Ο Θεός βρίσκεται επάνω από τη διάκριση αγαθού και κακού. Όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, δεν υπάρχει το «εναντίον» στην αγαθότητα του Θεού, όπως δεν υπάρχει το «εναντίον» και στη φύση του. Η αγαθότητα του Θεού δεν υφίσταται ως αντίθεση προς τη κακία αλλά καθεαυτήν. Όταν ονομάζουμε τον Θεό αγαθό, έχουμε πάντοτε υπόψη τη διόρθωση της αποφατικής θεολογίας, που τοποθετεί τον Θεό υπεροχικά επάνω από κάθε ανθρώπινη έννοια.
Το κακό δεν υπάρχει ως οντολογική αρχή, αλλά εμφανίζεται δευτερογενώς με την εγκατάλειψη του αγαθού. Η εγκατάλειψη όμως του αγαθού προϋποθέτει αυτεξούσια προαίρεση. Κι επειδή υπάρχουν όντα με αυτεξούσια προαίρεση, γίνεται δυνατή η εγκατάλειψη του αγαθού και η φανέρωση του κακού, «κακόν γάρ έξω προαιρέσεως εφ’ εαυτού κείμενον ούκ έστι». Το κακό λοιπόν, ενώ είναι ανύπαρκτο καθεαυτό, αποκτά ύπαρξη στα αυτεξούσια όντα που εγκαταλείπουν το αγαθό. Ούτε ο διάβολος ήταν κακός εξαρχής, αλλά έγινε με την αυτεξούσια μάκρυνση από το Θεό. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτα κακό. Αυτό δηλώνει και η φράση «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Απόλυτο είναι μόνο το καλό. Γι’ αυτό και η φράση «ουδέν καλόν αμιγές κακού» δεν αληθεύει. Τέλος η κακία δεν είναι κάποια ιδιαίτερη ουσία ή ιδίωμα ουσία αλλά εναντίωση στην αρετή και εκτροπή στο παρά φύση.
Ο άνθρωπος δεν είναι ο εισηγητής του κακού, δηλαδή ο αρχέκακος, αλλά θύμα του αρχέκακου, που είναι ο διάβολος. Αυτό διδάσκει η Αγία Γραφή και επιβεβαιώνει η καθημερινή ζωή. Κανένας δεν επιλέγει το κακό ως κακό. Το επιλέγει, επειδή παρασύρεται ή εξαπατάται από το αγαθό στοιχείο που αναπόφευκτα παρουσιάζει. Παρόλα αυτά ο καθένας οφείλει να θεωρεί τον εαυτό του «αρχηγό» της κακίας που υπάρχει μέσα του. Και καταπολεμώντας την κακία που διαπιστώνει μέσα του, καταπολεμά την κακία στη ρίζα της.
Αλλά και το λεγόμενο κοινωνικό κακό στηρίζεται στο ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν υπάρχει υγιής κοινωνία με αρρωστημένα πρόσωπα. Ούτε θεραπεύεται η κοινωνία, όταν παραμένουν άρρωστα τα πρόσωπα που την απαρτίζουν. Η φιλαυτία, που γεννάει όλα τα ανθρώπινα κακά, δημιουργεί το κοινωνικό κακό. Εξαιτίας της γίνονται οι άνθρωποι «ανάρμοστοι και ακόλλητοι και ασύζωοι». Όταν παραμερίζεται η φιλαυτία των προσώπων, τότε αυτομάτως περιορίζεται το κοινωνικό κακό.
Τα πάθη δεν ανήκουν στη φύση του ανθρώπου, αλλά αποτελούν παρά φύση καταστάσεις. Όπως το κακό, έτσι και αυτά δεν έχουν δική τους υπόσταση, αλλά εμφανίζονται με την παραφθορά της ψυχικής υγείας. Είναι αρρώστιες της ψυχής. Όταν όμως χρονίζουν στον άνθρωπο, γίνονται δεύτερη φύση του και δεν απομακρύνονται. Ακόμα και όταν ο άνθρωπος μετανοεί και δέχεται τη χάρη του Θεού, δεν απαλλάσσεται διαμία από τα πάθη του, αλλά χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο για την καταπολέμηση τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της όσιας Μαρίας της Αιγίπτιας, που ενώ μετανόησε και αποστράφηκε αποφασιστικά την αμαρτωλή ζωή, χρειάστηκε να αγωνιστεί για να εξαλείψει τις μνήμες των παθών της τόσα χρόνια, όσα υπηρετούσε πριν από αυτά.
Πρωταρχική αιτία των παθών δεν είναι τα συναισθήματα ή οι επιθυμίες αλλά η άγνοια του Θεού. Αυτή σκοτίζει τον νου του ανθρώπου και των προσηλώνει στις αισθήσεις. Όταν υποταχθεί ο νους στις αισθήσεις, ακολουθεί και η υποταγή των άλλων ψυχικών δυνάμεων. Με αυτόν τον τρόπο μολύνεται ολόκληρη η ψυχή, ανατρέπεται η ομαλή λειτουργία της και δημιουργούνται τα πάθη. Κι επειδή η ανθρώπινη ψυχή είναι ενιαία και πολυδύναμη, ο μολυσμός της προέρχεται από την κακή λειτουργία όχι μόνο του νου, αλλά και οποιουδήποτε μέρους της.
Μητέρα των παθών είναι η φιλαυτία. Και φιλαυτία είναι «η προς το σώμα εμπαθής και άλογος φιλία», που οφείλεται στην άγνοια του Θεού. Υπάρχει βέβαια και η καλή φιλαυτία, δηλαδή η σωστή αγάπη του ανθρώπου προς τον εαυτό του, που είναι απαραίτητη για την προκοπή και την τελείωση του. Αυτή άλλωστε προβάλλεται και ως βάση για την αγάπη προς τον πλησίον. Η φιλαυτία όμως που συμπίπτει με την εμπαθή και άλογη φιλία του σώματος καθηλώνει τον άνθρωπο στην αγάπη του κόσμου και τη δουλεία των παθών. Γι’ αυτό η πνευματική ζωή αρχίζει με την πάλη εναντίον των παθών.
Τα πάθη δεν ταυτίζονται με τις αμαρτίες. Πάθη είναι οι αμαρτωλές καταστάσεις της ψυχής, που ενεργοποιούνται με τις αμαρτίες. Είναι όμως δυνατό να υπάρχουν πάθη και να παραμένουν κρυφά, γιατί δεν δόθηκαν αφορμές να ενεργοποιηθούν με συγκεκριμένες αμαρτίες. Και τα πάθη αυτά δεν είναι λιγότερο βλαβερά από τα φανερά, ενώ ταυτόχρονα είναι περισσότερο επικίνδυνα, γιατί μένουν απαρατήρητα και δεν καταπολεμούνται.
Τα τρία βασικά πάθη, που ξεκινούν από τη φιλαυτία και οδηγούν σε όλα τα υπόλοιπα, είναι η γαστριμαργία, η φιλαργυρία και η κενοδοξία. Αυτά αντιστοιχούν στους τρεις πονηρούς λογισμούς, που θέλησε να υποβάλει ο διάβολος τον Χριστό, όταν πήγε να τον πειράξει στην έρημο. Η πρόταση του να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά υπέβαλλε τη γαστριμαργία. Η πρόσκληση του να τον προσκυνήσει, για να του δώσει την εξουσία του κόσμου, υπαγόρευε την εγκαταλείψει του Θεού και την υποταγή του με αντιπαροχή τα αγαθά τη γής, όπως συμβαίνει στην φιλαργυρία. Τέλος η πρόκληση του να πέσει από το πτερύγιο του ναού για να διασωθεί θαυματουργικά, ενέπνεε την κενοδοξία.
Η πρώτη θέση, στην οποία τοποθετείται συνήθως η γαστριμαργία, φανερώνει και την ιδιαίτερη βαρύτητα της. Αυτή άλλωστε έβγαλε τον άνθρωπο από τον παράδεισο και με αυτήν άρχισε η εμπαθής ζωή. Από τη γαστριμαργία γεννιέται η πορνεία και κάθε σαρκική ακαθαρσία. Ισχυρό όπλο για την καταπολέμηση της γαστριμαργίας είναι η νηστεία. Και αυτή δόθηκε ως εντολή στο παράδεισο. Αλλά και η νηστεία χρειάζεται διάκριση, γιατί η γαστριμαργία, όπως και η πορνεία, αποτελεί παράχρηση φυσικής κινήσεως του ανθρώπου. Η αδιάκριτη υπερβολή μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπή.
Κατά άλλη εκδοχή την πρώτη θέση κατέχει η φιλαργυρία ως βαρύτερη από τη γαστριμαργία. Ειδικότερα ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θεωρεί ως πρώτη για τους μοναχούς την γαστριμαργία και για τους κοσμικούς τη φιλαργυρία. Αυτή, όπως σημειώνεται, δεν έχει κανένα ελαφρυντικό, γιατί η αρχή της δεν βρίσκεται στη φύση, όπως συμβαίνει με τη γαστριμαργία, αλλά στην προαίρεση του ανθρώπου. Άλλωστε και ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει τη φιλαργυρία ως «ρίζα πάντων των κακών». Από αυτήν γεννιέται η πλεονεξία, η κλοπή, η αρπαγή και όλα τα παρόμοια. Η φιλαργυρία σκοτίζει το νου του ανθρώπου και ματαιώνει τη σωστή λειτουργία του λογικού του.
Τέλος η κενοδοξία αποτελεί λεπτότατο πάθος, που οδηγεί στην υπερηφάνεια και τον φθόνο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κενοδοξίας είναι ότι συνδέεται εύκολα με κάθε ενάρετο έργο και εμφανίζεται μαζί με τις αρετές. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Καταπολεμείται με υπέρμετρη δυσκολία και αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για την αρετή. Μοναδικό μέσο για την καταπολέμηση της είναι η ταπείνωση.
Τα πάθη διαστρεβλώνουν τον άνθρωπο και τον καθηλώνουν στο κακό. Τον αλλοτριώνουν από την αρετή και ματαιώνουν την ομοίωση του προς τον Θεό. Καταστρέφουν τη ζωή του και αφανίζουν την υπόσταση του. Το κακό όμως δεν είναι ισχυρότερο από το αγαθό ούτε απεριόριστο όπως εκείνο. Αποτελεί κατάσταση διαλύσεως, που άθελα της συντελεί στην ανάδειξη και προβολή του αγαθού.
Το κακό φωλιάζει στον άνθρωπο με τα πάθη. Και η καταπολέμηση του δεν είναι δυνατή, παρά μόνο με την καταπολέμηση των παθών. Αυτή αποτελεί το κύριο έργο της ασκητικής ζωής και κατέχει κεντρική θέση στην καθημερινή ζωή των πιστών. Παρόλα αυτά για την καταπολέμηση των παθών δεν εφαρμόζουν όλοι την ίδια μεθοδολογία. Άλλοι επιμένουν στην άμεση αντιμετώπιση τους, ενώ άλλοι προτάσσουν την προσήλωση στην αγάπη του Χριστού και στο θέλημα του για τον παραμερισμό και την εξαφάνιση τους. Στην πρώτη περίπτωση ο πόλεμος κατά των παθών είναι τραχύς και έχει αρνητική μορφή. Στη δεύτερη περίπτωση γίνεται ηπιότερος και προσλαμβάνει θετικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό, αντί να αγωνιά ο πιστός για τα πάθη του, μπορεί να ενισχύει την αγάπη του προς τον Χριστό και να τηρεί φιλότιμα το θέλημα του. Έτσι ο πνευματικός αγώνας του γίνεται ευκολότερο και αποτελεσματικότερος. Αρκεί βέβαια να έχει πάντοτε τη συναίσθηση της θανάσιμης απειλής που συνεπάγονται τα πάθη για την πνευματική ζωή και να διατηρεί την απαιτούμενη πνευματική εγρήγορση. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος παρομοιάζει τα πάθη με σκυλιά που συχνάζουν στα κρεοπωλεία. Με μια φωνή φεύγουν. Όταν όμως παραμεληθούν, ορμούν σαν τεράστια λιοντάρια.
Υπάρχουν όμως και οι πειρασμοί. Αυτοί μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, στους σωματικούς και τους ψυχικούς. Οι σωματικοί πειρασμοί είναι απαραίτητοι για την πνευματική προκοπή του πιστού. Τέτοιοι είναι οι διάφορες θλίψεις και οι ακούσιες συμφορές της ζωής. Όποιος αποφεύγει τους πειρασμούς αυτούς, αποφεύγει την αρετή. Βέβαια και αυτοί οι πειρασμοί μπορεί να χρησιμοποιηθούν από το πονηρό για το κακό του ανθρώπου. Εκείνοι όμως που είναι σαφώς αρνητικοί και απευκταίοι είναι οι ψυχικοί. Τέτοιοι πειρασμοί είναι αυτοί που συνδέονται με την πίστη, με το πνεύμα της βλασφημίας ή και με την άμεση παρουσία του διαβόλου. Από τέτοιους πειρασμούς πρέπει να προσεύχεται ο Χριστιανός να τον προστατέψει Θεός. Αλλά και η άμεση πολεμική του διαβόλου μπορεί να επιτραπεί από το Θεό για τη δοκιμασία του πιστού. Αυτή όμως παρατηρείται συνήθως στη ζωή των αγίων. Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία μεταξύ κάποιου υποτακτικού και του αββά Ποιμένα. Στο ερώτημα του υποτακτικού, «γιατί με πολεμούν οι δαίμονες;», ο αββάς Ποιμήν απήντησε: «Δεν μας πολεμούν οι δαίμονες, όσο κάνουμε τα θελήματα μας. Γιατί τα θελήματα μας έγιναν δαίμονες. Αυτά μας πιέζουν, για να τα ικανοποιήσουμε. Αν θέλεις να δεις με ποιους πολέμησαν οι δαίμονες, σκέψου τον Μωυσή και τους ομοίους του».
Ενώ η γένεση των παθών αρχίζει από τον νου του ανθρώπου και καταλήγει στη θέληση του, ο πόλεμος εναντίον τους ακολουθεί την αντίθετη πορεία. Αρχίζει από τη θέληση και φτάνει στο νου. Αρχίζει με την υποταγή του θελήματος του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού και με την τήρηση των θείων εντολών, που φωτίζουν τον ανθρώπινο νου. Για να καθαρθεί τέλος ο νους και να μπορέσει να διατηρήσει τον θείο φωτισμό, πρέπει να ελευθερωθεί από τα εμπαθή νοήματα, που καθηλώνουν τον άνθρωπο στην αμαρτία και την παράχρηση του κόσμου. Επιπλέον πρέπει να προσηλωθεί στην πνευματική ζωή, γιατί διαφορετικά διατρέχει τον κίνδυνο να επανέλθει στην εμπαθή κατάσταση, και μάλιστα με οίηση για την πνευματική γνώση που απέκτησε.
Αναλύοντας την έννοια του εμπαθούς νοήματος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σημειώνει: Άλλο είναι το πράγμα, άλλο το νόημα και άλλο το πάθος. Πράγμα είναι π.χ. ο άνδρας, η γυναίκα, ο χρυσός κ.τ.λ. Νόημα είναι η απλή μνήμη ενός πράγματος. Πάθος είναι η άλογη φιλία κάποιου πράγματος ή το άκριτο μίσος απέναντι του. Εμπαθές νόημα τέλος είναι ο λογισμός που είναι σύνθετος από πάθος και νόημα. Πως μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να απαλλαγεί από τα εμπαθή νοήματα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή: Χρειάζεται να χωρίσει τα πάθη από τα νοήματα, για να παραμείνουν απλοί και καθαροί οι λογισμοί. Όλος ο αγώνας του μοναχού εναντίον του πονηρού είναι να χωρίσει τα πάθη από τα νοήματα, να απαλλάξει δηλαδή τις μνήμες ή τις παραστάσεις των πραγμάτων από τις εμπαθείς διαθέσεις προς αυτά και να τα έχει μέσα του απλά και καθαρά. Δεν χρειάζεται να αναλάβει οποιονδήποτε αγώνα εναντίον των πραγμάτων ή των νοημάτων τους, αλλά εναντίον των παθών που συνδέονται με τα νοήματα των πραγμάτων. Αυτός όμως οφείλει να είναι και ο αγώνας κάθε Χριστιανού. Όταν τα πάθη χωριστούν από τα νοήματα των πραγμάτων, τότε τα πράγματα θεωρούν απαθώς. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται πνευματική αγάπη και εγκράτεια.
Ο πόλεμος εναντίον των παθών δεν είναι άγνωστος και εκτός της Εκκλησίας. Ο πόλεμος όμως αυτός γίνεται επιλεκτικά και περιορίζεται συνήθως σε πάθη που θεωρούνται και κοινωνικός επιλήψιμα. Το κυριότερο μάλιστα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι δεν υπάρχει η επίγνωση της ρίζας της αμαρτίας που είναι η υπερηφάνεια. Και εφόσον αυτή παραμένει ζωντανή, τα πάθη διατηρούνται απρόσβλητα. Αντίθετα στην Εκκλησία στόχος της πνευματικής ζωής είναι η ταπείνωση.
Αλλά και η απάθεια κατά την εκκλησιαστική διδασκαλία δεν έχει αρνητικό νόημα και δεν σημαίνει αυτοεγκατάλειψη σε κάποιο πεπρωμένο ούτε αναισθησία ή ψυχική αναλγησία. Όλες οι φυσικές δυνάμεις και λειτουργίες του ανθρώπου είναι καλές και χρήσιμες για την προκοπή και την τελείωση του. Ειδικότερα το θυμικό και το επιθυμητικό του ανθρώπου, που κατά την κλασική ψυχολογία συναπαρτίζουν το παθητικό μέρος της ψυχής του, δεν χρειάζονται νέκρωση ή αφανισμό αλλά ανόρθωση και επαναπροσανατολισμό. Γι’ αυτό και απάθεια κατά την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση δεν είναι η νέκρωση του παθητικού μέρους της ψυχής, αλλά η αποστροφή του από τα πονηρά και η επιστροφή τους προς τα καλά. Αντίστοιχα απαθής είναι ο άνθρωπος που αποβάλλει τις πονηρές συνήθειες και πλουτίζει με καλές.
Ειδικότερα μάλιστα στην πατερική παράδοση η απάθεια συνδέεται με την αγάπη και βιώνεται ως ένθεο πάθος, που εξαφανίζει τα αμαρτωλά πάθη και ανθοφορεί τις αρετές. Με την τέλεια αγάπη και την ολοκληρωτική απάθεια ευρύνεται ο άνθρωπος σε καθολικό πρόσωπο, που αγκαλιάζει μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα και ζει την ενότητα της ανθρώπινης φύσεως.
Η πείρα τέλος μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος διακρίνει εύκολα το κακό που βρίσκεται στους άλλους ή γενικότερα στην κοινωνία, αλλά δύσκολα αναγνωρίζει το κακό που φωλιάζει μέσα του. Γι’ αυτό εύκολα επισημαίνει ή και καυτηριάζει τα πάθη και τις κακίες στα πρόσωπα των άλλων ή το κοινωνικό κακό, ενώ δύσκολα κάνει το ίδιο στον εαυτό του. Το κακό όμως δεν καταπολεμείται στα πρόσωπα των άλλων ή στην απρόσωπη κοινωνία. Η ιδεαλιστική άποψη του Καντίου ότι ο άνθρωπος είναι ανήθικος, όταν έρχεται σε επαφή με την κοινωνία, έχει ολέθριες ηθικές και κοινωνικές συνέπειες. Έτσι αντιδιαστέλλεται ο «ηθικός άνθρωπος» από την «ανήθικη κοινωνία» και δημιουργείται η εντύπωση ότι η ηθικότητα καλλιεργείται με την καταπολέμηση του κακού στα πρόσωπα των άλλων ή γενικότερα στην κοινωνία. Η ιδεαλιστική όμως αυτή θεώρηση της ηθικότητας είναι σε τελική ανάλυση ανήθικη και αντιχριστιανική, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο στην εμπάθεια και την έπαρση, ενώ παράλληλα συντελεί στην ενίσχυση του κακού στην προσωπική και την κοινωνική ζωή.
Το κακό, που συνδέεται με το αυτεξούσιο, καταπολεμείται στο ίδιο το αυτεξούσιο. Και η καταπολέμηση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, παρά μόνο με τη συγκατάθεση αυτού που διαθέτει το αυτεξούσιο. Ο άνθρωπος οφείλει να συναισθανθεί την προσωπική ευθύνη του για την παρουσία του κακού μέσα στον κόσμο και να το πολεμήσει. Δεν υπάρχει άλλωστε κακό, που να μην το έχει κάπως ο καθένας μέσα του. Η πληρέστερη καταπολέμηση γίνεται με την καθυπόταξη του στο αγαθό. Κάθε άλλη αντιμετώπιση του δεν κινείται σε σωστό δρόμο. Ιδιαίτερα η μετάθεση της ευθύνης για το κακό τους άλλους αποτελεί βαρύτατο λάθος, που επαναλαμβάνει ουσιαστικά το αμάρτημα του Αδάμ.
Ο άνθρωπος λοιπόν δεν πρέπει να περιορίζεται στον εαυτό του και να αδιαφορεί για ότι συμβαίνει γύρω του. Η ζωή του καθενός συνδέεται οργανικά με ολόκληρο τον κόσμο, γιατί κάθε άνθρωπος είναι ολόκληρος ο κόσμος. Και καθετί που χρειάζεται ο κόσμος πρέπει να πραγματοποιηθεί στον συγκεκριμένο άνθρωπο. Η ελευθερία, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η αποφυγή του κακού, η άρνηση της βίας, η εξάλειψη του μίσους πρέπει να καταστούν προσωπικές επιδιώξεις, για να υπάρξουν και ως επιτεύγματα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Κάθε άνθρωπος ως μέλος της ανθρωπότητας μετέχει στο κακό ή στο καλό που υπάρχει γύρω του. Και όταν τα πραγματοποιεί ο ίδιος, βαραίνει η ανακουφίζει αντίστοιχα ολόκληρη την ανθρωπότητα. Συνέπειες κοσμικών διαστάσεων δεν είχε μόνο το αμάρτημα του Αδάμ Κάθε αμάρτημα οποιουδήποτε ανθρώπου επηρεάζει ολόκληρο το κόσμο.
Το κλίμα που ευνοεί τη δημιουργία και ανάπτυξη των παθών είναι η υπερηφάνεια. Αυτή απέσπασε τον άνθρωπο από την τάξη που όρισε ο Θεός και τον οδήγησε στην αποστασία και την εμπαθή ζωή. Η υπερηφάνεια χαρακτηρίζεται στην πατερική γραμματεία ως πολύμορφο και ακάθαρτο πνεύμα, που αγωνίζεται να παγιδεύσει τον καθένα ανάλογα με την κατάσταση του. Έτσι το πνεύμα αυτό παγιδεύει τον σοφό με τη σοφία, τον δυνατό με την δύναμη, τον πλούσιο με τον πλούτο, κ.ο.κ. Απέναντι όμως σε όλα αυτά μπορεί ο άνθρωπος να αντιτάξει τη σκέψη για τη γήινη προέλευση του. Αν στρέψει «κάτω το βλέμμα», εξουδετερώνει κάθε προσβολή, γιατί με τον τρόπο αυτό εξαφανίζεται η υπερηφάνεια.
Δεν υπάρχει τίποτε ισχυρότερο από την ταπείνωση. Με αυτήν επανέρχεται ο άνθρωπος στην τάξη που όρισε ο Θεός. Αυτή μαραίνει τα πάθη και απομακρύνει τους πειρασμούς. Όσο περισσότερο ταπεινώνεται ο άνθρωπος τόσο περισσότερο ανυψώνεται από τον Θεό. Γι’ αυτό και η αυτομεμψία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την πνευματική προκοπή. Όσο προχωρεί ο άνθρωπος στη γνώση του εαυτού του, τόσο προχωρεί στην ταπείνωση. Και όσο προχωρεί στην ταπείνωση, τόσο πιο ανώδυνη και φυσική την αισθάνεται.
Στην πατερική παράδοση διακρίνονται δύο είδη ταπεινώσεως. Με την πρώτη ταπείνωση τοποθετεί ο άνθρωπος τον εαυτό του «υποκάτω πάντων», ενώ με τη δεύτερη αποδίδει όλα τα κατορθώματα στον Θεό. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο αββάς Δωρόθεος, οι άγιοι έχοντας ως ένδυμα την ταπείνωση του δευτέρου αυτού είδους αποφεύγουν την ανθρώπινη δόξα, για να μη λερώσουν το ένδυμα τους. Αντίθετα όσοι επιζητούν την ανθρώπινη δόξα μοιάζουν με γυμνούς που θέλουν να βρουν κάποιο κουρέλι ή κάτι παρόμοιο, για να καλύψουν τη γυμνότητα τους. Η ταπείνωση αυτή δεν είναι απλή ηθική αρετή, αλλά οντολογικό γνώρισμα της υπάρξεως τους.