«Ἑορτή τῶν ἑορτῶν» καὶ «πανήγυρις τῶν πανηγύρεων» εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ «μία τῶν Σαββάτων» δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ ἀφετηρία μιᾶς καινούριας ἑβδομάδας, ἀλλὰ τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας κτίσεως, ἡ ἀρχὴ ἑνὸς καινούριου κόσμου.
Ἡ Κυριακή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας εἶναι ὁ ἀργαλιὸς ποὺ πάνω του ὑφαίνει ἡ Ἐκκλησία μας ὁλόκληρη τὴ λατρεία της. Γι’ αὐτὸ κάθε Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιορτάζει, τὴν Ἀνάστασή Του ψέλνει καὶ προσκυνᾶ. «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι…» ψάλλομε σὲ κάθε εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς, γινόμενοι ἔτσι μυστικὰ θεατὲς καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἀνάστασής Του.
Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, ὑπάρχει ἕνας συγκλονιστικὸς διάλογος ἀνάμεσα στὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου τὴ Μάρθα. Εἶναι τέτοια ἡ θλίψη καὶ ἡ στεναχώρια της ποὺ λέει στὸν Κύριο «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει». Καὶ ὁ Κύριος τῆς ἀπαντᾶ: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα· πιστεύεις τοῦτο;». (Ἰωάν.39-44). Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας, ἐπαναλαμβάνεται διαχρονικὰ σὲ κάθε πιστό, σὲ κάθε χριστιανό ποὺ ἀναζητᾶ ἐναγωνίως λύση καὶ διέξοδο στὰ ποικιλόμορφα προβλήματά του. Ὁ ἴδιος βέβαια μᾶς ἀπέδειξε μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα ὅτι εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐμψυχώσει τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἔγινε ἁπλῶς οἰκεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀνυψώθηκε στὴ θεότητα. Καὶ ἀκριβῶς στὴν ἀνύψωση αὐτή, οἱ πατέρες μας διαβλέπουν τὴν οὐσία καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. «Σώζεται ὅ,τι ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό· ὅ,τι δὲν ἑνωθεῖ μαζί Του δὲν σώζεται» λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἐνανθρώπησε λοιπὸν γιὰ νὰ πεθάνει καὶ ἔτσι νὰ μᾶς καταστήσει κληρονόμους τῆς αἰώνιας Ζωῆς. Ἡ σωτηρία καὶ ἡ ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἔπρεπε νὰ εἶναι νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνέλαβε τὸ σῶμα μας γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπ’ τὴ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ Θεὸς σαρκώθηκε, γιὰ νὰ θεοποιήσει τὴ σάρκα. Ὑπέστη τὴ σάρκωση καὶ τὸ θάνατο γιὰ νὰ νικήσει τὴ θνητότητα καὶ τὴ φθορά. Ὁ θάνατός Του ἔγινε ἡ δική μας ἀνάσταση καὶ νίκη ποὺ κερδήθηκε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Καταθέτει τὴ Ζωή Του γιὰ νὰ ζωοποιήσει τὴ δική μας. Πεθαίνει, μὰ μὲ τὸ θάνατό Του σκορπᾶ ἀπλώχερα τὴ Ζωή. Ἐνταφιάζεται μὰ ἡ γῆ ἀδυνατεῖ νὰ τὸν κρατήσει μέσα της. Κατεβαίνει στὰ σκοτεινὰ ὑπόγεια τοῦ Ἅδη καὶ εὐθὺς αὐτὰ φωτίζονται καὶ καταυγάζονται ἀπ’ τὸ δικό του ἄσβεστο φῶς. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί ὁ θάνατός Του δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα φυσικῆς-σωματικῆς ἀδυναμίας ἢ βιολογικῆς νομοτέλειας, ἀλλὰ ἡ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπαλλάξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ βάρη τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἦταν ἡ ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Ἀγάπης. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος, γιατί ὑπάρχω ἀϊδίως, καὶ ὁ ἔσχατος, γιατί θὰ εἶμαι πάντοτε. Εἶμαι αὐτὸς ποὺ ζεῖ διαρκῶς, γιατί ἡ ζωή μοῦ ἀνήκει. Ἔγινα νεκρὸς καὶ πέθανα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἐγὼ κρατῶ στὰ χέρια μου τὰ κλειδιὰ τοῦ Ἅδη, γιατί μὲ τὸ θάνατό μου κατέλυσα τὴν ἐξουσία του» (Ἀποκ. α’ 17-18).
Τὴν ἀπάντηση στὴν ἐρώτηση πρὸς τὴ Μάρθα «πιστεύεις τοῦτο;» τὴν ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λίγες μέρες ἀργότερα. Ἡ Ἀνάστασή του δὲν εἶναι ἕνα ὑπερβατικὸ ὅραμα ἢ ψευδαίσθηση, οὔτε βέβαια ἀποτέλεσμα κάποιου μαγικοῦ γιὰ νὰ καταπλήξει τοὺς ἀδαεῖς καὶ ἀφελεῖς. Εἶναι ἡ εἴσοδος τῆς αἰώνιας ζωῆς στὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα. Εἶναι ἡ εἰσόρμηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὰ ὄνειρα καὶ τοὺς ὁραματισμοὺς τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του εἶναι ἡ δική μας φύση ἐλεύθερη καὶ ἀποδεσμευμένη πλέον ἀπὸ κάθε περιορισμὸ καὶ καταναγκασμό. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἀλλὰ δὲν παίρνει ζωὴ ἀπ’ τὶς βιολογικὲς λειτουργίες, γιατί ζεῖ καὶ ὑπάρχει χάρη στὴν προσωπικὴ σχέση καὶ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεό, ποὺ μόνη αὐτὴ τὸ συγκροτεῖ καὶ τὸ ζωοποιεῖ. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀντλεῖ τὴν ὕπαρξή του ἀπ’ τὸ Θεό, δὲν πεθαίνει, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ζεῖ μαζί Του εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον ὁ μισητὸς ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, οὔτε ἡ «καταλλαγὴ» καὶ συμφιλίωσή του μὲ τὸ Θεό. Εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπ’ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέλαβε τὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ τὸ ἀφθαρτοποιήσει καὶ νὰ τὸ ζωοποιήσει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. Καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στὸν Περὶ Ἐνανθρωπήσεως λόγο του «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, γιὰ νὰ ἀπαλείψει τὴ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ θάνατος ὅμως δὲν καταργεῖται μὲ τὴν παρουσία τῆς ζωῆς στὸ θνητὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸν ἑκούσιο θάνατο τῆς Ἐνσάρκου Ζωής». Τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ψάλλομε στὸ νικητὴ τῆς Ζωῆς «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας…» καὶ ἔτσι ὁμολογοῦμε ὅτι εἶναι ὁ ἑκούσιος θάνατος τοῦ Ἑνός, ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ Αἰώνια Ζωή. Νίκησε τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο γιατί ποτὲ δὲν ὑπέστη τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἡ ἀπάντησή μας στὴν ἐρώτηση-πρόσκληση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ πρέπει νὰ εἶναι πειστικὴ καὶ ἀποτελεσματική. Αὐτὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἐλεύθερα ἀπ’ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ἡ μακαρία θέα καὶ ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, προϋποθέτουν τὴ δική μας θέληση καὶ ἄρα παρέχονται μόνο σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν. Ὁ Θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του προσφέρουν τὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἀφθαρσία σὲ ὅλους, ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἐπειδὴ ὅλοι ἔχουμε τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν Ἰησοῦ. Κανεὶς ὅμως δὲν ἐξαναγκάζεται νὰ τὴν ἐπιθυμήσει. Ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι κοινὸ δῶρο καὶ ἀγαθὸ γιὰ ὅλους, ἡ εὐλογία καὶ ἡ χάρη ὅμως θὰ δοθεῖ μόνο σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν τὴν συνανάσταση μαζί Του. Γιὰ ὅσους παραμένουν στὸ σκοτάδι καὶ ἔχουν ἀποκλείσει τὴ ζωὴ τους ἀπ’ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἀνάστασή Του μοιάζει ἀνωφελὴς καὶ ἀδικαιολόγητη. Ὅσοι ὅμως ἀποδέχονται ἐλεύθερα τὴν Ἀνάστασή Του ὡς πηγὴ ζωῆς καὶ ἐγγύηση τῆς δικῆς τους ἀνάστασης καὶ ὡς ἀρραβώνα μὲ τὴν αἰωνιότητα, αὐτοὶ ἤδη ἀπὸ σήμερα πολιτεύονται στὴν ἀνατολὴ τῆς νέας Ζωῆς ποὺ “νεοποιεῖ τοὺς γηγενεῖς». Τὸ πιστεύεις τοῦτο ἀδελφέ μου;