ΓΕΝΙΚΑ: Βασκανία ἢ μάτιασμα ὀνομαζεται ἡ πεποίθηση ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀρνητικὰ ἕνας ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας φθόνου ἢβλέμματος ἀπὸ ἄλλο ἄνθρωπο (ἔστω ἀκούσια). Ἡ πίστη στὸ “μάτι” εἶναι διαδεδομένη σὲ Μέση Ἀνατολή, δυτικὴ καὶ ἀνατολικὴ Ἀφρική, κεντρικὴ Ἀσία, ἀλλὰ καὶ στὴν Εὐρώπη, ἰδίως στὶς μεσογειακὲς χῶρες. Ἀναφορὲς στὴν βασκανία βρίσκονται στὸ Κοράνι καὶ σὲ Ἑβραϊκὰ ἱερὰ κείμενα (Ταλμούδ, Τανάκ). Στὸν πίνακα “Τὸ διαβολικὸ μάτι”, ὁ Τζὸν Φίλιπ (1859) ἀπεικονίζει τὸν ἑαυτό του, καθὼς φιλοτεχνεῖ τὸσκίτσο μίας Τσιγγάνας, ἡ ὁποία βλέποντάς τον νὰ τὴν κοιτάζει ἔντονα, πιστεύει ὅτι γίνεται “στόχος” βασκανίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς βασκανίας ἀνάγεται στὴ Χαλδαία.
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ: Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ ἀργότερα οἰ Ρωμαῖοι πίστευαν στὴ βασκανία. Ὑπῆρχαν μέσα διαγνώσεως τῆς βασκανίας, ὅπως τὸκοίταγμα τοῦ λαδιοῦ τῆς καντήλας, σὰν τὸ σημερινὸ “ξεμάτιασμα”. Οἱ τρόποι ξεματιάσματος μεταφέρονταν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ συγκεκριμένους τρόπους, γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν δύναμή τους. Ὁ Δημοσθένης καταγγέλλει τὴν βασκανία ὅτι προκαλεῖ δυστυχία. Ὁ Στράβων ἀναφέρει τὸν Τιμαῖο τὸν Ταυρομενέο, χαρακτηρίζοντάς τον κακόβουλο, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ ματιάζει. Ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει καὶ τὴν περίπτωση τῆς αὐτοβασκανίας. Ὁ Δημόκριτος ἀναφέρει ὅτι ἐκπέμπουν τὰ μάτια τοῦ βασκάνου μοχθηρία καὶ φθόνο, προκαλώντας διαταραχὲς στὸν βασκανόμενο. Ἡ παλαιότερη ἀναφορὰ γίνεται στὰ Ἀργοναυτικὰ τοῦ Ἀπολλώνιου τοῦ Ρόδιου, ποὺ περιγράφει πῶς ἡ Μήδεια κατάφερε νὰ σταματήσει τὸν Τάλω, τὸν χάλκινο ἄνδρα ποὺ φύλαγε τὴν Κρήτη. Ἡ Μήδεια τραγουδώντας μαγικὰ τραγούδια, κάλεσε θεὲς τοῦ θανάτου καὶ τὰ σκυλιὰ τοῦ Ἅδη. Ἔβαλε τὸ κακὸ στὸ νοῦ της καὶ μὲ τὸ μάτι της ἔριξε κατάρα στὰμάτια τοῦ Τάλω. Τὸ κακὸ μάτι μποροῦσε νὰ ἐπηρεάσει ὄχι μόνο τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ ὅ,τι εἶχε προσφιλές. Τὰ παιδιὰ θεωροῦνταν εὐκολότερα θύματα. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ πόσο ἀπαράλλακτες μεταφέρθηκαν κάποιες δοξασίες στὶς ἡμέρες μας. Το «ὀφθαλμίζειν», καὶ «ἐποφθαλμίζειν» σήμαιναν ἀκριβῶς ὅ,τι ἐννοοῦμε σήμερα «ματιάζω». Τὸ “ματιάστηκε μόνος του” περιγράφεται σὰν αὐτοβασκανία. Τὸ “μὴ λὲς μεγάλο λόγο” ἐλέχθηκε ἀπὸ τὸν Σωκράτη: «μὴ μέγα λέγε, μή τις βασκανίᾳ περιτρέψῃ τὸν λόγον τὸν μέλλοντα». Ὁ Αριστοτέλης ἀναφέρει τὸ φτύσιμο στὸν κόρφο: «ἐμπτύει αὐτοῖς ὡς μὴ βασκανθῶσιν». Οἱ Ρωμαῖοι λάτρευαν ὡς προστάτη τῶν παιδιῶν τὴ θεά Cumina, ποὺ ἀπέτρεπε τὴν ἐπίδραση τοῦ κακοῦ ματιοῦ. Τὰ κατοικίδια ζῶα ἦταν ἐπίσης δυνατὸ νὰἐπηρεαστοῦν. Ὁ Βιργίλιος γράφει τὸ παράπονο βοσκοῦ, τοῦ ὁποίου καταστράφηκε τὸ κοπάδι.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: Οἱ Ἀφρικανοὶ πιστεύοντας ὅτι τὸ κακὸ μάτι μπορεῖ νὰ σκοτώσει κοπάδια ἢ δέντρα, κατέφευγαν στὴν προστασία τοτέμ. Κατεξοχὴν “προστατευτικές” μορφὲς ἦταν τερατόμορφα ἀπεχθῆ πλάσματα, ἢ ζῶα (ποντικός, ὕαινα, σκορπιός, λύκος, κόρακας). Ἀκόμη, ἀντιβασκανικὰ θεωροῦνται ὁ μαγνήτης, ὁ σίδηρος, ὁ ὀρείχαλκος, ἡ γαλαζόπετρα. Ἀπὸ αὐτὰ κατασκευάζονταν διαφορα χαϊμαλιά. Οἱ Αἰγύπτιοι μεταχειρίζονταν φύλλα παπύρου μὲ μυστηριώδεις γραφὲς ποὺ φοροῦσαν στὰ ἐσώρουχά τους. Οἱ Πέρσες χρησιμοποιοῦσαν λωρίδες, πάνω στὶς ὁποῖες χάραζαν ξόρκια καὶ δένονταν μὲ αὐτὲς κατάσαρκα. Οἱ Ἑβραῖοι σὲ ἀνάλογα φυλακτὰ ἔγραφαν κομμάτια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὰ φοροῦσαν στὸ χέρι, ἢ στὸ κεφάλι. Στὰ φυλαχτὰ τῶν μωαμεθανῶν συναντᾶμε ρητὰ τοῦ κορανίου. Τὸ βάσκαμα στὴν Θεσσαλία τὸ ἀκοῦμε συχνὰ ὡς ἀρμένιασμα, στὰ Δωδεκάνησα ὡς ματικό, στὴν Κρήτη ὡς λάβωμα ἢ θιάρισμα καὶ στὴ Μάνη ὡς ἀποσκασμό.
“ΦΥΛΑΚΤΗΡΙΑ” – “ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ”: Ἀπὸ παλιὰ οἱ ἄνθρωποι ζητοῦσαν μέσα γιὰ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς βασκανίας. Στοὺς Ἕλληνες ἀναφέρονται: ἀποτρόπαια, φυλακτήρια, ἐγκόλπια, περίαπτα, τελέσματα, στοὺς Λατίνους amuletum, στοὺς Γάλλους amulette, fetiche, στοὺς Ἰταλοὺς ligature, alligatura. Ἀπὸ ἀποτρεπτικὲς πράξεις γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα τὸ φτύσιμο: «Ὡς μὴ βασκανθῶ τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον» (Θεόκριτος). Ἐπίσης ἡ μούντζα ἢ φασκάλωμα, ἡ fica τῶν Ἰταλῶν. Οἱ χειρονομίες συνοδεύονταν μὲ φράσεις ὅπως: «Εἰς τὴν κεφαλήν σοι», «Καὶ σύ», «Ἔρρε». Στὴ Ρώμη κρεμοῦσαν τὸ “fascinum”, φαλλικὸ σύμβολο, στὸ λαιμὸ τῶν παιδιῶν γιὰ προστασία ἀπὸ κακὸ μάτι, ἀλλὰ καὶ γιὰ γονιμότητα. Βουδισμός, Βραχμανισμός, καὶ Ταοϊσμὸς καλλιέργησαν τὴν πίστη στὰ φυλακτήρια. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν κατόρθωσε νὰ καταργήσει τὴ χρήση τῶν φυλακτηρίων. Μάλιστα, ὑπάρχουν “χριστιανοί”, ποὺ μὲ τὴν διακατέχουσα δεισιδαιμονία, προσπαθοῦν νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸν σατανᾶ καὶ τοὺς ὁμοίους του μὲ διάφορα φυλακτήρια, ἢ “ἁγιωτικὰ – χαϊμαλιά”, προσμένοντας ἀπὸ αὐτὰ προστασία. Ἡ Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (κανόνας 61) ὁρίζει καθαίρεση γιὰ κληρικοὺς καὶ ἑξαετῆ ἀφορισμὸ γιὰ λαϊκοὺς ποὺ ἔδιναν στὶς γυναῖκες δεμάτια ἀπὸ μεταξένια («σηρικὰ») νήματα, ὡς ἀντιβασκανικά. Σήμερα διαδεδομένα εἶναι τὰ ματόχαντρα (μπλὲ χάντρες ποὺ μοιάζουν μὲ μάτι), τὰ ὁποῖα, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, τὰ χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ στὶς Βαπτίσεις(!). Τὸ τί λέγεται, ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὰ ξεματιάσματα, στὶς εὐχὲς καὶ “γητειές”, μόνο χριστιανικὸ δὲν εἶναι καὶ εἶναι, φυσικά, ἀνυπόστατο θεολογικῶς. Συνδυάζονται δεισιδαιμονίες μὲ “εὐχὲς πρὸς τὸν Χριστὸ” ἀπὸ τοὺς ξεβασκανιστὲς καί, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, αὐτοεξαπατῶνται θεωρώντας ὅτι προσευχήθηκαν πράττοντας τὸ καλύτερο. Ἄλλοτε πάλι, ἀνακατεύοντας “ἁγιωτικὰ” καὶ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, “ξαποστέλνουν τὸ “κακό”, στὰ “ὄρη στ’ ἄγρια βουνά, στὰ ξύλα στὰ λιθάρια”. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις, παίρνουνἁλάτι, δένουν κόμπους σὲ πανιὰ καὶ κάνουν τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Στὴ Βίβλο διαβάζουμε: “Μὴ συνδείπνει (νὰ μὴ δειπνεῖς μαζὶ) ἀνδρὶ βασκάνῳ” (Παρ. κγ΄6), ἐνῶ ἀλλοῦ: “ἀνδρὶ μικρολόγῳ οὐ καλὸς ὁ πλοῦτος καὶ ἀνθρώπῳ βασκάνῳ ἵνα τί χρήματα;” (Σ. Σειρ., ιδ΄ 3). Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναφορὰ στὴ βασκανία κάνει ὁ Ἄπ. Παῦλος: “Ὦ ἀνόητοι Γαλᾶται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθε;” (Γαλ. γ΄1), θεωρώντας τὴ δυσκολία τῶν Γαλατῶν νὰἐγκολπωθοῦν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ὀφειλόμενη στὴ βασκανία.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: Χρήση φυλακτηρίου, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπέχουν ὁ ἁγιασμὸς καὶ ὁ Σταυρός, τὸ”τρόπαιον τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Διαβόλου”, (Μέγας Φώτιος). Ὁ Εὐσέβιος Ἀλεξ. λέγει ὅτι ἔχουμε τὸ Σταυρὸ “φυλακτήριον” ἐναντίον τῆς “βασκανίας καὶ τοῦ μισόκαλου”. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: “τοῦ σταυροῦ γενομένου” κάθε εἰδωλολατρία καθαιρεῖται καὶ κάθε δαιμονικὴ φαντασία ἐξαφανίζεται. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδουν τὴ βασκανία σὲ ἐπέμβαση τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ἔργο διαβόλου, ταυτίζοντάς την μὲ τὸ φθόνο, ἐνῶ θεωροῦν τὴ βασκανία κακὴ καὶ γιὰ αὐτὸν ποὺ τὴν προκαλεῖ. Λόγο καὶ εὐχὴ γιὰ τὴ βασκανία ἔγραψε ὀ Μέγας Βασίλειος. Ἐκεῖ διαβάζουμε: “Κύριε (…) Σοῦ δεόμεθα ἀποστησον, φυγάδευσον καὶ ἀπέλασον πάσαν διαβολικὴν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικὴν ἕφοδο καὶ πᾶσαν ἐπιβουλήν, (…) καὶ ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοῦδούλου σου (…).” Εἴπαμε ὅτι οἱ Πατέρες ἀποδίδουν τὸ μάτι σὲ “δαιμόνιο”. Αὐτὸς ποὺ ματιάζει ἔχει “δαιμόνιο”. Ἀκούγεται βαρύ. Κι ὅμως αὐτὸς ποὺ ματιάζει, κατὰ τοὺς Πατέρες, ἀπέχει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήριά της. Δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν κάνει τὸν Σταυρό του ἢ ἁπλῶς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ἐπιφανειακά, ἀπέχοντας τῶν μυστηρίων της, ὅπως μᾶλλον οἱ περισσότεροι: “ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾶ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ΄ ἐμοῦ” (Ματθ. ιε,8). Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, διευκολύνει τὸν διάβολο μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ συνεπάγεται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πάντως, προσευχόμενη γιὰ τὴν προφύλαξη τῶν παιδιῶν της, καθιέρωσε πνευματικὰ ὅπλα γιὰ τὸν καθημερινὸ ἀγώνα. Ἔτσι, ὅταν κάποιος περνάει δοκιμασία, ἡ Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καθιερωμένες εὐχές, χρίει τὸν δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο μὲ τὸ λάδι τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου. Ὁ Διάβολος ὅμως, κατάφερε νὰ βάλει τὸν (δεισιδαίμονα) χριστιανὸ ὄχι νὰ χρισθεῖ μὲ ἁγιασμένο λάδι, ἀλλὰ νὰ πάει στὸν “εἰδικό”, ὁ ὁποῖος ρίχνει τὸ λάδι καὶ ἀντὶ νὰχρίσει μὲ τὸ νικηφόρο σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ρίχνει σὲ πιάτο μὲ νερὸ καὶ στὴν συνέχεια νὰ πλατσουρίζει τὸν δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο. Ἔτσι, οὔτε ὁ χριστιανὸς χρίεται, οὔτε ἀντλεῖ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ἁγιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου. Ἕνα Μυστήριο ποὺ ὁ Ἱερεὺς εὔχεται μεταξὺ ἄλλων: “Δέσποτα, ἁγίασαν τὸ ἔλαιον τοῦτο, ὥστε γενέσθαι τοῖς χριομένοις ἐξ αὐτοῦ εἰς θεραπείαν καὶἀπαλλαγὴν παντὸς πάθους, μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, καὶ παντὸς κακοῦ”.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: Οἱ Ἀφρικανοὶ πιστεύοντας ὅτι τὸ κακὸ μάτι μπορεῖ νὰ σκοτώσει κοπάδια ἢ δέντρα, κατέφευγαν στὴν προστασία τοτέμ. Κατεξοχὴν “προστατευτικές” μορφὲς ἦταν τερατόμορφα ἀπεχθῆ πλάσματα, ἢ ζῶα (ποντικός, ὕαινα, σκορπιός, λύκος, κόρακας). Ἀκόμη, ἀντιβασκανικὰ θεωροῦνται ὁ μαγνήτης, ὁ σίδηρος, ὁ ὀρείχαλκος, ἡ γαλαζόπετρα. Ἀπὸ αὐτὰ κατασκευάζονταν διαφορα χαϊμαλιά. Οἱ Αἰγύπτιοι μεταχειρίζονταν φύλλα παπύρου μὲ μυστηριώδεις γραφὲς ποὺ φοροῦσαν στὰ ἐσώρουχά τους. Οἱ Πέρσες χρησιμοποιοῦσαν λωρίδες, πάνω στὶς ὁποῖες χάραζαν ξόρκια καὶ δένονταν μὲ αὐτὲς κατάσαρκα. Οἱ Ἑβραῖοι σὲ ἀνάλογα φυλακτὰ ἔγραφαν κομμάτια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὰ φοροῦσαν στὸ χέρι, ἢ στὸ κεφάλι. Στὰ φυλαχτὰ τῶν μωαμεθανῶν συναντᾶμε ρητὰ τοῦ κορανίου. Τὸ βάσκαμα στὴν Θεσσαλία τὸ ἀκοῦμε συχνὰ ὡς ἀρμένιασμα, στὰ Δωδεκάνησα ὡς ματικό, στὴν Κρήτη ὡς λάβωμα ἢ θιάρισμα καὶ στὴ Μάνη ὡς ἀποσκασμό.
“ΦΥΛΑΚΤΗΡΙΑ” – “ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ”: Ἀπὸ παλιὰ οἱ ἄνθρωποι ζητοῦσαν μέσα γιὰ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς βασκανίας. Στοὺς Ἕλληνες ἀναφέρονται: ἀποτρόπαια, φυλακτήρια, ἐγκόλπια, περίαπτα, τελέσματα, στοὺς Λατίνους amuletum, στοὺς Γάλλους amulette, fetiche, στοὺς Ἰταλοὺς ligature, alligatura. Ἀπὸ ἀποτρεπτικὲς πράξεις γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα τὸ φτύσιμο: «Ὡς μὴ βασκανθῶ τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον» (Θεόκριτος). Ἐπίσης ἡ μούντζα ἢ φασκάλωμα, ἡ fica τῶν Ἰταλῶν. Οἱ χειρονομίες συνοδεύονταν μὲ φράσεις ὅπως: «Εἰς τὴν κεφαλήν σοι», «Καὶ σύ», «Ἔρρε». Στὴ Ρώμη κρεμοῦσαν τὸ “fascinum”, φαλλικὸ σύμβολο, στὸ λαιμὸ τῶν παιδιῶν γιὰ προστασία ἀπὸ κακὸ μάτι, ἀλλὰ καὶ γιὰ γονιμότητα. Βουδισμός, Βραχμανισμός, καὶ Ταοϊσμὸς καλλιέργησαν τὴν πίστη στὰ φυλακτήρια. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν κατόρθωσε νὰ καταργήσει τὴ χρήση τῶν φυλακτηρίων. Μάλιστα, ὑπάρχουν “χριστιανοί”, ποὺ μὲ τὴν διακατέχουσα δεισιδαιμονία, προσπαθοῦν νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸν σατανᾶ καὶ τοὺς ὁμοίους του μὲ διάφορα φυλακτήρια, ἢ “ἁγιωτικὰ – χαϊμαλιά”, προσμένοντας ἀπὸ αὐτὰ προστασία. Ἡ Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (κανόνας 61) ὁρίζει καθαίρεση γιὰ κληρικοὺς καὶ ἑξαετῆ ἀφορισμὸ γιὰ λαϊκοὺς ποὺ ἔδιναν στὶς γυναῖκες δεμάτια ἀπὸ μεταξένια («σηρικὰ») νήματα, ὡς ἀντιβασκανικά. Σήμερα διαδεδομένα εἶναι τὰ ματόχαντρα (μπλὲ χάντρες ποὺ μοιάζουν μὲ μάτι), τὰ ὁποῖα, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, τὰ χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ στὶς Βαπτίσεις(!). Τὸ τί λέγεται, ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὰ ξεματιάσματα, στὶς εὐχὲς καὶ “γητειές”, μόνο χριστιανικὸ δὲν εἶναι καὶ εἶναι, φυσικά, ἀνυπόστατο θεολογικῶς. Συνδυάζονται δεισιδαιμονίες μὲ “εὐχὲς πρὸς τὸν Χριστὸ” ἀπὸ τοὺς ξεβασκανιστὲς καί, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, αὐτοεξαπατῶνται θεωρώντας ὅτι προσευχήθηκαν πράττοντας τὸ καλύτερο. Ἄλλοτε πάλι, ἀνακατεύοντας “ἁγιωτικὰ” καὶ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, “ξαποστέλνουν τὸ “κακό”, στὰ “ὄρη στ’ ἄγρια βουνά, στὰ ξύλα στὰ λιθάρια”. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις, παίρνουνἁλάτι, δένουν κόμπους σὲ πανιὰ καὶ κάνουν τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Στὴ Βίβλο διαβάζουμε: “Μὴ συνδείπνει (νὰ μὴ δειπνεῖς μαζὶ) ἀνδρὶ βασκάνῳ” (Παρ. κγ΄6), ἐνῶ ἀλλοῦ: “ἀνδρὶ μικρολόγῳ οὐ καλὸς ὁ πλοῦτος καὶ ἀνθρώπῳ βασκάνῳ ἵνα τί χρήματα;” (Σ. Σειρ., ιδ΄ 3). Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναφορὰ στὴ βασκανία κάνει ὁ Ἄπ. Παῦλος: “Ὦ ἀνόητοι Γαλᾶται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθε;” (Γαλ. γ΄1), θεωρώντας τὴ δυσκολία τῶν Γαλατῶν νὰἐγκολπωθοῦν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ὀφειλόμενη στὴ βασκανία.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: Χρήση φυλακτηρίου, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπέχουν ὁ ἁγιασμὸς καὶ ὁ Σταυρός, τὸ”τρόπαιον τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Διαβόλου”, (Μέγας Φώτιος). Ὁ Εὐσέβιος Ἀλεξ. λέγει ὅτι ἔχουμε τὸ Σταυρὸ “φυλακτήριον” ἐναντίον τῆς “βασκανίας καὶ τοῦ μισόκαλου”. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: “τοῦ σταυροῦ γενομένου” κάθε εἰδωλολατρία καθαιρεῖται καὶ κάθε δαιμονικὴ φαντασία ἐξαφανίζεται. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδουν τὴ βασκανία σὲ ἐπέμβαση τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ἔργο διαβόλου, ταυτίζοντάς την μὲ τὸ φθόνο, ἐνῶ θεωροῦν τὴ βασκανία κακὴ καὶ γιὰ αὐτὸν ποὺ τὴν προκαλεῖ. Λόγο καὶ εὐχὴ γιὰ τὴ βασκανία ἔγραψε ὀ Μέγας Βασίλειος. Ἐκεῖ διαβάζουμε: “Κύριε (…) Σοῦ δεόμεθα ἀποστησον, φυγάδευσον καὶ ἀπέλασον πάσαν διαβολικὴν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικὴν ἕφοδο καὶ πᾶσαν ἐπιβουλήν, (…) καὶ ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοῦδούλου σου (…).” Εἴπαμε ὅτι οἱ Πατέρες ἀποδίδουν τὸ μάτι σὲ “δαιμόνιο”. Αὐτὸς ποὺ ματιάζει ἔχει “δαιμόνιο”. Ἀκούγεται βαρύ. Κι ὅμως αὐτὸς ποὺ ματιάζει, κατὰ τοὺς Πατέρες, ἀπέχει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήριά της. Δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν κάνει τὸν Σταυρό του ἢ ἁπλῶς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ἐπιφανειακά, ἀπέχοντας τῶν μυστηρίων της, ὅπως μᾶλλον οἱ περισσότεροι: “ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾶ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ΄ ἐμοῦ” (Ματθ. ιε,8). Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, διευκολύνει τὸν διάβολο μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ συνεπάγεται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πάντως, προσευχόμενη γιὰ τὴν προφύλαξη τῶν παιδιῶν της, καθιέρωσε πνευματικὰ ὅπλα γιὰ τὸν καθημερινὸ ἀγώνα. Ἔτσι, ὅταν κάποιος περνάει δοκιμασία, ἡ Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καθιερωμένες εὐχές, χρίει τὸν δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο μὲ τὸ λάδι τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου. Ὁ Διάβολος ὅμως, κατάφερε νὰ βάλει τὸν (δεισιδαίμονα) χριστιανὸ ὄχι νὰ χρισθεῖ μὲ ἁγιασμένο λάδι, ἀλλὰ νὰ πάει στὸν “εἰδικό”, ὁ ὁποῖος ρίχνει τὸ λάδι καὶ ἀντὶ νὰχρίσει μὲ τὸ νικηφόρο σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ρίχνει σὲ πιάτο μὲ νερὸ καὶ στὴν συνέχεια νὰ πλατσουρίζει τὸν δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο. Ἔτσι, οὔτε ὁ χριστιανὸς χρίεται, οὔτε ἀντλεῖ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ἁγιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου. Ἕνα Μυστήριο ποὺ ὁ Ἱερεὺς εὔχεται μεταξὺ ἄλλων: “Δέσποτα, ἁγίασαν τὸ ἔλαιον τοῦτο, ὥστε γενέσθαι τοῖς χριομένοις ἐξ αὐτοῦ εἰς θεραπείαν καὶἀπαλλαγὴν παντὸς πάθους, μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, καὶ παντὸς κακοῦ”.