Ἀνάληψη: Μιά κάπως ἄγνωστη δεσποτική γιορτή

 
          Μιά γιορτή, πού ἐπειδή πέφτει πάντοτε σέ καθημερινή ἐργάσιμη μέρα, δέν ἔχει τήν ἀνάλογη θέση στή συνείδηση τοῦ λαοῦ, ὅπως οἱ μεγάλες γιορτές τῶν Χριστουγέννων, Θεοφανίων, Εὐαγγελισμοῦ, Ἀναστάσεως, Πεντηκοστῆς. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως.

          Εἰδικά στήν Ἀνάληψη ἀπέχει μόνιμα ἡ μαθητιῶσα νεολαία τῆς χώρας μας. Εἶναι ἡμέρα πού συνήθως τά σχολεῖα ἔχουν εἰσέλθει στήν περίοδο τῶν ἐξετάσεων, μ’ ἀποτέλεσμα ν’ ἀδυνατεῖ καί ὁ πιό καλοπροαίρετος ἐκπαιδευτικός νά φέρει τούς μαθητές στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι μεγαλώνουν τά παιδιά μας, εἰσέρχονται μετά στό χῶρο τῆς βιοπάλης, καί μπορεῖ νά περάσουν δεκαετίες ὁλόκληρες καί νά μήν ἔχουν τήν εὐκαιρία ν’ ἀπολαύσουν καί νά βιώσουν λατρευτικά τή μεγάλη αὐτή γιορτή.

          Ἡ Ἀνάληψη ἕπεται τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἀμέσως μετά τό τεσσαρακονθήμερο τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητές του. Ὁ Χριστός, σ’ αὐτές τίς σαράντα μέρες, μέ συνεχεῖς ἐμφανίσεις καί ἐξαφανίσεις ἀφ’ ἑνός μέν τούς ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεώς του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τούς γυμνάζει στή συνεχῆ σωματική ἀπουσία του. Πρέπει οἱ μαθητές νά χειραφετηθοῦν ἀπό τήν συνεχῆ σωματική αἴσθηση καί ἀντίληψη τοῦ Χριστοῦ. Νά παύσουν νά τόν ἀπολαμβάνουν διά τῆς ὁράσεως, τῆς ἀκοῆς, τῆς ἁφῆς. Νά παύσουν νά ἔχουν αἰσθητά ντοκουμέντα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

         Ἡ ἔνσαρκος παρουσία τοῦ Χριστοῦ πού ἄρχισε μέ τή γέννησή του ἐδῶ τελειώνει. Ἤ μᾶλλον σταματᾶ γιά νά συνεχίσει στήν Β΄ Παρουσία του. Τότε τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως θά ξαναφανεῖ. Τότε «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς ὄψονται τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετά δυνάμεως καί δόξης πολλῆς» (Ματθ. 24,30). Μέχρι τότε οἱ πιστοί μαθαίνουν νά ζοῦν μέ τήν διαρκῆ ἀόρατη παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

         «Ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. 28,20). Εἶναι μαζί μας ὁ Χριστός. Συνεχῶς ἀλλά ἀοράτως. Οἱ πιστοί ἀντλοῦν δύναμη ἀπό αὐτή τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλά δέν παύουν νά νοσταλγοῦν καί νά ἐπιθυμοῦν καί νά ἀδημονοῦν γιά τήν ἔνσαρκη Β΄ Παρουσία τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία θά κραυγάζει συνεχῶς ἕως τότε• «ναί ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ». Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ θ’ ἀκούγεται συνεχῶς «ναί, ἔρχομαι ταχύ» (Ἀπόκ. 22,20).

         Ἀναλήφθηκε, λοιπόν εἰς τούς οὐρανούς ὁ Χριστός μας. Τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία ἕνωσε μέ τή θεία του φύση ἀχωρίστως, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως κατά τήν διδασκαλία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν παίρνει καί τήν τοποθετεῖ ὑπεράνω Χερουβίμ καί Σεραφίμ, ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων, δίπλα στό θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατέρα.

         Ἄπειρες εἶναι οἱ εἰκόνες καί οἱ μεγαλοπρεπεῖς ἐκφράσεις τῶν προφητῶν καί τῶν ὑμνωδῶν τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἐξυμνοῦν καί ἐκθειάζουν καί γεραίρουν τό θαυμαστό αὐτό γεγονός. «Ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνῆ σάλπιγγος». «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καί ἐπάρθητε πῦλαι αἰώνιοι καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης» θά πεῖ ὁ προφητάναξ Δαυίδ.

         Πίσω ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς ποιητικές καί μεγαλοπρεπεῖς καί ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις, ἕνα εἶναι τό οὐσιαστικό γεγονός, ἕνα εἶναι τό θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἕνα εἶναι τό «καινόν ὑπό τόν ἥλιον» ὅπως λέγει τό βιβλίο τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη• ἡ ἕνωση θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ ἕνωση αὐτή ἡ τόσο σωτηριώδης γιά μᾶς, ἐν τούτοις, ἔχει τήν «ἀρνητική» πλευρά νά παρασύρει στήν ἀορασία καί στὀ μυστήριο τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μέχρι τήν Β΄ Παρουσία του. Εἶναι κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπό τή σάρκα, ζεῖ καί βιώνει κυρίως μέ τήν παρουσία καί τήν ἐνέργειά της, ἐπαναστατεῖ. Διότι θέλει νά ὑπάρχει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· νά μπορεῖ νά τό βλέπει, νά τό πιάνει, νά τό ἀκουμπᾶ, νά τό ἀγκαλιάζει, ν’ ἁρπάζει τή χάρη πού ἐμφωλεύει μέσα του ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα. Γι’ αὐτό ὅπως προαναφέραμε κραυγάζει «ναί ἔρχου κύριε Ἰησοῦ».

         Προσοχή ὅμως! Δέν ἐξέλειπε ἐντελῶς ἡ σωματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει συνεχῶς ἕως «τερμάτων αἰῶνος». Ποῦ ὅμως εἶναι αὐτή ἡ σωματική παρουσία; Εἶναι στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Στά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, πού στά ‘‘σά ἐκ τῶν σῶν…’’ μεταβάλλονται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Καί δύναται ὁ πιστός ὄχι ἁπλῶς νά δεῖ, ν’ ἀκουμπήσει, νά ψηλαφίσει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί νά τό φάει. Νά τό βάλει μέσα του. Νά εἰσέλθει μέχρι τό τελευταῖο κύτταρό του. Νά εἰσδύσει στήν οὐσία τῆς ὑπάρξεώς του καί ἔτσι νά θεωθεῖ.

         Συνεπῶς δέν ἐξέλειπε ἡ σωματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας. Ἁπλῶς γιά νά τήν ἀπολαύσουμε πρέπει νά συχνάζουμε εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου μας. Νά μετέχουμε στό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τό μυστήριο γιά τό ὁποῖο ὑπάρχουν ὅλα τά ἄλλα, τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν τό κάνουμε αὐτό συνειδητά καί μέ μετάνοια, τότε θά ἰσχύσει καί γιά μᾶς αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος· «ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σύν αὐτοῖς ἀρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα.» (Α΄ Θεσ. 4,17).