«Ἀγρυπνεῖτε ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι», μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος (Λουκ. κα΄ 36). Νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, νὰ προσεύχεστε καὶ νὰ παρακαλεῖτε κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ τὸν Θεό. «Τῇ προσευxῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ», συμβουλεύει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολασ. δ΄ 2). Νὰ καταγίνεστε ἀκούραστα μὲ τὴν προσευχή. Νὰ ἀγρυπνεῖτε σ’ αὐτὴ καὶ νὰ τὴ συνοδεύετε μὲ εὐχαριστία στὸν Θεό.
Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιδίδεται συνεχῶς κάποιος στὴν προσευχή, πῶς μπορεῖ νὰ προσεύχεται κάθε ὥρα καὶ στιγμή, νὰ εἶναι «ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενος»; Αὐτὴ ἡ ὑπέροχη δυνατότητα τῆς
προσευχῆς πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως μιὰ διαρκὴς δυνατότητα; Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρισκόμαστε πάντοτε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπου τελοῦνται οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ προσφέρονται οἱ προσευχὲς ἀπ’ ὅλους μαζὶ τοὺς πιστούς. Οὔτε μποροῦμε νὰ στεκόμαστε πάντοτε μπροστὰ
στὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ μας καὶ νὰ ἀπευθύνουμε στὸν Θεὸ τὶς ἀτομικές μας προσευχὲς ἢ ὅλη μαζὶ ἡ οἰκογένεια τὶς κοινὲς προσευχές της. Ἔχουμε τόσες ἄλλες ἀπαραίτητες ἀπασχολήσεις καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀσχολούμαστε διαρκῶς μὲ τὴν προσευχή. Πῶς λοιπὸν ἡ προσευχὴ μπορεῖ νὰ γίνεται συνεχῶς;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λύνει τὸ πρόβλημα.
Ὅπου καὶ ἂν εἶσαι, λέγει, μπορεῖς νὰ στήσεις τὸ βωμὸ τῆς προσευχῆς, «προαίρεσιν νήφουσαν ἐπιδειξάμενος μόνον», μόνο ἂν δείξεις ἄγρυπνη διάθεση. Καθόλου τότε δὲν σὲ ἐμποδίζει ὁ τόπος καὶ ὁ καιρός. Ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν γονατίσεις, καὶ ἂν δὲν κτυπήσεις τὸ στῆθος καὶ δὲν ὑψώσεις
τὰ χέρια στὸν οὐρανό, «διάνοιαν δὲ μόνον ἐπιδείξῃς θερμήν», μόνο νὰ εἶναι θερμὴ ἡ καρδιά σου, «τὸ πᾶν ἀπήρτισας τῆς εὐχῆς», ἔκαμες προσευχή, κανονικὴ καὶ
πλήρη προσευχή.
Στὴ συνέχεια ὁ ἱερὸς Πατὴρ μᾶς δίνει ἁπλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ μποροῦν νὰ βροῦν ἀνάλογη ἐφαρμογὴ καὶ στὴ δική μας ἐποχή: Μπορεῖ μιὰ γυναίκα ποὺ δουλεύει στὸν ἀργαλειό, λέγει, νὰ ἀναβλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ θέρμη νὰ καλεῖ τὸν Θεό. Μπορεῖ κάποιος στὴν ἀγορὰ νὰ βρίσκεται καὶ «καθ’ ἑαυτὸν βαδίζων εὐχὰς ποιεῖσθαι ἐκτενεῖς». Νὰ περπατάει ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ μέσα του νὰ προσεύχεται μὲ πόθο πολύ. Καὶ ἄλλος νὰ κάθεται στὸ ἐργαστήριό του καὶ νὰ ράβει δέρματα, συγχρόνως ὅμως νὰ στρέφει τὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν προσφέρει στὸν Θεό. Ἄλλος πάλι μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος καὶ νὰ ψωνίζει, νὰ τρέχει στὶς διάφορες διακονίες του, νὰ δουλεύει στὸ μαγειρεῖο, συγχρόνως δὲ νὰ κάνει προσευχὴ «ἐκτενῆ καὶ διεγηγερμένην», μεγάλη, ζωντανὴ καὶ θερμὴ προσευχή. «Οὐκ ἐπαισχύνεται τόπον ὁ Θεός· ἓν ζητεῖ μόνον, διάνοιαν θερμὴν καὶ ψυχὴν σωφρονοῦσαν». Δὲν ντροπιάζεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν τόπο· ἕνα ζητάει μόνο, διάνοια ποὺ νὰ στρέφεται μὲ πόθο σ’ Αὐτὸν καὶ ψυχὴ ποὺ νὰ σωφρονεῖ.
Προκειμένου δὲ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι δὲν ἔχει τόση σημασία ἡ στάση καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ἀλλὰ τὸ φρόνημα, παρουσιάζει τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ βρίσκεται ὄχι ὀρθὸς ἀλλὰ ὕπτιος στὸ δεσμωτήριο τῶν Φιλίππων, διότι ἦταν δεμένος στὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λεγόταν «ξύλο», καὶ ἐκεῖ νὰ προσεύχεται μὲ τέτοια πίστη, ὥστε νὰ γίνεται σεισμός, νὰ σαλεύονται τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου καὶ νὰ ὁδηγεῖται στὴν πίστη ὁ δεσμοφύλακας. Καὶ δὲν συμβαίνουν αὐτὰ μόνο σὲ ἄνδρες ἁγίους καὶ μεγάλους, προσθέτει ὁ ἱερὸς Πατήρ, ἀλλὰ καὶ σὲ πονηρούς. Διότι ὁ ληστὴς δὲν στάθηκε μέσα σὲ κάποιον εὐκτήριο οἶκο, οὔτε γονάτισε, ἀλλὰ πάνω στὸ σταυρὸ προσηλωμένος, μὲ λίγα λόγια κέρδισε τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄλλος σὲ βόρβορο καὶ σὲ λάκκο, ὅπως ὁ προφήτης Ἱερεμίας, ἄλλος σὲ λάκκο καὶ ἀνάμεσα στὰ θηρία, ὅπως ὁ προφήτης Δανιήλ, ἄλλος μέσα στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, ὅπως ὁ προφήτης Ἰωνᾶς, παρακάλεσαν τὸν Θεό, καὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὸν κίνδυνο, «καὶ τὴν ἄνωθεν εὔνοιαν ἐπεσπάσαντο», εἵλκυσαν τὴ χάρη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ.
Ὁπωσδήποτε θὰ τρέχουμε μὲ κάθε εὐκαιρία στοὺς ναούς μας γιὰ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Θὰ προσευχόμαστε καὶ στὸ σπίτι μας καὶ μόνοι μας στὸ δωμάτιό μας θὰ γονατίζουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ὑψώνουμε τὰ χέρια μας μὲ πίστη σ’ Αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε τὴν ἄνεση νὰ προσευχηθοῦμε μὲ τοὺς συνήθεις αὐτοὺς τρόπους, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὴν προσευχή μας. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει διάθεση καθαρή, πόθος θερμός, ἀγάπη στὸν Θεό, νοῦς ποὺ νὰ ξεκολλάει εὔκολα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ στρέφεται στὸν οὐρανό. Κάθε τόπος τότε, κάθε ὥρα μπορεῖ νὰ γίνεται τόπος καὶ ὥρα προσευχῆς, ὥστε «καὶ τὸν καιρὸν τὸν τῆς νυκτὸς καὶ τὸν τῆς ἡμέρας, καὶ τὸν τῆς ἐργασίας καιρὸν ἐν εὐχαῖς καὶ δεήσεσι» νὰ διερχόμαστε· καὶ πολλὴ χάρη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μας μ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ἡ ὄντως ἀληθινὴ εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίασις» ἐκείνων οἱ ὁποῖοι Τὸν πιστεύουν καὶ Τὸν λατρεύουν καὶ Τὸν προσκυνοῦν.