Ο πιστός Χριστιανός και καλός Οικογενειάρχης.
Κάποτε που είχα φιλοξενηθεί στην Αθήνα σ’ ένα φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίσει, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε δε πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχομαι για την οικογένειά του.
Ο αδελφός αυτός ήταν γύρω στα 38 ετών και είχε 7 παιδιά. Δύο το ανδρόγυνο και άλλοι δύο οι γονείς του, εν όλω 11 ψυχές. Έμεναν όλοι σ’ ένα δωμάτιο. Μου έλεγε δε με την απλότητά του: « Όρθιους μας χωράει το δωμάτιο, αλλ’ όταν ξαπλώνουμε δεν μας παίρνει, λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη, Πάτερ μου, ενώ άλλοι μένουν στην ύπαιθρο».
Η εργασία του ήταν σιδερωτής, και ενώ έμενε στην Αθήνα, έφευγε πριν φωτίσει, για να βρεθεί στον Πειραιά, εκεί εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένεια του τον έκανε να ξεχνάει τους πόνους και τις ενοχλήσεις.
Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια, και έλεγε ότι δεν έχει ούτε αγάπη, γιατί δεν κάνει καλοσύνες, διότι εκτός από τα παιδιά και τους γέρους που φροντίζει, πηγαίνει και παίρνει τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τους πλένει και τους συγυρίζει και τα σπίτια, τους φτιάχνει και καμμιά σούπα.
Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχου ζωγραφισμένη τη Θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό, ήτο γεμάτος χαρά και το δωμάτιο του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι άγχος, και δύο άνθρωποι να είναι δεν χωράνε μέσα σε ένδεκα δωμάτια. Ενώ οι 11 αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό χωρούσαν μέσα σ’ένα δωμάτιο.
Ο Δίκαιος ανταμείβεται σε σε τούτη τη Ζωή.
Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθεί ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίσει ο Χριστός τα παιδιά του, για να μη γογγύσουν, όταν ηλικιωθούν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους έκαναν, και μου διηγήθει την υπόθεση.
Ο άνθρωπος αυτός ήτο πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήτο ο μεγαλύτερος αδελφός από τα πέντε αδέλφια και μετά τον θάνατο τον αιφνίδιο του πατέρα των, συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέλφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λ.π., αποκατέστησε τις δύο αδελφές του, παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέλφια του, του πήραν και όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λ.π. και άφησαν σ’αυτόν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός, απέκτησε τρία παιδάκια, ήτο ηλικιωμένος φυσικά, και σκεφτόνταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν και καταλάβουν την αδικία, μη γογγύσουν.
Μου έλεγε δε, ότι « εγώ δεν στεναχωριέμαι γι’αυτό, γιατί διαβάζω το ψαλτήρι ένα κάθισμα κάθε απόγευμα και δύο καθίσματα πριν ξημερώσει. Σχεδόν το’ μαθα απ’έξω. Κανένας ψαλμός δεν λέγει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δίκαιους τους σκέπτεται ο Θεός».
Επίσης μου έλεγε: « Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέλφια μου, που χάνουν την ψυχή τους».
Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από 10 χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος και με ρωτάει: « Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;». « Ναι», του είπα, και τον ρώτησα πως περνάει και μου απάντησε: « έγινα πλούσιος τώρα». «Και πως έγινες πλούσιος, αδελφέ;». «Να, εκείνα τα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια, αυτήν την φορά ήρθα να μου πεις τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω» Του είπα να εξασφαλίσει τα παιδιά του από ένα σπιτάκι και να κρατήσει για τις σπουδές των παιδιών μέχρι να τακτοποιηθούν. Μου λέει : « Έχω και για τα παιδιά μου αλλά είναι πολλά». «Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς». «Έδωσα, Πάτερ, αλλά είναι πάλι πολλά». « Φτιάξε τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια». «Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά». Τότε του λέω: « Θα εύχομαι να σε φωτίζει ο Χριστός για να κάνεις καλοσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη».
Μετά τον ρώτησα: « Τι κάνουν τα αδέλφια σου; Που βρίσκονται;» ξέσπασε στο κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε: « Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη των. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στη Γερμανία, μετά Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται». Μετανόησα που του έκανα την ερώτηση για τα αδέλφια του, γιατί δεν ήξερα που θα λυπηθεί τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός, του είπα να ευχηθούμε και οι δύο να μάθουμε και γι’ αυτούς χαρούμενες ειδήσεις.
Θυμήθηκα μετά τον ψαλμό που λέει: « Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρομένον ως τας κέδρους του Λιβάνου, και παρήλθον, και ιδού ούκ ην, και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού».(Ψαλμ. 36). Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέλφια του.
Τα περιστατικά αυτά ανήκουν σε
ιδιόχειρες σημειώσεις του Αγίου Παϊσίου.