Μέ τήν εὐκαιρία τῆς μνήμης τῶν ἁγίων ἑξακοσίων τριάντα θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι συγκρότησαν τήν ἁγία Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο στή Χαλκηδόνα, ἡ Ἐκκλησία μας ἔρχεται νά ὑπενθυμίσει τήν ἀπάντησή της στόν πάντα ἐπίκαιρο προβληματισμό, ὁ ὁποῖος βεβαίως κατά ἐποχές ἐκφράζεται μέ διαφορετικό τρόπο, γιά τή μέθοδο καί τό μέτρο τῆς συνεργασίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Καί τό κάνει αὐτό θυμίζοντας τήν ἱστορική περιπέτεια τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, ὁπότε τή χριστιανική οἰκουμένη συντάραξαν αἱρέσεις τελείως ἀντιφατικές μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες φαινομενικά ἀντιμάχονταν ἡ μία τήν ἄλλη, οὐσιαστικά ὅμως πολεμοῦσαν καί οἱ δύο τήν Ὀρθοδοξία.
Ἡ θεόπνευστη ἀπάντηση
Ποιά εἶναι ἡ πίστη μας περί Χριστοῦ; Τί εἶναι ὁ Χριστός κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, σέ σχέση μάλιστα μέ τό εἰδικότερο πρόβλημα στό ὁποῖο ἀντιπάλαιαν Νεστοριανοί καί Μονοφυσίτες; Οἱ Πατέρες τῆς ἁγίας Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶπαν πολύ ἁπλά ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ἕνας, ἕνα ἑνιαῖο Θεανδρικό πρόσωπο, χωρίς νά ὑπάρχουν δύο Χριστοί, ἕνας θεϊκός καί ἕνας ἀνθρώπινος. Αὐτός ὅμως ὁ ἕνας Χριστός εἶναι μέ δύο φύσεις, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ταυτοχρόνως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀσυγχύτως. «Εἷς καί ὁ αὐτός (κι ὄχι δύο ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Νεστόριος) ἐν δύο φύσεσιν (κι ὄχι μία ὅπως δίδασκαν οἱ Μονοφυσίτες)».
Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Χριστός χαρακτηρίζει τούς μαθητές τό φῶς τοῦ κόσμου, ἀκριβῶς γιά νά καταδείξει ὅτι οἱ χριστιανοί ἔχουν τήν ἱκανότητα μέ τόν φωτεινό τρόπο τῆς ζωῆς τους νά διαφωτίζουν τούς σκλαβωμένους στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης συνανθρώπους τους. Ταυτοχρόνως ὅμως, ὑπονοεῖ καί κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο ξεκαθαρίζει περισσότερο μέ τό παράδειγμα τοῦ λυχναριοῦ πού καίει, ὄχι γιά νά σκεπασθεῖ κάτω ἀπό κάδο, ἀλλά γιά νά λάμπει σκορπίζοντας φῶς σέ ὅλο το σπίτι. Πῶς ὑπάρχει τό φῶς; Ὑπάρχει βεβαίως ἡ καύσιμη ὕλη, ἀλλά δέν ἀρκεῖ αὐτό. Πρέπει νά παραχθεῖ καί ἡ σπίθα πού θά ἀνάψει τή φλόγα, ὥστε σέ συνεργασία μέ τήν καύσιμη ὕλη νά ὑπάρχει φῶς.
Μέ ἄλλα λόγια, ἀπαιτεῖται συνεργασία Θεοῦ καί ἀνθρώπου ὥστε νά φθάσουμε νά μιλᾶμε γιά πνευματική παραγωγή, φωτισμένους ἀνθρώπους, Ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό τό κατανοοῦμε ἀπό τήν ἀσκητική της Ὀρθοδοξίας, ἀπό τόν τρόπο ζωῆς πού ὑπαγορεύει, ὅπου τό κυρίαρχο στοιχεῖο εἶναι ἡ συνεργασία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, γιά νά ἐπέλθει ὁ φωτισμός, ἡ θέωση, ὁ ἁγιασμός. Γι’ αὐτό καί στή συνέχεια τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστός μας ἀναφέρεται στόν Νόμο καί τούς Προφῆτες, τούς ὁποίους δέν ἦλθε γιά νά καταλύσει, ἀλλά νά συμπληρώσει.
Ὁ προβληματισμός σήμερα
Καί σήμερα παρατηροῦμε αὐτήν τήν ἀντιπαλότητα στούς ὅρους συνύπαρξης Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ἀπό τή μιά ἔχουμε τούς σύγχρονους Νεστοριανούς, τόν δυτικό ἄνθρωπο, πού δίνοντας ἐμφανή προτεραιότητα στόν ἄνθρωπο, ἔφθασε ὄχι μόνον νά θεωρεῖ τόν Θεό ἀντικείμενο ψυχρῆς λογικῆς ἔρευνας, ἀλλά καταλήγει καί νά τόν σκοτώνει, μέ τό νά τόν ἀρνεῖται παντελῶς! Ἀπό τήν ἄλλη ἔχουμε τούς σύγχρονους Μονοφυσίτες, τόν ἀνατολικό ἄνθρωπο, πού παρέχοντας κυριαρχική ἐξουσιαστικότητα στόν Θεό, ἔφθασε νά καταργεῖ τόν ἄνθρωπο, ἕως φυσικῆς του ἐξόντωσης! Οἱ πρῶτοι πιστεύουν πώς μέ μόνες τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις τους, οἱ ὁποῖες ὄντως ἔχουν νά ἐπιδείξουν θαυμαστά ἐπιστημονικά κατορθώματα, ἀλλά καί φρικτές καταστροφές, μποροῦν νά κερδίσουν τήν ἀλήθεια καί νά ὁλοκληρώσουν τόν ἄνθρωπο σ’ ἕνα σύστημα ἀνθρωποκεντρικό. Οἱ δεύτεροι, ἁλυσοδεμένοι ἀπό ἕναν Θεό ἐξουσιαστή, ἔχουν νά ἐπιδείξουν προόδους στή σοφία καί τόν πολιτισμό, μιᾶς πού τόσο τό Ἰσλάμ, ὅσο καί οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες στή ἀσφάλεια τῆς ἐξάρτησής τους ἀπό τό θεῖο, ὅπως τό ἀντιλαμβάνονται, μποροῦν καί παράγουν ἰδέες, παράγουν ὅμως συνάμα καί δικαιολογοῦν ἀπάνθρωπες καί βίαιες καταστάσεις στά πλαίσια ἑνός συστήματος θεοκεντρικοῦ.
Ἡ λύση πού αἰῶνες τώρα ἀντιπαραβάλλει ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ συνεργασία Θεοῦ καί ἀνθρώπου γιά τή σωτηρία τοῦ δεύτερου μέ τή δόξα τοῦ πρώτου. Κι αὐτό τό θεανθρωποκεντρικό σύστημα ἐκφράζεται στήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τά ὅπλα τῆς προσευχῆς, τῆς νήψης, τῆς ἐγκράτειας, ἀλλά καί στή χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐπευλογεῖ, ἐνισχύει καί τελικά φωτίζει, ἔτσι ὥστε οὔτε ὁ ἄνθρωπος νά καταργεῖ τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί ὁ Θεός ν’ ἀκυρώνει τόν ἄνθρωπο. Σέ λίγες ἡμέρες ἡ Ἐκκλησία, γιορτάζοντας τή μνήμη τοῦ προφήτη Ἠλία, θά μᾶς θυμίσει τόν ἀγώνα του μέ τούς ψευδοπροφῆτες τοῦ Βάαλ. Ἐκεῖ βλέπουμε τόν Ἠλία νά μαζεύει ξύλα γιά τόν βωμό, ἀσχέτως τοῦ ἄν τά βρέχει, γιά νά ρίξει τελικά ὁ Θεός τή φωτιά καί νά τά κάψει, παρ’ ὅλο πού ἦταν μούσκεμα. Ὁ Ἠλίας περιμένει τόν Θεό νά ρίξει τήν φωτιά παρ’ ὅλη τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀλλά καί ὁ Θεός περιμένει τόν Ἠλία νά μαζέψει τά ξύλα ἀνεχόμενος τό ἀδύναμο πλάσμα του. Κι αὐτή ἡ συνεργασία μορφοποιεῖ γιά τόν καθένα μας τούς ὅρους τῆς πνευματικῆς ζωῆς.