Οι περιοχές αυτές καλύπτονται από ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο και παραμένουν ανερμήνευτες. Τέτοιες είναι οι περιοχές της Τέχνης και του Πολιτισμού, όπου τα αντικειμενικά κριτήρια περιορίζονται από τον υποκειμενισμό, τη φαντασία, τη γνώση του αντικειμένου, τη θρησκευτική πίστη, την καλλιέργεια της ψυχής… τον αγιασμό του ανθρώπου… Επίσης μυστήριο παραμένει το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά και η σχέση των ανθρώπων. Πώς να τα ζυγιάσεις με το μέτρο της λογικής και των αισθήσεων; Το ίδιο παραμένει ανεξιχνίαστη και η ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και μέσα από τη φιλοσοφία αγωνίζεται ο άνθρωπος διαχρονικά να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, της δημιουργίας του κόσμου, της ζωής και του θανάτου. Κι ακόμη ο κάθε άνθρωπος κάνει προσπάθεια να ορίσει την έννοια του καλού και του κακού. Έτσι, ό,τι ξεπερνά τον αισθητό κόσμο το εντάσσει σ’ έναν άλλο χώρο, που τον ονόμασε μεταφυσική, δηλαδή έναν ‘κόσμο’ που βρίσκεται μετά τα φυσικά…
Ένας τέτοιος χώρος είναι και η περιοχή του ακτίστου. Ό,τι δηλαδή αναφέρεται στον Άγιο Τριαδικό Θεό. Όλες οι προσπάθειες που έκανε ο άνθρωπος να καταλάβει με το μυαλό του τον Χριστιανικό Θεό, τον οδήγησαν σε λάθος αποτέλεσμα. Στην πλάνη των ειδώλων και στην αίρεση. Όσοι τόλμησαν να κατανοήσουν τον Θεό με τη λογική τους, έφτιαξαν έναν θεό κομμένο – ραμμένο στα μέτρα τους. Τα μέτρα του ανθρώπινου λογικού είναι πολύ περιορισμένα, πολύ μικρά, για να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν τον Θεό. Οι προϋποθέσεις που έχει η ανθρώπινη σκέψη για έρευνα, αναφέρονται στον χώρο του αισθητού. Γι’ αυτό ως όργανο προσπέλασης στον χώρο του ακτίστου η λογική είναι μάλλον ακατάλληλη. Πρόκειται για έναν άλλο χώρο που τα δεδομένα του είναι τελείως διαφορετικά. Αν ο Θεός γινόταν αντικείμενο έρευνας, τότε θα έπαυε να είναι άκτιστος και καθαρά πνευματικός. Θα περιοριζόταν στην υλικότητα και χρονικότητα του κόσμου μας, θα υπόκειτο στη φθορά και τη «γήρανση». Τελικά θα ήταν ομοιοπαθής με μας και θα ήταν προέκταση του νου μας. Ένα πλάσμα φτιαγμένο «κατ’ εικόνα» δική μας.
Το ερώτημα που τελικά τίθεται είναι: Τότε, τί χρειάζεται η λογική στον άνθρωπο, αν δεν μπορεί να υπηρετήσει την κατανόηση της Αλήθειας και μάλιστα αυτής που αναφέρεται στον Θεό;
Για να δώσουμε μια απάντηση στο θέμα αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Ο Χριστιανικός Θεός, όπως τον γνωρίσαμε μέσα από την αποκάλυψή Του εν χρόνω στο πρόσωπο του ιστορικού Ιησού, ποτέ δεν ζήτησε να Τον «καταλάβουμε». Το μόνο που θέλει είναι να Τον εμπιστευθούμε, δηλαδή να Τον πιστέψουμε και να αγωνιστούμε να εφαρμόσουμε τον λόγο Του στη ζωή μας· πράγματα που είναι εφικτά από τον κάθε άνθρωπο. Γνωρίζοντας λοιπόν, ο Θεός, μέσα από τη σοφία Του, την αδυναμία του ανθρωπίνου λογικού να εισέλθει στην Ουσία Του και να κατανοήσει και να καταλάβει, τι είναι ο Θεός, αποφάσισε και αποκαλύφθηκε ο Ίδιος και είπε, «Εγώ είμαι». Γι’ αυτό παρουσιάστηκε «δι’ εαυτού προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος». Μάλιστα αυτοπροσώπως και αυτοπροαιρέτως. Εάν ήταν αρκετό το λογικό για την «κατανόηση» του Θεού, τότε ο άνθρωπος θα μπορούσε να οδηγηθεί και με τη σκέψη του μόνος του στη σωτηρία και την απολύτρωση. Όμως η ανθρώπινη ιστορία μας αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Αδυναμίες και πάθη ανομολόγητα είναι η μοίρα του κάθε ανθρώπου, όπως θαυμάσια περιγράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή ο Απόστολος Παύλος. Ακόμη και οι ευγενέστεροι νόες Φιλοσόφων, Ποιητών και μεγάλων στοχαστών στην παγκόσμια ιστορία, που διείδαν αμυδρά «σπέρματα αληθείας», έμειναν μόνο σε μια ηθική διατύπωση αρχών και κανόνων, που μπορεί να ρυθμίζουν κάπως την κοινωνική ζωή των ανθρώπων, όμως δεν μπορούν να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στην Αλήθεια.
Δηλαδή με τις σκέψεις αυτές απορρίπτουμε τη λογική; Όχι. Σε καμιά περίπτωση. Η λογική είναι βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. «Πλάθοντας» ο Θεός τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» δική Του, τον επροίκισε με χαρίσματα ανάμεσα στα οποία σημαντική θέση κατέχει το λογικό και το αυτεξούσιο, η ελευθερία. Όλα του όμως, τα χαρίσματα πρέπει να υποτάσσονται στον σκοπό του Δημιουργού. Να κατατείνουν στο «καθ’ ομοίωσιν». Να μοιάσει ο άνθρωπος στον Δημιουργό Του και να οδηγηθεί στη Θέωση. Να γίνει Θεός «κατά χάριν». Τότε και η λογική και η ελευθερία και η κοινωνικότητα και η δημιουργικότητα θα υπηρετήσουν το θείο σχέδιο, εκφράζοντας την αγάπη και την υπακοή και την πίστη στον Δημιουργό Θεό. Κι επειδή σ’ όλα αυτά ο άνθρωπος αστόχησε, δηλαδή αμάρτησε, η αγάπη του Θεού Πατρός ευδόκησε και ο Υιός του ο μονογενής σαρκώθηκε, δίδαξε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και ανελήφθηκε πάλι στους ουρανούς, για να ανεβάσει την ανθρώπινη φύση δίπλα στον Δημιουργό απ’ όπου είχε «εκπέσει». Σ΄ αυτό το γεγονός καλείται η ανθρώπινη λογική, μαζί με όλες τις άλλες δυνάμεις, να υπηρετήσει το σχέδιο της σωτηρίας βοηθούμενη από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, κεκαθαρμένη από την όποια αδυναμία και υποταγμένη και πιστεύουσα στον λόγο της Αληθείας.
Η λογική δεν είναι αντίθετη στην πίστη. Είναι όμως λάθος η θεοποίησή της. Ίσως ο εκτροχιασμός της από τον σωστό δρόμο και ρόλο που καλείται να παίξει στην ανθρώπινη ύπαρξη, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, να οφείλεται στη χειραγώγησή της από τον εγωισμό. Τότε υπηρετεί άλλους σκοπούς και οδηγείται μακριά από την Αλήθεια παρά τις καλές της προθέσεις
Ένας τέτοιος χώρος είναι και η περιοχή του ακτίστου. Ό,τι δηλαδή αναφέρεται στον Άγιο Τριαδικό Θεό. Όλες οι προσπάθειες που έκανε ο άνθρωπος να καταλάβει με το μυαλό του τον Χριστιανικό Θεό, τον οδήγησαν σε λάθος αποτέλεσμα. Στην πλάνη των ειδώλων και στην αίρεση. Όσοι τόλμησαν να κατανοήσουν τον Θεό με τη λογική τους, έφτιαξαν έναν θεό κομμένο – ραμμένο στα μέτρα τους. Τα μέτρα του ανθρώπινου λογικού είναι πολύ περιορισμένα, πολύ μικρά, για να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν τον Θεό. Οι προϋποθέσεις που έχει η ανθρώπινη σκέψη για έρευνα, αναφέρονται στον χώρο του αισθητού. Γι’ αυτό ως όργανο προσπέλασης στον χώρο του ακτίστου η λογική είναι μάλλον ακατάλληλη. Πρόκειται για έναν άλλο χώρο που τα δεδομένα του είναι τελείως διαφορετικά. Αν ο Θεός γινόταν αντικείμενο έρευνας, τότε θα έπαυε να είναι άκτιστος και καθαρά πνευματικός. Θα περιοριζόταν στην υλικότητα και χρονικότητα του κόσμου μας, θα υπόκειτο στη φθορά και τη «γήρανση». Τελικά θα ήταν ομοιοπαθής με μας και θα ήταν προέκταση του νου μας. Ένα πλάσμα φτιαγμένο «κατ’ εικόνα» δική μας.
Το ερώτημα που τελικά τίθεται είναι: Τότε, τί χρειάζεται η λογική στον άνθρωπο, αν δεν μπορεί να υπηρετήσει την κατανόηση της Αλήθειας και μάλιστα αυτής που αναφέρεται στον Θεό;
Για να δώσουμε μια απάντηση στο θέμα αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Ο Χριστιανικός Θεός, όπως τον γνωρίσαμε μέσα από την αποκάλυψή Του εν χρόνω στο πρόσωπο του ιστορικού Ιησού, ποτέ δεν ζήτησε να Τον «καταλάβουμε». Το μόνο που θέλει είναι να Τον εμπιστευθούμε, δηλαδή να Τον πιστέψουμε και να αγωνιστούμε να εφαρμόσουμε τον λόγο Του στη ζωή μας· πράγματα που είναι εφικτά από τον κάθε άνθρωπο. Γνωρίζοντας λοιπόν, ο Θεός, μέσα από τη σοφία Του, την αδυναμία του ανθρωπίνου λογικού να εισέλθει στην Ουσία Του και να κατανοήσει και να καταλάβει, τι είναι ο Θεός, αποφάσισε και αποκαλύφθηκε ο Ίδιος και είπε, «Εγώ είμαι». Γι’ αυτό παρουσιάστηκε «δι’ εαυτού προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος». Μάλιστα αυτοπροσώπως και αυτοπροαιρέτως. Εάν ήταν αρκετό το λογικό για την «κατανόηση» του Θεού, τότε ο άνθρωπος θα μπορούσε να οδηγηθεί και με τη σκέψη του μόνος του στη σωτηρία και την απολύτρωση. Όμως η ανθρώπινη ιστορία μας αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Αδυναμίες και πάθη ανομολόγητα είναι η μοίρα του κάθε ανθρώπου, όπως θαυμάσια περιγράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή ο Απόστολος Παύλος. Ακόμη και οι ευγενέστεροι νόες Φιλοσόφων, Ποιητών και μεγάλων στοχαστών στην παγκόσμια ιστορία, που διείδαν αμυδρά «σπέρματα αληθείας», έμειναν μόνο σε μια ηθική διατύπωση αρχών και κανόνων, που μπορεί να ρυθμίζουν κάπως την κοινωνική ζωή των ανθρώπων, όμως δεν μπορούν να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στην Αλήθεια.
Δηλαδή με τις σκέψεις αυτές απορρίπτουμε τη λογική; Όχι. Σε καμιά περίπτωση. Η λογική είναι βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. «Πλάθοντας» ο Θεός τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» δική Του, τον επροίκισε με χαρίσματα ανάμεσα στα οποία σημαντική θέση κατέχει το λογικό και το αυτεξούσιο, η ελευθερία. Όλα του όμως, τα χαρίσματα πρέπει να υποτάσσονται στον σκοπό του Δημιουργού. Να κατατείνουν στο «καθ’ ομοίωσιν». Να μοιάσει ο άνθρωπος στον Δημιουργό Του και να οδηγηθεί στη Θέωση. Να γίνει Θεός «κατά χάριν». Τότε και η λογική και η ελευθερία και η κοινωνικότητα και η δημιουργικότητα θα υπηρετήσουν το θείο σχέδιο, εκφράζοντας την αγάπη και την υπακοή και την πίστη στον Δημιουργό Θεό. Κι επειδή σ’ όλα αυτά ο άνθρωπος αστόχησε, δηλαδή αμάρτησε, η αγάπη του Θεού Πατρός ευδόκησε και ο Υιός του ο μονογενής σαρκώθηκε, δίδαξε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και ανελήφθηκε πάλι στους ουρανούς, για να ανεβάσει την ανθρώπινη φύση δίπλα στον Δημιουργό απ’ όπου είχε «εκπέσει». Σ΄ αυτό το γεγονός καλείται η ανθρώπινη λογική, μαζί με όλες τις άλλες δυνάμεις, να υπηρετήσει το σχέδιο της σωτηρίας βοηθούμενη από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, κεκαθαρμένη από την όποια αδυναμία και υποταγμένη και πιστεύουσα στον λόγο της Αληθείας.
Η λογική δεν είναι αντίθετη στην πίστη. Είναι όμως λάθος η θεοποίησή της. Ίσως ο εκτροχιασμός της από τον σωστό δρόμο και ρόλο που καλείται να παίξει στην ανθρώπινη ύπαρξη, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, να οφείλεται στη χειραγώγησή της από τον εγωισμό. Τότε υπηρετεί άλλους σκοπούς και οδηγείται μακριά από την Αλήθεια παρά τις καλές της προθέσεις