Αυτός είναι ο τίτλος ενός προγράμματος του Πανεπιστημίου του Harvard που εδώ και αρκετά χρόνια προσπαθεί με ακαδημαϊκό τρόπο να απαντήσει στο ερώτημα: «Πώς η θρησκεία και η πνευματικότητα σε συνεργασία με τη δημόσια υγεία και την καθημερινή ιατρική μπορούν να ανακουφίσουν την αρρώστια και να προωθήσουν την ανθρώπινη ευζωία».
Παρόμοια προγράμματα για «Ιατρική, πνευματικότητα και θρησκεία» λειτουργούν και σε πολλά άλλα αμερικανικά πανεπιστήμια. Στον πρόλογο του βιβλίου της καθηγήτριας της Ιατρικής του Harvard, Tracy Balboni, που πρόσφατα εκδόθηκε από το Oxford University Press, διαβάζουμε: «Μέσω της κουλτούρας άρνησης του θανάτου, η ιατρική έχει αποκτήσει τρομερή δύναμη που τη διατηρεί με το να κρατάει αποστάσεις από τη θρησκεία και την πνευματικότητα που πολύ συχνά μας θυμίζουν τον θάνατο». Στο βιβλίο προτείνεται ότι «και οι δύο σφαίρες (ιατρική και θεολογία) πρέπει να βρεθούν μαζί μέσα από το φως που έρχεται από την άλλη».
Σε ένα editorial του Lancet με τίτλο «Θρησκεία, πνευματικότητα και ιατρική» μαθαίνουμε ότι στις περισσότερες αμερικανικές ιατρικές σχολές προσφέρονται στους φοιτητές της Ιατρικής μαθήματα «θρησκείας και πνευματικότητας». Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι σε συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας οικογενειακών γιατρών, το 99% των ερωτηθέντων «ήταν πεπεισμένοι ότι η θρησκευτικότητα μπορεί να είναι θεραπευτική». Στο άλλο έγκριτο ιατρικό περιοδικό NEJM ο τίτλος σε κύριο άρθρο ήταν: «Πρέπει οι γιατροί να συνταγογραφούν θρησκευτικές δραστηριότητες;». Στο περιεχόμενό του μαθαίνουμε ότι 77% των ασθενών που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία θέλουν «οι γιατροί να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις πνευματικές τους ανάγκες».
Υπενθυμίζεται ότι ο κύριος ρόλος του γιατρού είναι «να θεραπεύει μερικές φορές, να ανακουφίζει συχνά και πάντα να αναπαύει». Είναι γνωστό ότι για πολλούς ασθενείς η θρησκεία είναι μια παρηγοριά και μια ανάπαυση στις δύσκολες στιγμές τους. Ομως το πόσο ενεργό ρόλο πρέπει να παίξει ο γιατρός στο θέμα αυτό αποτελεί ένα δύσκολο ζήτημα για το οποίο γίνονται όλο και περισσότερες συζητήσεις στην πρόσφατη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία.
Οπως αναφέρεται στο περιοδικό της Mayo Clinic με τίτλο «Θρησκευτική ενασχόληση, πνευματικότητα και Ιατρική: επιπτώσεις στην κλινική ιατρική», οι γιατροί όπως παίρνουν το κοινωνικό ιστορικό κάθε ασθενούς πρέπει να γνωρίζουν και το «πνευματικό ιστορικό» του. Αυτό το ιστορικό είναι απαραίτητο τουλάχιστον όταν αντιμετωπίζουμε θέματα ανακουφιστικής ιατρικής σε πάσχοντες από προχωρημένο καρκίνο και άλλες ανίατες ασθένειες.
Η θετική για τον ασθενή σχέση του με τη θρησκεία δεν είναι χρήσιμη μόνο στα «τελευταία» του αλλά και σε άλλες φάσεις της ζωής του. Σε μία από τις πολλές σχετικές δημοσιεύσεις το 85% των ασθενών που ρωτήθηκαν, είχαν μία ή περισσότερες πνευματικές ανάγκες, όπως το 54%, «ψάχνω για μια στενότερη σχέση με τον Θεό», το 47% «θέλω να ζητήσω συγγνώμη», το 27% «αισθάνομαι ότι με εγκατέλειψε ο Θεός». Μόνο 7% των ασθενών δήλωσαν ότι δεν τους ενδιαφέρουν θέματα θρησκείας ή πνευματικότητας.
Σε μια επιστημονικά και στατιστικά πολύ προσεγμένη μελέτη που βασίζεται σε 74.534 γυναίκες της περίφημης «Nurses’ Health Study», το συμπέρασμα είναι εντυπωσιακό: «Οι γυναίκες που εκκλησιάζονται συχνά έχουν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνους»! Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι «η θρησκεία και η πνευματικότητα πιθανόν να είναι μια υποεκτιμημένη πηγή που οι γιατροί πρέπει να εξερευνήσουν μαζί με τους ασθενείς τους, ανάλογα με την περίπτωση».
Τέλος, σε ένα άλλο άρθρο – άποψη του περιοδικού JAMA, με τίτλο «Υγεία και πνευματικότητα», επισημαίνεται ότι «οι σημερινοί κλινικοί γιατροί παραβλέπουν τη διάσταση της πνευματικότητας όταν αντιμετωπίζουν την υγεία των άλλων ή ακόμα τη δική τους». Στην COVID εποχή η συζήτηση για τον ρόλο της θρησκείας και της πνευματικότητας στην υγεία μας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
* Ο κ. Δημήτρης Λινός είναι καθηγητής Χειρουργικής στο ΕΚΠΑ, lecturer στο Harvard Medical School.