίδων ἡλικίας».

Μιὰ τέτοια μακαρία καὶ ἀποίκιλη, παιδική, κατὰ Θεόν, ἁπλότητα εἶχε ὁ ἅγιος παπα-Νικόλαος Πλανᾶς ποὺ ἦταν καρπὸς τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τῆς κοινωνίας μαζί Του. Ἔτσι, δικαιολογεῖται ἡ ἀπονήρευτη συμπεριφορά του, ἡ ἀγάπη του ἀδιακρίτως πρὸς ὅλους. Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅτι οἱ ἄλλοι τὸν ἔβλεπαν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας νὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἢ ὅταν ἔβλεπαν τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν περιβάλλη, ἢ ὅταν τὸν καθοδηγοῦσε ὁ ἄγγελος Κυρίου ἢ ὅταν συμπεριφερόταν μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ τόσα ἄλλα περιστατικά.

Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω, αὐτὴ ἡ ἁγία του ἁπλότητα ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐπισκέψεως τῆς θείας Χάριτος, ὅπως συγκεκριμενοποιεῖται σὲ μερικὰ σημεῖα.

Τὸ πρῶτον ὅτι εἶχε διαποτισθῆ ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι τὸ ἦθος τῆς ἄκρας ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πάθους, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ταφῆς, τῆς καθόδου στὸν ἅδη καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του. Τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι «πνεῦμα» κενώσεως, προσφορᾶς, θυσίας. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἕνας πυρηνικὸς ἀντιδραστήρας μέσα στὸν ὁποῖο σπάζουν ὅλα τὰ συμβατικὰ θερμόμετρα.

Τὸ δεύτερον εἶναι ὅτι ἡ ἁπλότητά του εἶχε διαμορφωθῆ ἀπὸ τὸ ἦθος τῆς ἀγρυπνίας, δηλαδὴ τῆς προσφορᾶς στὸν Θεὸ καὶ αὐτοῦ τοῦ βραδινοῦ ὕπνου. Ἀγαποῦσε βαθύτατα τὶς ἀγρυπνίες, γιατί κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως ὅταν προσεύχεται, ἀποκτᾶ ἕναν ἄλλο ρυθμό, συντονίζεται μὲ τὴν ζωὴ τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἐσχατολογικοῦ ἀνθρώπου, ἀκούει τοὺς κτύπους τῆς αἰωνιότητας, βιώνει τὰ ἄρρητα ρήματα.

Τὸ τρίτον εἶναι ὅτι ὁ παπα-Νικόλας Πλανᾶς εἶχε προσαρμοσθῆ στὸ ἦθος τῆς ἄκρας ἁπλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ἀκτημοσύνης καὶ καθαρότητας, ποὺ συναντᾶ κανεὶς στοὺς ἐρημίτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ σὲ ἄλλους μοναχοὺς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐρήμου τοῦ Ἄθωνος. Φυσικά, δὲν ἐννοῶ ἁγιορείτας ποὺ ἔχουν ἐκκοσμικευθῆ καὶ ἀποδεσμεύθηκαν ἀπὸ τὴν ἁγία ἁπλότητα. Ἕνας ἀληθινὸς ἁγιορείτης δέχεται κάθε ἄνθρωπο ὡς ἅγιο, κατὰ τὸ πατερικὸ λόγιο «εἶδες τὸν ἄνθρωπόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μιλώντας γιὰ τὸν κατὰ σάρκα πατέρα του, τὸν περιγράφει ὡς ἄνθρωπο τῆς κατὰ Χριστὸν ἁπλότητας. Λέγει ὅτι ὁ πατέρας του Γρηγόριος ἦταν «ὑψηλότατος μὲν τῷ βίῳ, ταπεινότατος δὲ τῷ φρονήματι». Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὴν ἀρετὴ ἦταν ἀπρόσιτος, ὡς πρὸς δὲ τὴν συναναστροφὴ «εὐπρόσιτος». Ἡ καλύτερη δὲ ἀρετὴ ποὺ τὸν χαρακτήριζε καὶ τὴν ὁποία πολλοὶ δὲν ἀγαποῦν ἦταν «ἡ ἁπλότης, καὶ τὸ τοῦ ἤθους ἄδολόν τε καὶ ἀμνησίκακον». Φαίνεται ἐδῶ ὅτι ἡ ἁπλότητα συνδέεται στενὰ μὲ τὸ ἄδολο τοῦ ἤθους καὶ τὴν ἀμνησικακία. Ἡ κατὰ Χριστὸν ἁπλότητα εἶναι τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ σταθερό, ἐνῶ «πᾶν ὃ προσποιητόν, οὐδὲ μόνιμον».

Ὁ ἅγιος παπα-Νικόλας Πλανᾶς διαμορφώθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τὸν κατήρτισε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ δὲν ἦταν σύνθετος, ἀλλὰ ἁπλός, δὲν ἦταν προσποιητός, ἀλλὰ ἀληθινός, δὲν ἦταν ἐποχιακός, ἀλλὰ μόνιμος, διαχρονικός. Ἔζησε τὴν ἁπλότητα τοῦ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως καὶ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐσχάτης ἡμέρας.

Πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ μας ἕνα ἀστέρι φωτεινὸ καὶ μᾶς ἔδειξε μερικὲς ἀνταύγειες τῆς ἁπλότητας τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὅπου θὰ καταργηθοῦν ὅλα τὰ σύνθετα, καὶ θὰ ἁπλοποιηθῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ ζωὴ τελείως, ἀφοῦ στοὺς αἰῶνες θὰ ἀκούγεται μόνο τὸ «Ἀλληλούϊα», τὰ ἄρρητα ρήματα, τὰ τεριρὲμ τῶν ἀγγέλων, ὄχι ἁπλῶς τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλὰ τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς μέσα στὸ Φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος.

 

ΠΗΓΗ: https://agiazoni.gr