Εκείνος που δεν έλαβε ακόμη αυτό το χάρισμα, έχει χρέος να μην επιμείνει διόλου σε νόημα ή λόγο ή έργο χωρίς να ρωτήσει τους έμπειρους, και χωρίς βέβαιη πίστη και καθαρή προσευχή, δίχως τα οποία δεν μπορεί ν’ ανεβεί αληθινά στη διάκριση.
Η διάκριση γεννιέται από την ταπεινοφροσύνη και γεννά τη διόραση, όπως λένε ο Μωυσής και ο Ιωάννης της Κλίμακος, ώστε αυτός που την έχει, να προβλέπει τις κρυφές δολοπλοκίες του διαβόλου και να κόβει τις αφορμές τους πριν εκδηλωθούν· όπως λέει ο Δαβίδ:
Έπειτα, να γνωρίζει και τα μυστήρια που κρύβονται στις θείες Γραφές και στα αισθητά κτίσματα. Σημάδι έχει και η μητέρα τους η ταπείνωση, όπως προειπώθηκε, και γνωρίζεται από αυτό. Αν είναι δηλαδή κανείς ταπεινόφρων, οφείλει να έχει κάθε αρετή και, νιώθοντας πως χρωστά περισσότερα, να πιστεύει ότι αληθινά είναι κατώτερος από όλη την κτίση. Αν όμως δεν αισθάνεται έτσι, τότε και μόνον αυτό είναι σημάδι ότι είναι χειρότερος από όλη την κτίση, και αν ακόμη φαίνεται να έχει ισάγγελη ζωή.
Γιατί ο πραγματικός άγγελος, ύστερα από τόσες αρετές και τόση σοφία, δεν μπορούσε να αρέσει στον Ποιητή χωρίς ταπείνωση.
Η διάκριση είναι και λέγεται φως, και γι’ αυτό πριν από κάθε λόγο και έργο έχομε ανάγκη απ’ αυτό το φως, για να βλέπομε τα λοιπά και να θαυμάζομε. Να θαυμάζομε και το Θεό, που την πρώτη και κύρια ημέρα δημιούργησε το φως(Γέν. 1,3), για να μη μείνουν όσα θα γίνονταν έπειτα σκοτεινά σαν να μην υπήρχαν, όπως λέει ο Δαμασκηνός.
Φως λοιπόν, όπως προειπώθηκε, είναι η διάκριση, από την οποία γεννιέται η διόραση, που είναι το αναγκαιότερο απ’ όλα τα χαρίσματα.
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 139-140).