Ἅγιος Πορφύριος (Μπαϊρακτάρης)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Πορφύριος (1906-1991) δὲν ἔκανε δημόσια κηρύγματα καὶ ὁμιλίες. Ὅμως ἔκανε ἄπειρες προσωπικὲς συνομιλίες καὶ συζητήσεις μὲ τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ τοὺς ἐπισκέπτες του. Σ’ αὐτὲς δίδασκε τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς κατὰ τρόπο προσαρμοσμένο στὶς ἀνάγκες, τὴν πνευματικὴ κατάσταση καὶ τὶς δυνατότητες τοῦ ἑκάστοτε συνομιλητοῦ του. Φυσικὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει προσαρμογὴ τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ ἁπλῶς προσαρμογὴ τῆς μεθόδου, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Κυρίου: «πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι.» (Ἰω. ι’, στ. 12) καὶ τοῦ Ἀποστόλου: “γάλα σᾶς πότισα καὶ ὄχι στερεὰ τροφή, γιατί ἀκόμη δὲν μπορούσατε, ἀλλ’ οὔτε ἀκόμη μπορεῖτε» (Α’ Κορ. γ’ 2).
Αὐτὲς οἱ προσωπικὲς διδαχές, ὅπως διατηρήθηκαν στὴ μνήμη καὶ μερικὲς φορὲς στὶς σημειώσεις τῶν συνομιλητῶν του, ἔχουν ἀρχίσει νὰ συγκεντρώνονται καὶ νὰ τυπώνονται σὲ βιβλία.Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς διδαχές του ποὺ διατηρήθηκαν στὴ μνήμη ἤ σὲ σημειώσεις, ὑπάρχουν καὶ μερικὲς ποὺ ἔχουν διατηρηθεῖ ἠχογραφημένες. Οἱ ἠχογραφήσεις ἔχουν γίνει ἀπὸ τοὺς συνομιλητές του ἤ κάποιο παρευρισκόμενο καὶ πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς μᾶς ἔχουν παραδοθῆ, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Πορφυρίου, ποὺ ὅρισε μὲ τὴν ἰδιόγραφη διαθήκη του τὸ Ἡσυχαστήριο μας ὑπεύθυνο γιὰ κάθε τι ποὺ τὸν ἀφορᾶ, καὶ ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἔλεγχο, τὴν ἐνδεχόμενη ἔκδοση καὶ τὴν σχετικὴ εὐθύνη τῆς κυκλοφορίας ἤ ὄχι αὐτῶν τῶν συνομιλιῶν του, ἀναλόγως μὲ τὸ περιεχόμενό τους.
Μερικὲς ἀπὸ τὶς ἠχογραφημένες αὐτὲς συνομιλίες ἔχουν γενικώτερο ἐνδιαφέρον καὶ εἶναι χρήσιμες καὶ ὠφέλιμες καὶ γι’ αὐτό, πιεζόμενοι κι ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς, ἀρχίσαμε νὰ τὶς ἐκδίδουμε σὲ βιβλία συνοδευόμενα ἀπὸ κασέττες. Κατὰ τὴν ἔκδοση τῶν κασεττῶν ἀφαιρέσαμε τὴ φωνὴ τῶν συνομιλητῶν τοῦ Γέροντος, ἐπειδὴ αὐτὴ μπορεῖ νὰ φανερώσει τὴν ταυτότητά τους, πράγμα ποὺ γιὰ διάφορους λόγους δὲν εἶναι τώρα τουλάχιστον ἐνδεδειγμένο. Ἤδη ἔχομε ἐκδόσει τὰ βιβλία: Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν καὶ Ἰησοῦ γλυκύτατε καὶ τώρα κυκλοφοροῦμε καὶ τὸ βιβλίο Τὸ Πνεῦμα τὸ Ὀρθόδοξον εἶναι τὸ ἀληθὲς μὲ τὶς σχετικὲς κασέττες.
Ἡ κασέττα, ποὺ συνοδεύει αὐτὸ τὸ μικρὸ βιβλίο περιέχει δύο συνομιλίες τοῦ Γέροντος Πορφυρίου. Ἡ πρώτη ἔγινε μὲ κάποιους νέους ποὺ εἶχαν ἑλκυσθῆ ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες. Ἡ δεύτερη μὲ κάποιους ἁγιορεῖτες πατέρες, ποὺ ἔχουν ἑλκυσθῆ ἀπὸ τὸ Χριστό μας.
Στὴν πρώτη, ποὺ ἔγινε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1989, ὁ Γέροντας ἀρχίζει ἀπαγγέλλοντας τὸ Πιστεύω, δηλώνοντας ἔτσι κατηγορηματικὰ καὶ ἀναμφισβήτητα ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανὸς καὶ ὅτι δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ διδασκαλίες, μερικοὶ ὀπαδοὶ τῶν ὁποίων τὸν σεβόταν ὡς δάσκαλο. Οἱ ἐπισκέπτες, μὲ τοὺς ὁποίους ἔγινε αὐτή ἡ συζήτηση, εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν σέβονταν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ποὺ ἀκόμη τὸν ἀγαποῦν. Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅμως ὅτι, ἐπειδὴ τοὺς δεχόταν μὲ ἀγάπη, (ὅπως δεχόταν ὅλους ἄλλωστε), παραδέχεται καὶ τὶς πεποιθήσεις ἤ ἔστω τὶς ἀναζητήσεις τους, τοὺς ἐξηγεῖ μὲ σαφήνεια ὅτι μόνο «τὸ πνεῦμα τὸ ὀρθόδοξον εἶναι τὸ ἀληθὲς» καὶ ὅτι «τὰ ἄλλα εἶναι πνεύματα πλάνης». Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς συζητήσεως αὐτῆς ὁ Γέροντας ἀναπτύσσει μερικὲς σπουδαῖες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ποὺ εἶναι χρήσιμες γιὰ ὅλους μας.
Στὴ δεύτερη, ποὺ ἔγινε στὶς 17 – 4 -1989, ὁ Γέροντας Πορφύριος συνομιλεῖ μὲ μιά ὁμάδα μοναχῶν του Ἁγίου Ὅρους, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν φέρει γιὰ προσκύνηση τεμάχιον Τιμίου Ξύλου ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἕνας τρίτος ἐπισκέπτης, ποὺ προσῆλθε κι’ αὐτὸς νὰ προσκυνήσει, ἠχογράφησε τὸ μέρος τῆς συνομιλίας, στὸ ὁποῖο παρευρέθη.
Ἐλπίζομε ὅτι ἡ ἔκδοση αὐτὴ θὰ ὠφελήσει πολὺ καὶ παρακαλοῦμε εὔχεσθε νὰ εὐδοκήσει ὁ Κύριος νὰ συνεχισθῆ ἡ προσπάθεια, ἐφ’ ὅσον εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ ἅγιον θέλημά Του.
Τό Ἡσυχαστήριον
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ὀρθόδοξον εἶναι τὸ ἀληθὲς
Πρώτη συνομιλία
– Γέροντας: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γής, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο. Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῆ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφὰς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρίναι ζώντας καὶ νεκρούς, οὐ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
Αὐτόνε πιστεύομε. Λοιπόν, μέσα στὴν θρησκεία, λέει, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες δὲν εἶναι ὅσο εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία. Μία θρησκεία μόνον εἶναι: Ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τὸ πνεῦμα αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξον εἶναι τὸ ἀληθές. Τὰ ἄλλα πνεύματα, εἶναι πνεύματα πλάνης καὶ οἱ διδασκαλίες εἶναι μπερδεμένες.
Ἐδῶ ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι Θεός, ποὺ ἂν τὸν ποῦμε καὶ ἀγάπη, ὅπως τὸ λέει ἡ Γραφή, πάλι τὸ ἴδιο εἶναι. Ὁ Θεὸς λέγεται ἀγάπη. Καὶ ὅποιος ἔχει ἀγάπη εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς λοιπὸν πολλοὶ λένε «εἶναι ἀγάπη ὁ Θεός, καημένε, ἔτσι εἶναι ὁ Θεός». Μὰ εἶναι ἀγάπη ὁ Θεός. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον ἀγάπη, εἶναι καὶ δικαιοσύνη. Εἶναι καὶ δίκαιος, δὲν μπορεῖ ἕνανε κλέπτη, λωποδύτη, ποὺ ζεῖ εἰς βάρος τῶν ἄλλων, νὰ τόνε θέσει σὲ μία κατάσταση.
Θὰ μοῦ πεῖς μά, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀγάπη; Ὅμως ἔτσι εἶναι ἡ θρησκεία μας. Καὶ ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε τὶς ἰδιότητες τοῦ Θείου, πὼς εἶναι. Αὐτὲς εἶναι οἱ ἰδιότητες τοῦ Θείου. Ἀλλὰ ὅμως δὲν τὸ ξεύρουμε: Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς βάλει ὅλους στὸν παράδεισο. Καὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν νὰ τοὺς βάλει ὅλους. Αὐτὸ ὅμως τὰ χαρτιά μας δὲν τὸ γράφουνε. Ἀλλὰ οὔτε καὶ πρέπει ἐμεῖς νὰ τὸ πιστεύουμε. Ἔστω ἂν ὁ Θεὸς ὅλους μπορεῖ νὰ τοὺς πάρει ὡς παιδιά του. Μὲ ἀκούεις;
– Συνομιλητής: Μάλιστα, Γέροντα, μάλιστα.
– Γέροντας: Ἔτσι πιστεύουμε. Μὰ θὰ πεῖς, γιατί νὰ μὴν τὸ ποῦμε ὅτι ὅλοι εἴμαστε παιδιά Του; Ὄχι! Δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸ ποῦμε αὐτό. Ἔτσι πρέπει νὰ τὸ ἔχουμε μέσα μας. Ἄλλο τί θὰ κάνει ὁ Θεὸς εἰς τὴν δευτέρα Παρουσία. Ἐμεῖς δὲν θὰ τὸ βάλουμε ἀπὸ τώρα, γιὰ νὰ τὰ ἔχουμε ὅλα ἴσωμα. Πρέπει νὰ τὸ ἔχουμε ἔτσι μέσα μας. Ἔτσι ἔρχεται. Μὰ θὰ πεῖς: «εἶναι ἀνθρώπινο». Ε, ἔτσι τὸ καταλαβαίνουμε, ἔτσι μᾶς τὸ δίνει ἡ Γραφή, νὰ τὸ καταλαβαίνουμε ἔτσι. Τὸ πῶς θὰ εἶναι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς λέει, πῶς θὰ εἶναι. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει πῶς εἶναι ὁ Θεός.
– Συνομ.: Μάλιστα, Γέροντα.
– Γέρ.: Λοιπὸν ἐγὼ ἔτσι πιστεύω τὰ πράγματα (…) Ἐὰν μὲ μπερδέψετε ἐσεῖς τί θὰ κάνω ἐγώ;
– Συνομ.: Γέροντα, ἐμεῖς μποροῦμε νὰ σᾶς μπερδέψουμε;
– Γέρ.: Αὐτοὶ εἶναι θρῆσκοι. Λοιπὸν θὰ ρωτήσουνε ἀπ’ ἐδῶ, ἀπ’ ἐκεῖ, θὰ ποῦνε τί εἶναι αὐτὰ τὰ παιδιά; Νά, εἶναι ἐκεῖ πάνω. Μᾶς δώσαν τὸ τηλέφωνό τους. Ά, πά, πά, αὐτὰ ἀνακατεύονται μὲ γκουροῦδες καὶ μὲ γιόγκιδες καὶ μὲ αὐτὸ καὶ κηρύττουν τέτοια πράγματα! Καὶ προσηλυτίζουν. Καὶ αὐτὰ λέει ὁ γέροντας. Ά, εἶναι τοῦ γέροντα παιδιά. Πῶ, πῶ, Θεέ μου!
– Συν.: Τὸ ξεύρω, Γέροντα, ὄχι!
– Γέρ.: Ναί, τὸ ξεύρεις γιά! μακάρι νὰ τὸ ἤξευρες. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι γέροντας, πρέπει νὰ εἶμαι εἰλικρινής. Ἔχω τόσο κόσμο. Δὲν ξεύρεις ὅλος, ὅλος ὁ κόσμος ἐδῶ στὸ τηλέφωνό μου, νὰ ἔρθεις ἀπὸ ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου μοῦ τηλεφωνοῦν. Τὴν νύχτα, ὅτι ὥρα νὰ ‘ναι. Ἀπ’ ὅλα τὰ βασίλεια. Τί Νότιο Ἀφρική, Κεϊπτάουν, Γιοχάνεσμπουργκ, Ἀμερική, Καναδὰ, ξεύρω κι ἐγώ… Ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ ν’ ἀκουστεῖ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, ἔχω ἐλεύθερο πνεῦμα καὶ παραδέχομαι ὅλες τὶς θρησκεῖες; Ὄχι, δὲν παραδέχομαι. Ὅποιος νὰ μοῦ πεῖ, καὶ ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθει νὰ μοῦ πεῖ: «ἔτσι εἶναι ὅπως πιστεύει ὁ τάδε», «ὄχι» θὰ τοῦ πῶ. «Λὲς ψέμματα, δὲν εἶσαι πνεῦμα ἀγαθόν. Εἶσαι πονηρὸν πνεῦμα καὶ λὲς αὐτό.» Ἔτσι θὰ τοῦ πῶ ἐγὼ τοῦ ἀγγέλου, δὲν θὰ τὸν πιστέψω. (…)
Δὲν τὸ θέλω βέβαια νὰ προπαγανδίζετε στὸν ἕναν καὶ στὸν ἄλλον καὶ νὰ λέει: «οἱ θρησκεῖες ὅλες εἶναι μία Δὲν ἔχουνε (διαφορά), τοῦ Θεοῦ εἶναι, σὲ ὁποία θέλεις πηγαίνεις. Καὶ ὅποιο Θεὸ θέλεις προσκυνάεις». Δὲν τὰ θέλω ἐγὼ αὐτά, δὲν μπορῶ. Εἶναι ἔτσι τὸ πνεῦμα μου. (…)
Ἐγὼ ἔχω κάνει στὴν ἔρημο, ἔχω ἀγωνιστεῖ, ἔχω νηστεῖες, κακουχίες, ἀγρυπνίες, γυμνότητα, μὲ παλιόρουχα, μέ, καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ζοῦσα μέσα σὲ ἁγίους ἀνθρώπους. Ἀλλὰ Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Κατάλαβες;
Δὲν μπορῶ, ἐγὼ ἔχω καταλάβει τὴν Ὀρθοδοξία, ἔτσι εἶναι. Καὶ διάβολος ὑπάρχει καὶ ὅλα ὅπως τὰ γράφει ἡ Γραφὴ ὑπάρχουνε. Καὶ διάβολος καὶ κόλαση καὶ ὅλα. Ὅμως τί ὡραία ποὺ τὰ τοποθετεῖ καὶ πὼς ἱκανοποιεῖται καὶ τό… αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης ποὺ λέμε. Ἰδιότης τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἰδῆς ὅτι πιστεύουμε στὸ διάβολο. Λέμε ὅτι ὑπάρχει διάβολος καὶ ὄντως ὑπάρχει. Εἶναι τὸ ἀντίθετο πνεῦμα.
Λοιπόν, καὶ τί κάνει ἡ θρησκεία μας; Ἔρχεται… Μ’ ἀκοῦς;
– Συν.: Ἀκούω, Γέροντα.
– Γέρ.: Ἔρχεται (ὅταν διαβάσεις τὴν Γραφὴ) καὶ λέει ὅτι: «παιδιά μου, προσέχετε. Πρέπει νὰ φροντίσουμε νὰ προσκολληθοῦμε στὸ Χριστὸ καὶ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Καὶ νὰ μποῦμε μέσα στὴν ἐκκλησία του καὶ ὅλοι μέσα στὴν ἐκκλησία του νὰ γίνουμε ἕνα σῶμα. Ὅλοι δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Καὶ ὅταν αὐτὸ κατορθώσουμε, τότε γιά μᾶς, ποὺ θὰ κατορθώσουμε νὰ μποῦμε στὴν ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχει, γιά μᾶς, οὔτε θάνατος, οὔτε κόλαση, οὔτε διάβολος…» Τὸ λέει μέσα τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἔχεις βρεῖ;
Δὲν τὸ βρίσκουνε. Ὑπάρχει, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχεις ἔτσι τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸ καταλάβεις. Καί ἔρχεται λοιπὸν καὶ σὲ πηγαίνει, πιστεύεις ἀκριβῶς ὅπως εἶναι, ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος. Δὲν σοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ θρησκεία;
– Συν.: Μ’ ἀρέσει, Γέροντα, πῶς δὲν μ’ ἀρέσει; Ἀλλὰ αἰσθάνομαι ὅτι ὅταν ἔχουμε ἀγάπη καταλαβαίνουμε καὶ τοὺς ἄλλους. Δὲν θεωροῦμε ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι εἶναι ἄπιστοι.
– Γέρ.: Μωρέ, καλά, αὐτὸ θέλω νὰ πῶ. Τοὺς καταλαβαίνουμε καὶ βλέπουμε, ἀλλὰ λέμε: εἶναι ἄπιστοι. Δὲν πιστεύουνε στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καταλάβατε; Ὁ ἄνθρωπος ἔχει φτιάξει πολλοὺς θεούς, καὶ οἱ θεοὶ εἶναι πάρα πολλοί. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ ἄσωτοι, οἱ ἄθεοι καὶ αὐτοὶ πιστεύουνε στὸν θεό, δηλαδὴ στὸ θεὸ ὄχι στὸν ἀληθινό. Πιστεύουνε εἰς τὴν σάρκα, εἰς τὰ πάθη, εἰς τὸ αὐτό, στὴν ὕλη, στὸ…, ὅλοι κάτι, παρ’ ὅλο ὅτι λένε δὲν ὑπάρχει Θεός, ὅλοι ὅμως κάτι λατρεύουνε. «ὧ τις ἥττηται τούτῳ καὶ δεδούλωται». Ἔχει νὰ πεῖ, σ’ αὐτὸ ποὺ λατρεύει κανεὶς σ’ αὐτὸ δουλεύει. Δηλαδὴ εἶσαι πόρνος, εἶσαι, ε, ἄνθρωπος τῆς σαρκός, ε, δουλεύεις γιὰ τὴν σάρκα, γιὰ τὴν ὕλη. Κατάλαβες;
– Συν.: Ἔτσι εἶναι.
– Γέρ.: Εἶναι σύστημα ὁλόκληρο. Πρέπει νὰ τὸ μελετήσεις καὶ μὴν μὲ ἐπιπολαιότητα λὲς λόγια, ποὺ δὲν εἶναι (σωστά). Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τί λέει ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, δὲν μποροῦμε. Πρέπει νὰ ἰδοῦμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι στὴν Ὀρθοδοξία. Ἐγὼ τὴν ἔχω ζήσει καὶ τὴν ξεύρω μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔχω ζήσει μέσα σὲ ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ πέφτουνε στὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχουν πολλὰ φῶτα, ποὺ βλέπει κανεὶς καὶ ἐντυπωσιάζεται, μὰ ἕνα εἶναι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν.
Πρέπει νὰ τὰ σκεφτοῦμε αὐτά. Κι’ ἂν πεῖς: «μὰ πλανᾶσαι!.» Μωρέ, σὲ τέτοια πλάνη μακάρι νὰ πάει ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ νὰ φαντάζονται καὶ νὰ σκέπτονται τὸν Θεό, ὅπως τὸν σκέπτομαι ἐγώ. Ἄλλο, ὅτι δὲν ἔχω γίνει ἀκόμα ὅπως πρέπει. Ὅμως ἀγωνίζομαι καὶ θέλω (…)
Ὑπάρχει ἄλλο πνεῦμα, ποὺ λέγεται πονηρό, ποὺ θὰ φροντίσει καὶ θὰ πεῖ:
«Θὰ τὸν κάνω ἐγὼ αὐτὸν τὸν γέρο, θὰ τὸν ἐξευτελίσω, ὄχι, ὅλος ὁ κόσμος τρέχουνε ἐκεῖ πέρα, καὶ γίνονται καλὰ καὶ μαθαίνουνε τοῦτο καὶ ἐκεῖνο!.» Εἶναι, ὑπάρχει κακὸ πνεῦμα.
– Συν.: Τὸ ξεύρω, Γέροντα.
– Γέρ.: Ναί. Μπορεῖ αὐτὸ αὔριο νὰ καταργηθεῖ. Μὰ θὰ καταργηθεῖ μία μέρα ποὺ θὰ τελειώσουνε τὰ πάντα καὶ θὰ πᾶμε σὲ μιά νέα κτίση, ὅπως πιστεύει δηλαδὴ ἡ θρησκεία μας. Ἅμα θέλετε νὰ τὰ ποῦμε ἀπὸ λίγα, ἀπὸ λίγα νὰ τὰ μελετήσετε, νὰ σκεφθεῖτε, καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ἀξίζει νὰ λατρέψει κανεὶς τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν. Τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Δὲν μπορεῖ καθένας νὰ λέει: «Εἶμαι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγὼ φέρνω μία νέα ἀλήθεια ποὺ ταιριάζει σήμερα στὸν κόσμο.» Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὶς ἔχει πεῖ, ἀπὸ τὴν ἀρχή, αὐτὲς εἶναι. Δὲν ὑπάρχουνε ἄλλες ἀλήθειες, νέες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος προόδεψε καὶ ἡ ἐπιστήμη καὶ οἱ ἄνθρωποι πήγανε στὰ ἄστρα!
Κατάλαβες;
– Συν.: Μάλιστα, Γέροντα.
– Γέρ.: Ἂν πάει κανεὶς στ’ ἄστρα καὶ πεῖ: «Καὶ ἐκεῖ πάνω ὑπάρχουνε ἄνθρωποι..» καὶ τοὺς δοῦμε, δὲν θὰ χαλάσει ἐμένα ἡ σκέψις μου, θὰ πῶ κι ἐκεῖ πάνω εἶναι ὁ Χριστός, κι ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός. Ἔχει πάει κι ἐκεῖ. Ἔχεις ἀκούσει ποῦ λέμε: ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν;
– Συν.: Ναί, Γέροντα.
– Γέρ.: Ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἐμεῖς μέσα στὴν ἐκκλησία μας, ἔτσι ἀρχίζομε τὶς τελετὲς καὶ τὶς θυσίες. Λέμε, πὼς τὸ λέμε: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος.»
Καὶ πάτε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ρὲ παιδιά. Καλὰ εἶστε, σᾶς ἀγαπάω. Θὰ πεῖς: γιατί μᾶς μαζεύεις ἀπ’ ἐκεῖ; Νά! τὸ ‘φερε τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρθετε κοντά μου. Ὅμως ἐσεῖς κλωτσᾶτε: «Ὁ Σάι Μπάμπα, ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε ὅλοι εἶναι καλοὶ καὶ ὁ Μωάμεθ καλὸς καὶ τοῦτος καλός, καὶ ἐκεῖνος καλός.» Κατάλαβες;
Μὰ θὰ πεῖς: θὰ τοὺς μαχόμαστε; Μὰ ποιὸς τοὺς μάχεται, μωρέ; Ἡ θρησκεία μας κανέναν δὲν μάχεται. Δὲν βλέπεις ποὺ ἐμεῖς, ποὺ τόσο πολὺ ἔτσι, οὔτε πᾶμε νὰ ψηφίσουμε, οὔτε ἔχουμε κόμματα, προσευχόμαστε γιὰ ὅλους; Γιατί νὰ μὴν πλησιάστε στὴν ἐκκλησία; Βρέ, τάδε, βάλε μυαλὸ βρέ, μὴ βλέπεις ἐκεῖ πέρα.
Πῆρε καὶ κάποια κυρία καὶ διάβασε τὸ Ψαλτήρι, ποὺ λέει: «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακά, τοῖς ἐνδοξοις τῆς γῆς.» Μοῦ λέει: «τί εἶναι αὐτά, μωρέ, μπορεῖ νὰ τὰ πεῖ ὁ Θεός;» Τῆς λέω: «αὐτό, ρέ, τὸ ψαλτήρι ἔχει γραφτεῖ σὲ ἄλλη γλῶσσα.» Καὶ ἡ νοοτροπία ποὺ αὐτοὶ τὴν μετέφρασαν ἔτσι εἶναι: «Θεέ μου, κάν’ τους ὅλους καλούς, διαπαιδαγώγησέ τους, φέρτους στὸ δρόμο σου».
– Συν.: Μάλιστα, Γέροντα
– Γέρ.: Μόνον τὸ εὐαγγέλιο εἶναι τόσο καθαρὸ καὶ ὡραῖο. Τὰ ἄλλα εἶναι ἔτσι δύσκολα. Πρέπει νὰ ἔχεις πνεῦμα Θεοῦ νὰ τὰ ἐξηγήσεις. Τὰ πῆρε αὐτή, τὰ παίρνεις ἐσύ, σοὺ λέει: «Κόλασις, διάβολος, αὐτὰ ὅλα πά! πά! πά! τί λὲς μωρέ, ποῦ θὰ πιστέψω ἐγὼ στὸ διάβολο; Τί εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, αὐτὰ εἶναι γελοῖα».
Κι’ ὅμως ρωτᾶς ἐμένανε καὶ σοῦ λέω: Ὑπάρχει διάβολος. Μὰ θὰ πεῖς: Τώρα μᾶς εἶπες ὅτι δὲν ὑπάρχει. Μὰ πρέπει ἐμεῖς νὰ πᾶμε ἐκεῖ, σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ καταργηθεῖ γιὰ μᾶς ὁ διάβολος καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ κόλαση. Καὶ μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἔπειτα μέσα εἰς τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποτὲ νὰ μὴν σκεπτόμαστε τὸν θάνατο. Καὶ νὰ ἔρθεις στὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, καὶ νὰ εἶναι τὸ πόδι σου μέσα στὸ λάκκο. Ἐσὺ μπορεῖ νὰ φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νὰ φτιάχνεις περβόλια γιὰ τοὺς συνάνθρωπούς σου, νὰ φτιάχνεις ἐκκλησίες καὶ νὰ εἶναι τὸ ἕνα σου ποδάρι μέσ’ στὸ λάκκο.
Γιατί τὰ κάνεις αὐτά; Ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος καὶ θέλεις καὶ οἱ συνάνθρωποί σου, ποὺ θὰ ἔρθουνε πάλι ἐδῶ, νὰ βροῦνε κάτι, νὰ γίνουνε καλοί, νὰ μὴ γίνουνε κλέφτες καὶ κλέβει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ φυτεύεις καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ καρύδια καὶ τὰ σύκα. Γι’ αὐτὸ φτιάχνεις καὶ ἐκκλησία καὶ ὅλα. Ἀπὸ ἀγάπη. Δὲν εἶναι νὰ πᾶς, στὸν Τοῦρκο νὰ τὸν σκοτώσεις γιατί εἶναι Τοῦρκος; Ε, ἐκεῖνο εἶναι ἀνθρώπινο, τὸ κάνει ἡ ἀνάγκη. Μὰ θὰ πεῖς: Γιατί νὰ γίνεται πόλεμος; ἅμα κάνουμε αὐτὸ τὸ πράγμα, καὶ ἔχουμε μία θρησκεία, δὲν θὰ μαλώνουμε, δὲν θὰ κάνουμε πολέμους, θὰ λείψουνε ὅλα.
Ἔτσι λένε μά, ἔτσι δὲν εἶναι: τί νὰ τὴν κάνεις; (τὴ μία θρησκεία). Ἐμεῖς ἐδῶ, οἱ Ἕλληνες ἔχουμε μία θρησκεία. Εἴμαστε χριστιανοί, ἂν ὑπάρχει ἀπὸ κανένας ξένος, εἶναι λίγοι, ὅμως βλέπεις σήμερα πὼς ἀλληλοτρωγόμαστε καὶ ἔχουμε χίλια κόμματα. Καὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, γίνανε καὶ ἄθεοι καὶ ξεύρω ἐγώ. Μόνο ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἑνώνει καὶ ὅλοι πρέπει νὰ προσευχόμαστε νὰ ἔρθουνε σ’ αὐτὴ τὴ θρησκεία. Ἔτσι θὰ γίνει ἕνωσις, ὄχι μὲ τὸ νὰ πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἴμαστε τὸ ἴδιο καὶ ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο.
– Συν.: Ὅλες οἱ θρησκεῖες ὅμως δὲν διδάσκουν τὴν ἀγάπη, Γέροντα;
– Γέρ.: Μωρέ, ποιὰ ἀγάπη διδάσκουνε; Ρὲ κουτέ! Βρὲ σώπα βρέ! τὴν ἀγάπη τὴν ἀληθινή, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μὴ νομίσεις οἱ γονεῖς ποὺ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους.
– Συν.: Ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε γεννηθεῖ κάτω ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς κραδασμούς.
– Γέρ.: Βρὲ ἂσ’ τοὺς κραδασμοὺς τοῦ Σάι Μπάμπα! Ἄστα αὐτά, αὐτὰ δὲν εἶναι ἔτσι, εἶναι διαφορετικά. Ὅπως τὰ λέει ἐδῶ πέρα, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ἔτσι, κόρη μου. Λάβετε τὰ μέτρα σας καὶ μίλησε καὶ στὰ παιδιά. Καὶ νὰ βρεῖς καὶ τὴν κυρία τάδε νὰ τῆς πεῖς: «Μωρέ, ἔτσι λέει ὁ γέροντας.» Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει (αὐτή);
– Συν.: Ὄχι τὸ ξεύρει κι ἐκείνη.
– Γέρ.: Δὲν ξεύρω πρέπει νὰ γίνουμε Χριστιανοί. Ἄστονε τὸν Μπάμπα. Μπορεῖ καὶ αὐτόνε νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ γίνει χριστιανός. Καὶ τότε νὰ πάρει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κηρύξει τὸ Χριστιανισμό, ποῦ ξεύρεις; Ξεύρεις πόσοι τὴν ἔχουνε πάθη ἔτσι; Ἄμα εἶναι πνεῦμα ἀγαθόν… Κι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών. Εἶναι ὁ νοῦς ὁ ὑπέρτατος, ποὺ τὰ πάντα γνωρίζει, – μὴ μοῦ μιλάεις – , ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ κανονίζει, ἀλλὰ δὲν φαίνεται. Διότι ὅταν φανεῖ καὶ κοιτάζει νὰ στρώσει τὸν ἕναν καὶ τὸν ἄλλονε, τότε ὁ ἴδιος φεύγει ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ ἔχει χαράξει. Τὸ χάραγμα εἶναι αὐτό: Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ διαλέξει τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο. Ἐν τῆ ἐλευθερίᾳ του. Κι αὐτὴ ἡ ἐλευθέρα βούλησις εἶναι ποὺ ὁ Θεὸς σέβεται. Σέβεται τὸν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ πεῖ: «Ἐ! ποῦ πᾶς; Ἔλα ἐδῶ». Καὶ ἐσὺ θὰ πεῖς: Ἕνας ποὺ κάνει ἕνα φόνο καὶ βασανίζει ἕναν ἄλλονε, εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος; Μπορεῖ νὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα ποὺ τὸν κατέχει καὶ κάνει αὐτὸ τὸ κακὸ εἶναι τοῦ διαβόλου. Δὲν εἶναι τὸ ἀγαθὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε ρέ, νὰ τὰ ποῦμε.
– Συν.: Ναί, Γέροντα
– Γέρ.: Εἶμαι ἀγράμματος, μὴ νομίζετε, δὲν ἔχω πάει σὲ σχολεῖα, ἔχω μεγαλώσει μέσα στὴν ἔρημο καὶ ἔχω κάνει ὑπακοὴ σὲ δύο γέροντες σεβαστούς. Θὰ μοῦ πεῖς: Πές μας! μὰ ἔχω καὶ τὸ ἄλλο βρὲ τάδε, δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω. Εἶμαι γέρος 90 χρονοῦ καὶ κουράζομαι. Καμιὰ φορὰ ὅταν ξυπνήσω, νὰ τώρα ἔχω ξυπνήσει ἀπὸ κάποιο ὕπνο – ἐπειδὴ ἤμουν ἄγρυπνος τὴν νύχτα – καὶ ἔχω λίγο κουράγιο καὶ μιλάω. Γιὰ σκέψου, τάδε μου…
Διάβασε, μπρέ, τὸ εὐαγγέλιο, διάβασ’ το πολλὲς φορές. Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς τὸ διάβασα. Τὸ εὐαγγέλιο ἔχει θησαυροὺς καὶ λύει ὅλα τὰ προβλήματα. Εἶναι φιλοσοφία, ὄντως φιλοσοφία. Εἶναι φιλοσοφία, ἐξ ἀποκαλύψεως φιλοσοφία. Εἶναι ἡ ἀνωτάτη φιλοσοφία.
Ἄσε ὁ κόσμος τώρα ποὺ προσπαθεῖ νὰ ριχτεῖ πρὸς τὴν ὕλη. Νὰ περιφρονήσει τὸ πνεῦμα, νὰ περιφρονήσει τὶς ἀξίες. Ὅλες αὐτὲς τὶς ἀξίες σιγά, σιγά, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὶς ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος, τὶς ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὴν οἰκογένεια καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ ὡραῖα.
Ἅμα τὰ περιφρονήσουμε ἡ γῆ ἐδῶ, ἡ ζωή μας, γίνεται χάος. Γίνεται κόλασις. μὲ ναρκωτικά, μ’ αὐτό… Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ κοιτάζει τὴν ἡδονή, νὰ θέλει νὰ ἱκανοποιεῖται ἔτσι.. Νά! Δὲν βλέπεις τὰ παιδιὰ ποὺ αὐτοκτονοῦν καὶ τρελαίνονται; Δὲν πᾶς στὰ ψυχιατρεῖα νὰ δεῖς παιδάκια, 15-16-20 χρονῶν, 25 – 30, ποὺ βασανίζονται!
Θὰ μοῦ πεῖς νά: «Γιατί δὲν τὰ βλέπει ὁ Θεός;» Μὰ αὐτὰ εἶναι, τὰ βλέπει ὁ Θεός. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέμβει. Μπορεῖ ὅμως, μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔρθει, νὰ ἔρθει ὥστε οἱ ἄνθρωποι ν’ ἀποκτήσουν μία ἐπίγνωση, νὰ ἰδοῦνε τὸ χάος ὁλοζώντανο μπροστά τους, νὰ ποῦνε: Ἐ! Πέφτουμε στὸ χάος, χανόμαστε. Ὅλοι πίσω, ὅλοι πίσω, γυρίστε πίσω, πλανηθήκαμε. Καὶ νὰ ἔρθουνε πάλι στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λάμψει ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.
Αὐτὸ ἐμεῖς ἐπιδιώκουμε καὶ ἔτσι θέλουμε τὰ πράγματα σιγὰ-σιγὰ νὰ γίνουνε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐργάζεται μυστικά, δὲν θέλει νὰ ἐπηρεάσει τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐλευθερία, τὰ φέρνει ἔτσι καὶ σιγὰ-σιγὰ-σιγὰ πάει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ποὺ πρέπει. Νά, αὐτὰ εἶναι τῆς στιγμῆς πράγματα πού σοῦ λέω.
– Συν.: Τὸ ξεύρω, Γέροντα
– Γέρ.: Ναὶ ἀλλά, πρέπει νά, καὶ ἐμένα νὰ μοῦ δώσει δύναμη ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ πῶ καμμιὰ φορὰ. Δὲν γίνεται τίποτα μὲ ἐκεῖνα. Ἐκεῖνα ἔχουνε ταχυδακτυλουργίες καὶ τὰ τοιαῦτα. Κι αὐτὲς οἱ… καὶ ὅλα. Ἐμεῖς στὴν θρησκεία μας τὰ ἔχουμε ὅλα. Κατάλαβες;
– Συν.: Ναί, Γέροντα.
– Γέρ.: Ὅλα. Καὶ ὑλοποιήσεις καὶ ὅλα μεσ’ στοὺς ἁγίους μας. Ἀλλὰ οἱ ὑλοποιήσεις εἶναι δύο εἰδῶν: Εἶναι ἡ κακιὰ καὶ ἡ καλή. Κατάλαβες;
– Σύν.: Μάλιστα.
– Γέρ.: Βέβαια μπορεῖ ἕνας νὰ κάνει προσευχή, ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουνε λάδι καὶ βασανίζονται γιατί τοὺς ἔχει λείψει τὸ λάδι, ν’ ἀνοίξει τὰ χέρια του καὶ νὰ γεμίσουν τὰ κιούπια μὲ λάδι. Ε, μπορεῖ καὶ ἕνας γκουροὺ νὰ κάνει κάτι ἄλλο, μία ἄλλη ὑλοποίηση, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ ἴδια. Δὲν εἶναι τοῦ ἀγαθοῦ πνεύματος. Γιατί ὅπως εἴπαμε ὑπάρχει καὶ τὸ κακό. Καὶ τὸ κακὸ ἔχει τὴν δύναμη νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸ πιστεύει τὸ κακό, ποὺ ζεῖ τὸ κακό, ἔχει τὴν δύναμη νὰ τοῦ δώσει νὰ τὸ κάνει Γι’ αὐτὸ ὑπάρχουνε καὶ διάφοροι, μάγοι, γκουροῦδες, φακίρια καὶ ξεύρω κι ἐγώ.
– Συν.: Ἔτσι εἶναι, Γέροντα
– Γέρ.: Εἶναι τοῦ κακοῦ πνεύματος.
– Συν.: Καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πῶς μποροῦμε νὰ καταλάβουμε;
– Γέρ.: Ἐ! Νά! Νὰ μελετήσουμε τὸ εὐαγγέλιο. Πάρε μελέτα, ἐνῶ λέεις ὅτι ὅλα ἴσωμα εἶναι, ὅλα τὸ ἴδιο εἶναι, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, διάβασε τὸ εὐαγγέλιο, μάθε το καλὰ καὶ ὅπου ἔχεις ἀπορίες, ἔλα νὰ σοῦ τὸ πῶ ἐγώ, ὁ ἀγράμματος, ὁ ταπεινός. Δὲν λέω ἐγὼ ὅτι εἶμαι χριστιανός, δὲν λέω ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξος. Ἐπιθυμῶ, θέλω, ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ, μὰ δὲν ἔχω γίνει Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος. Ἔτσι εἶναι τὸ αἴσθημά μου καὶ εἶναι ἀληθινό. Θέλω. Μὲ παρεξηγεῖς σ’ αὐτὸ ποὺ λέω;
– Συν.: Γέροντα, λὲς ὅλες τὶς ἀλήθειες.
– Γέρ.: Ναὶ ἀλλὰ εὐχαριστοῦμαι τόσο πολύ. Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ τὶς ἀλήθειες, ἐγὼ τὶς πιστεύω ἔτσι, ἔτσι. Ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθει νὰ πεῖ: «τί λές, βρὲ γέρο; Δὲν εἶναι ἔτσι. Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλοι οἱ γκουροῦδες καὶ οἱ γιόγκιδες καὶ οἱ φακίροι καὶ οἱ μάγοι καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ εἶναι τοῦ Θεοῦ.» Ναὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὰ ἔργα τους εἶναι τοῦ διαβόλου.
– Συν.: Μάλιστα, Γέροντα
– Γέρ.: Συγχώρα με πού σοῦ μιλάω ἔτσι. Παιδιά, καλὰ παιδιὰ καὶ εἶστε καλὰ παιδιά, καὶ ἥσυχα παιδιά. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνω; Κι ὅποιος εἶναι καλὸς καὶ ἥσυχος εἶναι καὶ στὴν ἀλήθεια; Πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ τοὺς βλέπουμε νὰ εἶναι ἥσυχοι καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Πρέπει νὰ ἔρθετε νὰ τὰ ποῦμε αὐτά. Δὲν μπορῶ τώρα, τί νὰ σοῦ πῶ; Πρέπει νὰ διακόψουμε. Ξεύρεις πόσο λυπᾶμαι; Ἂν ἤξευρες πόσο σὲ ἀγαπάω… πολύ, πάρα πολύ. Θὰ μοῦ πεῖς: Γιατί δὲν εὔχεσαι στὸν Θεὸ νὰ μᾶς φωτίσει; Εὔχομαι, ἀλλὰ δὲν εἶμαι τόσο δυνατός. Καὶ ἐγώ, καὶ ἐσεῖς ἴσως νὰ ἐπιμένετε, εἰς τὸ αὐτό. (στὶς ἀπόψεις σας) Καὶ εἰς τὸν Θεὸ δὲν ξεύρω τί σᾶς φυλάει; Ὅμως ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Πρέπει νὰ τὴν μάθετε. Πρέπει νὰ διαβάσετε καλά, καὶ ἅμα σᾶς πεῖ τὸ πνεῦμα: «Ψεύτικη θρησκεία εἶναι αὐτή.» τότε νὰ τὴν ἀφήσετε, νὰ πάτε μὲ τὸν Σάι. Τί λέει ὁ Σάι, ὁ νέος ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρνει τὴν νέα ἀλήθεια, ποὺ αὐτὴ ταιριάζει τώρα στὸν κόσμο; Νὰ ἔχουμε ἐλευθερία, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν ὑπάρχει φόβος πουθενά. Πάρε κορίτσια γλέντησε.
– Συν.: Ὄχι, Γέροντα, εἶναι πολὺ αὐστηρός, πάρα πολὺ αὐστηρὸς εἶναι.
– Γέρ.: Μπορεῖ νὰ εἶναι. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ ἰδοῦμε. Νά, καλά, μωρὲ τάδε, δὲν τὰ καταλαβαίνεις τὰ λόγιά μου τώρα. Ἄστο.
– Συν.: Καταλαβαίνω, Γέροντά μου, καταλαβαίνω…
– Γέρ.: Ναί, τὸ ξεύρω ἐγὼ μωρέ, τὸ ξεύρω τί… (καταλαβαίνεις)
– Συν.: Δὲν ὑπερασπίζω κανέναν.
– Γέρ.: Μὰ ἐγὼ ξεύρω μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τώρα, ἐὰν ὁ Σάι εἶναι ἤ ὁ ἄλλος εἶναι ἔτσι. Κατάλαβες; Τέλος πάντων. Μωρέ, ἔχουμε μασώνους, ἔχουμε διάφορα πράγματα, ποὺ τὰ πιστεύουνε ὅλα καὶ πηγαίνουνε μὲ τὸν σατανᾶ, καὶ κάνουνε σατανικὲς ἐκδηλώσεις καὶ μυστηριώδη πράγματα, διότι ὑπάρχουνε, ὑπάρχει σατανᾶς, καὶ ὑπάρχουνε μυστηριώδη πράγματα, κακὰ δηλαδή. Σ’ ἀφήνω τάδε μου καὶ εὔχομαι στὸν Κύριο νὰ σὲ φωτίσει. Θέλουνε συζήτηση ἐν πάσῃ περιπτώσει, σ’ ἀφήνω καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσει ὅλους, νὰ τὸν γνωρίσουμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Ἔτσι εὔχομαι, ἄντε καλημέρα.
– Συν.: Εὐχαριστῶ, Γέροντά μου.
– Γέρ.: Συγχώρα με ἂν σὲ στεναχώρεσα. Ἔτσι μοῦ ἦρθε, νομίζεις πώς…
– Συν.: Πῶς τὸ λές, Γέροντα; Καὶ ὅταν μαλώνεις ἀκόμα εἶναι βάλσαμο στὴν ψυχή.
– Γέρ.: Μὰ ὅλα γίνονται ἅγια ὅταν ὑπάρχει ἡ χάρις. Ἄντε καλημέρα, καλημέρα, καλημέρα ὁ Θεὸς μαζί μας.
– Συν.: Εὐχαριστῶ, Γέροντά μου.
– Γέρ.: Εὔχομαι ταπεινά.
– Συν.: Εὐλόγησον.
Δεύτερη συνομιλία
Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἀκολούθησε δεύτερη συνομιλία τὸν Γέροντος Πορφυρίου μὲ ἕναν τῆς ἴδιας συντροφιᾶς. Στὴ συνομιλία αὐτὴ ἠχογραφήθηκαν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ποὺ δὲν ἔχουν γενικὸ ἐνδιαφέρον, καὶ τὰ ἑξῆς:
– Γέρ.: Τί νὰ σὲ κάνω κι’ ἐγώ; Τὰ βάστηξα, τὰ βάστηξα, νά, τώρα ἦρθε ἡ ὥρα καὶ σᾶς τὸ λέω. Δὲν τὰ λέω μὲ καλὸ τρόπο ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ πῶ; Πόσο γλυκὰ νὰ τὰ πῶ;
– Συν.: Εὐχαριστῶ, Γέροντά μου, εὐχαριστῶ.
– Γέρ.: Σοῦ λέω ὅτι… ἐγὼ σᾶς ἀγαπάω ἰδιαιτέρως, οὔτε ἡ ἀγάπη μου ἐμειώθη ἀπὸ ὅλα αὐτά. Μπορεῖ βέβαια νὰ ἔχω παράπονο καὶ νὰ λέω γιατί νὰ βρίσκονται τόσο καλὰ παιδιὰ εἰς τὴν πλάνη καὶ νὰ μὴν εἶναι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Ε!… λυπᾶμαι. Ἀλλὰ προσεύχομαι ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δώσει φώτιση νὰ καταλάβετε ὅτι δὲν ἔχει σχέση ἡ θρησκεία μας μὲ ἄλλες θρησκεῖες, ἡ Ὀρθοδοξία.
Τώρα ὅμως ὅλος ὁ κόσμος, διάφορες νοοτροπίες, διάφοροι ἄνθρωποι καὶ μεγάλοι, ποὺ οὔτε κἄν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν πολλὲς θρησκεῖες, διότι διχάζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς φέρνουνε σὲ ἔχθρα. Καὶ ὅλοι φροντίζουν, μικροί, μεγάλοι καὶ κράτη καὶ ὁλόκληρες αὐτές… νὰ γίνει μία θρησκεία. Καὶ θὰ γίνει μὲ ἕνα τρόπο τέτοιο. Ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο. Θὰ φτιάξουμε μία νέα θρησκεία Αὐτὸ τὸ κάνουνε οἱ… κάτι ποὺ λέγονται Σιωνισταί. Δὲν ξέρω ἂν ἔχεις ἀκούσει, ε;
– Συν.: Δὲν ἔχω ἀκούσει.
– Γέρ.: Ναί. Καὶ ἐργάζονται πολὺ γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα. Οἱ ἄνθρωποι ν’ ἀφήσουνε (τὶς παληὲς θρησκεῖες)… νὰ βγάλουν μία νέα θρησκεία καλή. Καὶ ν’ ἀφήσουμε ὅτι ὑπάρχει κόλασις, ὅτι ὑπάρχει σατανᾶς καὶ κάτι τέτοια. Ἐνῶ ἡ ὀρθοδοξία τὸ σατανᾶ τὸν ἔχει βάλει ὡς δόγμα. Δὲν τὰ ξέρετε, ρὲ μαῦρε; Μέσ’ στὸ εὐαγγέλιο εἶναι γραμμένα. Ἅμα ἀρνηθεῖς τὸ σατανᾶ, θὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶσαι ὀρθόδοξος. Ἐσὺ πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει σατανᾶς;
– Συν.: Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Σατανᾶς, τὴ λέξη τὴν πιστεύω ὅτι τὴν ἔβαλε ἡ ἐκκλησία, καὶ εἶναι τὸ ἀρνητικό, τὸ κακὸ ποὺ λέμε…
– Γέρ.: Ναί, τὸ κακό. Ὑπάρχει ὅμως πνεῦμα κακὸ ὄντως
– Συν.: Ναί, ναί. Ὑπάρχουνε πνεύματα κακά.
– Γέρ.: Ὅπως καὶ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι, ὑπάρχουνε καὶ σατανάδες.
– Συν.: Βεβαίως. Ἐμεῖς τί λέμε, Γέροντα;
– Γέρ.: Ναί, ἄλλα ἐγὼ ἐνθυμοῦμαι ποὺ ἔλεγε ἡ δεσποινίς: Πῶ, πῶ, πῶ! Ὄχι ἐγὼ τὸν σατανᾶ δὲν τὸν θέλω, δὲν τὸν πιστεύω. Δέ…
– Συν.: Ἡ λέξη σατανᾶς, Γέροντά μου, ὑπάρχει διαφορά.
– Γέρ.: Μωρέ, αὐτὰ εἶναι ποὺ μᾶς χαλᾶνε.
– Συν: Τὸ πνεῦμα τὸ κακὸ ἂς ποῦμε.
– Γέρ.: Μμ… τὸ πνεῦμα τὸ κακὸ λέω κι ἐγώ. Ὁ Σατανᾶς τὸ πνεῦμα τὸ κακὸ εἶναι. Ἤ κακὸ πνεῦμα πεῖς ἤ σατανᾶ πεῖς εἶναι τὸ ἴδιο.
– Συν.: Α!, ἐντάξει, Γέροντά μου. Ἐσεῖς μοῦ τὸ ἐξηγεῖτε.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ἀνοίγεις τὰ χέρια σου στὸ Χριστὸ
(Ἕνας τρόπος πνευματικῆς ζωῆς)
Συντομογραφίες:
Γ.Π.: Γέροντας Πορφύριος
Ε. : Ἐπισκέπτης
Υ. : Ὑποτακτικὸς
– Γ.Π.: Ἡ ζωὴ ἡ πνευματικὴ διέπεται ἀπὸ τρόπους. Καλὰ τὰ λέω; Ε, τάδε;
– Υ.: Ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλὰ θέλει τρόπους.
– Γ.Π.: Δηλαδὴ χρειάζονται τρόποι. Δηλαδὴ νά! Σοῦ ἔρχεται αὐτό, ἂς ποῦμε (δήλ. ἕνας πειρασμός), τί πρέπει νὰ κάνεις; Θὰ καθίσεις νὰ σὲ βουτήξει, νὰ σὲ σφίξει;
Χρειάζεται ἕνας τρόπος. Ἀλλὰ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἔχω καὶ ἐγὼ καὶ ἐσὺ κι’ ὁ ἄλλος, κι’ ὁ ἄλλος. Εἶναι πάρα πολλοὶ τρόποι καὶ κάθε ἕνας εὐχαριστεῖται ἤ κατορθώνει νὰ κάνει ἕνα τρόπο, γιὰ νὰ διώχνει τὸ ἀντίθετο, τὰς ἐνοχλήσεις τοῦ ἀντιθέτου πνεύματος.
Μέσα σὲ ὅλους τους τρόπους εἶναι καὶ ἕνας τρόπος ποὺ λέγεται περιφρόνησις. Δηλαδὴ βλέπεις ὅτι ἔρχεται κάποιος, δηλαδὴ ὁ ἐχθρός, ὁ ἀντίθετος, τὸ ἀντίθετο πνεῦμα, ἔρχεται νὰ σὲ βουτήξει κι ἐσὺ κάνεις ἔτσι… Δὲν τὸ κοιτάζεις, δὲν τρομοκρατεῖσαι, δὲν σφίγγεσαι, δὲν κάνεις ἔτσι νὰ τὸ βγάνεις ἀπὸ μέσα σου, ἀλλὰ κάνεις… ἀνοίγεις. Κάνεις ἔτσι… δηλαδή, πῶς νὰ ποῦμε; ἐνῶ ἔρχεται τὸ ἀντίθετο, ἐσὺ ἀνοίγεις τὰς ἀγκάλας σου, ἀνοίγεις τὰ χέρια σου στὸ Χριστό. Ἐ! πώς, ἂς ποῦμε, τὸ παιδάκι, ποὺ βλέπει κάποιο θηρίο, κάποιο σκύλο, κάποιο ἄγριο νὰ ἔρχεται: οὐὰ μπαμπά! καὶ τρέχει καὶ ἀγκαλιάζει τὸ μπαμπά του, καὶ ὅταν τὸν πλησιάζει δὲν φοβεῖται. Ἐ! λοιπὸν αὐτὸ εἶναι ἕνας τρόπος. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ φαίνεται τόσο εὔκολος (θέλει προσοχή). Δηλαδὴ αἰσθάνεσαι ὅτι ἔρχεται νὰ σὲ καταλάβει, ε, λὲς τί πρέπει νὰ γίνει; Μοῦ εἶπε ὁ γέροντας νὰ τὸν περιφρονῶ τὸν λογισμὸ αὐτόν. Ε…. πᾶς νὰ τὸν περιφρονήσεις. Ὅταν τὸ καταλάβει ἐκεῖνος, ἀμέσως σὲ βουτάει, σὲ σφίγγει, σὲ καθηλώνει καί… κάνεις ἐκεῖνο ποὺ θέλει αὐτός, ὄχι αὐτὸ ποὺ θέλεις ἐσύ… Μὲ καταλάβατε; Τότε; «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος». Τί πρέπει νὰ κάνω; Τὸ μυστικὸ εἶναι πὼς μποροῦμε, (νὰ εἴμαστε ὅμως, πρέπει νὰ εἴμαστε κι ἄξιοι), πὼς μποροῦμε, μὲ τὴ θεία χάρη, νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, ὁπότε καὶ «ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ». Μωρὲ αὐτό, τάδε, ἅμα τ’ ἀκούσεις καμμιὰ φορὰ νὰ τὸ ἰδοῦμε ποῦ εἶναι, νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἐξήγησή του. Ά, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ βρεῖς;
– Υ.: Μπορῶ.
– Γ.Π: Ἄντε βρὲς το.
(Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ κρατῶν τὸ μαγνητόφωνο ἀπομακρύνεται γιὰ νὰ βρεῖ τὸ χωρίο ποὺ ζήτησε ὁ Γέροντας καὶ ἡ ἠχογράφησις διακόπτεται. Ὅταν ἐπανῆλθε ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιὰ τὴν μοναχικὴ ἄσκηση. Ἔλεγε:)
– Γ.Π: Γιὰ νὰ σταθεῖς ἐδῶ, πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀγρυπνία, σωματικὴ ἐργασία. Τὸ ξέρετε; Αὐτὸ (δὲν κατορθώνεται ὅταν) δὲν ὑπάρχει πολλὴ ἐργασία. Αὐτὰ δὲν ἔχει… (δὲν πετυχαίνονται χωρὶς ἐνθουσιασμό). Ὁπότε ἅμα γύρεις λίγο πρὸς τὰ πίσω, κατὰ πίσω, γκούπ, κοιμᾶσαι κιόλας, πάν’ καὶ τὰ ψαλτήρια, πάν’ καὶ οἱ κανόνες.
– Ε.: Ε, πάει καὶ ἡ λειτουργία
– Γ.Π: Πάει κι ἡ λειτουργία. Καὶ εἶναι μία μεγάλη παγίδα τοῦ σατανᾶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ λατρεύουν τὸ Θεό. Τοὺς φέρνει σὲ μία τέτοια κατάσταση καὶ τὰ χάνουν ὅλα καὶ τὸ λένε: «δὲν μπορῶ στὴν ἐκκλησία, ἀποκοιμῶμαι, δὲν μπορῶ». Εἶναι ἕνα εἶδος χαυνότητος, ποὺ ὁ ἄνθρωπος πράγματι τὰ χάνει. Ἀλλὰ εἶναι πειρασμικὴ ἐνέργεια, παιδιά. Μεγάλη πειρασμικὴ ἐνέργεια! Λοιπόν…
Καὶ ὁ λογισμὸς ὁ ἀντίθετος, ὅταν δεῖς τὸ ἀντίθετο πνεῦμα νὰ ἔρχεται νὰ σὲ ἐμποδίσει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἐργασία, ποὺ κάνεις, ε… πρέπει νὰ στρέψεις, ὅπως εἴπαμε, ἔτσι…
– Ε.: Ἄνοιγμα
– Γ.Π: Ε! Ν’ ἀνοίξεις, ν’ ἀνοίξεις.
Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέμε ἡ φόρμα. Ἂν δὲν κατορθώσεις, ἂν δὲν κατορθώσεις ἀμέσως νὰ γίνει αὐτὸ τὸ πράγμα… σὲ βούτηξε. Καὶ ἐφόσον θὰ προσπαθεῖς νὰ τὸ διώξεις, αὐτὸ θὰ σ’ ἔχει συλλάβει ἔτσι… καὶ θὰ σ’ ἔχει ἐκεῖ. Ἐδῶ θὰ πᾶς. Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Τὸ’ χετε ἀκούσει αὐτό, ἐ; Βοηθῆστε με ὅμως. Τὸ ηὗρες, τάδε;
– Υ.: Μάλιστα «Εἶδον αὐτὸν ὑπερυψούμενον ὑπὲρ τὰς κέδρους τοῦ λιβάνου»
– Γ.Π.: Τί εἶναι αὐτὸ πάλαι…;
– Υ.: Γέροντα, ἐδῶ λέει : «Καὶ ἔτι ὀλίγον κι οὐ μὴ ὑπάρξει ὁ ἁμαρτωλός. Καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ εὕρεις». Αὐτὸ ἐννοεῖτε;
– Γ.Π.: Δέν… δέν… καὶ ἐζήτησε αὐτὸν καὶ οὒχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ. Τὰ μπερδεύω κιόλας. Μοῦ ἦρθε αὐτό, τὸ εἶπα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει καὶ αὐτὸ πάει λίγο. Ἐνῶ ἔχω διάφορα. Πῶς τὸ λέει… γιὰ πέστο…
– Υ.: Καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ οὐ μὴ ὑπάρξει ὁ ἁμαρτωλός. Καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ εὕρεις. Δὲν θἄναι αὐτό.
– Γ.Π.: Αὐτό. Δὲν πάει αὐτό;
– Ε.: Μπορεῖ… κι αὐτό;
– Γ.Π.: Ναὶ ἀλλὰ ἐγὼ τὸ ἤξερα ἔτσι πιὸ ζωηρά.
– Υ.: Εἶναι σὲ ἄλλο μέρος αὐτό;
– Γ.Π.: Ε, βρὲς το. Καὶ ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὒχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ. (Ψάλμ. 36,36)
– Υ.: Ὑπερυψώθη ὑπὲρ τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου, λέει αὐτό.
– Γ.Π.: Καὶ ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ, βρὲ παιδιά μου. Καὶ ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι ἕνα μυστικό. Δηλαδὴ αἰσθάνεσαι ὅτι θὰ ἔρθει αὐτὸ καὶ κάνεις ἔτσι… ἀμέσως. Πρέπει νὰ προλάβεις νὰ κάνεις ἔτσι. Νά! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα δικό μου. Μιά μέρα, (ἔχω ἐδῶ ἔνανε ὁ ὁποῖος δὲν μοῦ κάνει ὑπακοὴ καθόλου) λοιπὸν καὶ μιά μέρα τοῦ λέω: Ἄκουσε, παιδί μου, νὰ κάνεις αὐτό. Λέει: Ὄχι, δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό. Τοῦ λέω: Σὲ παρακαλῶ, κάντο πρὸς χάριν μου. (Ἤτανε κάποια ἀνάγκη νὰ μοῦ κάνει, καταλάβατε;) Καὶ ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ τοῦ ἔλεγα, αὐτός, μοῦ λέει: Αὐτὸ δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἐπιστήμη, δὲν εἶναι ἔτσι ποὺ τὸ λέεις, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ τὸ κάνω. Ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει ἔτσι. Τοῦ λέω: ρὲ παιδί μου, τὴν ἐπιστήμη θὰ κοιτάξουμε τώρα; Κάνε μιά ὑπακοὴ σὲ μένα. «-Ὄχι, δὲν μπορῶ.» Ἐκείνη τὴ στιγμὴ λοιπὸν πάει ἐνικήθηκα καὶ μοῦ ἦρθε ν’ ἀγανακτήσω. Ἀλλὰ ἐκεῖ, ἐκεῖ ποὺ πῆγε νὰ μὲ κάνει ἔτσι γιὰ νὰ ἀγανακτήσω, ἔκανα ἔτσι: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με καὶ δὸς φώτιση στὸν ἄνθρωπό σου, στὴν ψυχὴ ποὺ τὴν κατέχει ὁ πειρασμός. Ἄρχισα νὰ προσεύχομαι καὶ νὰ συγκινοῦμαι! Δηλαδὴ τὸ μυστικὸ εἶναι… ἐκεῖ ποὺ ἦταν νὰ ξεσπάσει ἔτσι, τὸ πρόλαβα καὶ δὲν ὀργίστηκα. Εἶναι δική μου αὐτή, ἡ… αὐτὴ θέλω νὰ πῶ, ἡ πεῖρα. Πῶς νὰ τὸ πῶ… κακὸ εἶναι ποὺ τὸ λέω;
– Ε.: Ὁ τρόπος.
– Γ.Π.: Ὁ τρόπος. Κακὸ εἶναι ποὺ τὸ λέω; τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει. Δὲν εἶναι σωστά. Σωστὰ εἶναι, γιὰ δὲν εἶναι σωστά; Μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ κανεὶς ὅτι πῆγα νὰ πάθω αὐτὸ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου τὸ γλύτωσα καὶ τόκανα ἔτσι; Τὸ μετέτρεψα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἁμαρτία;
– Υ.: Ἐφόσον εἶναι πρὸς διδασκαλίαν, Γέροντα, καὶ πρὸς σωτηρίαν γιατί νὰ εἶναι ἁμαρτία; Ἐκ τῆς πείρας δὲν ὠμιλοῦν οἱ πατέρες;
– Γ.Π.: Ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ, ἀσχολούμενος μὲ τὴν ὑπακοὴ ἔχω στερηθεῖ ἀπὸ διαβάσματα. Μόνο μέσ’ στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνα. Δὲν ἔχω διαβάσει. Τοὺς συναξαριστὰς τοῦ Δουκάκη μοῦ εἴχανε πάρει καὶ διάβαζα ἐκεῖ οἱ Γέροντές μου. Ἀλλὰ θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ε, δὲν ἤξερα πατέρες, ὅτι ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἔχει τόσα συγγράμματα, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μὲ ἀκοῦτε;
– Ε.: Μάλιστα
– Γ.Π.: Καὶ τώρα ἔμαθα ὅτι ἔχουν βγεῖ τὰ συγγράμματα κι ὅτι ὑπάρχουν. Τότε ποῦ; στὰ ἀσκητήρια τῶν Καυσοκαλυβίων τί εἴχαμε; Εἴχαμε αὐτὰ τά… τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, τοὺς Συναξαριστὰς τοῦ Δουκάκη, κάτι, ε, τέτοια πράγματα, ἑρμηνεῖες ἂς ποῦμε.
Καὶ ἰδίως ἐκεῖ εἴχαμε τὸν Εὐεργετινό, τὸ Λαυσαϊκό, τὰ Γεροντικὰ καὶ κάτι τέτοια. Λοιπὸν καὶ τώρα νὰ μὴ μοῦ φύγει αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ πῶ. Μοῦ ‘φυγε.
– Υ.: Εἴπατε ὅτι τώρα μάθατε ὅτι οἱ πατέρες ἐξεδόθησαν.
– Γ.Π.: Α! ναί. Λοιπὸν καὶ τώρα ἐγὼ εἶμαι καὶ τυφλός. Καὶ οὔτε καὶ μπορῶ νὰ διαβάσω. Λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὴ λαχτάρα ποὺ εἶχα, παράγγειλα ἔτσι κι ἕνας καλὸς χριστιανὸς μᾶλλον ἐκεῖ μοῦ ἔφερε τοὺς πατέρας. Κι’ ἔφτιαξα μιά βιβλιοθήκη καὶ τοὺς βάλαμε ἐκεῖ πέρα. Τὰ συγγράμματα τῶν πατέρων, Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου, ξεύρω κι’ ἐγώ, ἐκεῖ εἶναι. Πόσα εἶναι, ρὲ τάδε…
– Υ.: Καμμιὰ ἑκατοστὴ τόμοι ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ τώρα.
– Γ.Π.: Ε, λοιπὸν ἀκοῦτε. Καὶ τὰ ἔβαλα ἐκεῖ καὶ χαίρομαι ἔτσι νὰ λέω ὅτι ἔχω ἐδῶ τοὺς πατέρας καὶ ἱκανοποιοῦμαι ψυχικὰ χωρὶς νὰ ξέρω τί λένε. Κεκρυμμένοι θησαυροί. Ἀλλά, ε, ἔβαλα ὅμως καὶ νὰ μοῦ διαβάσουνε, καὶ παίρνει ἕνα βιβλίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τώρα τὰ Χριστούγεννα, τῶν Θεοφανείων, λοιπόν, καὶ μοῦ διαβάσανε (δὲν ἀντέχω καὶ πολὺ στὸ διάβασμα ν’ ἀκούω, τὸ μυαλό μου κουράζεται, διότι δὲν στέλνει ἡ καρδιά μου αἷμα ἐπάνω νά… πάρει δύναμη τὸ μυαλό. Πῶς νὰ σᾶς τὸ πῶ: ὀξυγόνο, πῶς τὸ λένε). Καὶ θέλω νὰ σᾶς πῶ, παιδιά, ἕνα πολὺ σπουδαῖο. Τοὺς ἔβαλα καὶ μοῦ διαβάσανε κι ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ἔλεγε ὅτι… «Θὰ μὲ ἀκούσετε», ἔλεγε μέσα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «θὰ μὲ ἀκούσετε, ἀδελφοί μου, ἐγὼ σᾶς μιλάω μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ αὐτὴ τὴ στιγμή. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ φωτίζει καὶ θὰ σᾶς πῶ αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα». Λοιπὸν κι ὅταν τὸ ἄκουσα: Πῶ, πῶ! λέω, πῶς τὰ λέει! Μὲ τί ἐγωισμό! Καὶ ὅταν λοιπὸν ἄνοιξα λίγο ἔτσι καὶ συνέχισα καὶ παρακάτω εἶπε κάτι ἄλλο, τότε αἰσθάνθηκα τί μεγάλη ταπείνωση ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πολὺ μεγάλη ταπείνωση! Διαβάστε, παιδιά, πάρτε τὸ βιβλίο του κι ἰδέστε ποὺ λέει αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ θὰ ἰδεῖτε τί ταπείνωση ποὺ ἔχει αὐτός. Καὶ ὅμως στὴν ἔκφρασή του παρουσιάζεται μὲ ἕνα ἐγωισμὸ τάχα, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἐγωισμός. Εἶναι μία ἁπλότητα καὶ μία μεγάλη ταπείνωση κι ἁγιωσύνη ποὺ ἔχει καὶ τὰ λέει μὲ τόσο, ἔτσι, ἁπλὸ τρόπο. Καὶ μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση αὐτὸ τὸ πράγμα. Τάδε, τόχεις διαβάσει;
– Υ.: Ὄχι, Γέροντα
– Γ.Π.: Βέβαια, στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο. Τώρα τὶς καλὲς μέρες ἤτανε ἤ στὰ Θεοφάνεια ἤ στὸ Πάσχα, δὲν θυμᾶμαι. Τόχετε ἀκούσει;
– Ε.: Ὄχι.
– Γ.Π.: Ναὶ ἀλλὰ κεῖνο τὸ μυστήριο, κεῖνο μοῦ ‘κανε ἐντύπωση. Τώρα ποὺ τὰ λέμε ἐδῶ τὸ θυμήθηκα. Αὐτὰ ποὺ ἀνοίξαμε, ναί, θέλουνε πολλὴ συζήτηση. Ἄλλη φορὰ. Θὰ ἔρθω ἐπάνω. Τώρα τὸ καλοκαίρι εἶναι καλά, ἀλλὰ τὸ χειμώνα ἐκεῖ πέρα πρέπει νὰ ἔχω σόμπα.
– Ε.: Ὅ,τι θέλετε, Γέροντα.
– Γ.Π.: Λοιπὸν ἔτσι χάρηκα πολὺ ποὺ ἤρθατε κι αἰσθάνθηκα ἔτσι τοῦ μοναστηριοῦ σας τὴ χάρη καὶ τὴν ἀγάπη σας καὶ τὰς ταπεινὰς μου εὐχὰς στὸν γέροντα, εὐχαριστῶ πάρα πολὺ καὶ πηγαίνετε, ἔτσι, στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ διακόνημά σας, νὰ προλάβετε οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνήσουν, νὰ πάρουν δύναμη ἀπὸ τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ χάρις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀήττητος καὶ ἀκατάλυτος καὶ θεία δύναμις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὴ ἐγκαταλείπης ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ ἅμα κι’ αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα, ἂν θέλετε νὰ τὸ φυλάξετε. Μεγάλη ὑπόθεσις εἶναι. Δηλαδὴ νὰ τρέχετε στὴν ἀκολουθία καὶ ν’ ἀκοῦτε τὰ μεγαλεῖα ποὺ εἶναι μέσα στοὺς κανόνας τῶν μεγάλων Ποιητῶν, ποὺ ἔχουν φτιάξει τοὺς κανόνας τῶν Ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων, τῶν προφητῶν. Ἀκοῦστε τοὺς κανόνας νὰ δεῖτε τί ὡραῖα πράγματα ποὺ λέγουν. Ποῦ νὰ φτάσει ἡ Κλίμακα κι ὅλα τάλλα πατερικά! Ἐκεῖ μέσα εἶναι θησαυροὶ βάθους καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ. Τὸ παραδέχεσθε;
– Ε.: Ναί, Γέροντα, ναί.
– Γ.Π.: Ε, πάρτε διαβάστε κανόνες, ἔτσι μόνοι σας. Πάρτε ἐκεῖ κανόνες καὶ διαβάστε νὰ δεῖτε τί ὡραῖα πράγματα! Ἐ, νά! Ποῦ ἀλλοῦ, ἐσεῖς, ἡ ψυχή σας, θὰ εὐφρανθεῖ; Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν τὰ διαβάζετε, σιγὰ – σιγὰ θὰ ἔρθει ἡ χάρις κι ὅταν ἔρθει ἡ χάρις, τότε σὰν τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ ἔλεγε ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὅταν ἦρθε ἡ χάρις, πᾶνε ὅλα Πρωτύτερα ἤτανε… δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τὸ καλό, ἤτανε ἀνίκανη ἡ ψυχή του νὰ κάνει τὸ καλό. Πήγαινε νὰ κάνει τὸ καλὸ κι ὅμως ἔκανε τὸ κακό. Οὐχ ὅ θέλω καλό, τοῦτο ποιῶ. Τὸ θυμόσαστε; Ε, ἄλλα μετὰ ὅμως, ἔτσι ὅπως πήγαινε σιγὰ-σιγὰ ἦρθε ἡ χάρις, δὲν ξέρω, θὰ πῶ μία λέξη: ἐνέσκηψε. Καλὰ τὸ λέω, τάδε;
– Υ.: Καλὰ τὸ λέτε.
– Γ.Π.: Ἐνέσκηψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς ψυχὲς των, μέσα στὴν ψυχή του. Τοῦ ἐνέσκηψε ἡ Χάρις, ὁ Χριστός. Καὶ τότε ἄρχισε νὰ φωνάζει μὲ ἐνθουσιασμό: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός. Ἐμοὶ δὲ τὸ ζεῖν Χριστός». Πάει. Ἐμπῆκε μέσα στὴν ἐπίγεια ἐκκλησία, τὴν ἄκτιστη ἐπίγεια ἐκκλησία πλέον καὶ δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτὸν οὔτε θάνατος οὔτε τίποτα. Εἶχε ἐνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τότε ἐφώναζε μὲ μεγάλη χαρὰ γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Τὸ φώναζε, ὅπου κι ἂν πήγαινε, τὸ φώναζε: «Παιδιά, θὰ σᾶς πῶ. Πρωτύτερα ἐταλάνιζα τὸν ἑαυτό μου, δὲν μποροῦσα, ἤθελα νὰ κάνω τὸ καλὸ κι ὅμως ἔκανα τὸ κακό. Ἤμουν ἀνίκανος νὰ πράξω τὸ καλό, δὲν μποροῦσα. Τώρα ὅμως, παιδιά μου, τὸ ἀντίθετο ἔγινε. Εἶμαι ἀνίκανος, κατέστην ἀνίκανος νὰ κάνω τὸ κακό. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω. Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὸ κακὸ τώρα. Ἀνίκανος. Πρωτύτερα νὰ κάνω τὸ καλό, ἀνίκανος τώρα νὰ κάνω τὸ κακό. Δὲν μπορῶ». Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε; Ἔμ, δὲν πάει. Ἀντεστράφησαν οἱ ὅροι. Νά, τότε ἀνίκανος νὰ κάνει τὸ καλό, τώρα μὲ τὸ Χριστὸ ποὺ ἦρθε μέσα του κι ἔγινε ἔνθεος ἡ ψυχὴ του πλέον, δὲν μποροῦσε. Δὲν εἶναι νὰ τοῦ πεῖς πάρε ἕνα δισεκατομμύριο ἄνθρωπε, ὑπόγραψε ὅτι ἂν εἶναι. Ναί, δὲν πιάνει, δὲν πάει, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Μὲ καταλαβαίνετε; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ σκεφτεῖ. Δέν, δὲν μπορεῖ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βαστήξει μέσα του αὐτὸ τὸ ἀντίθετο. Μὲ καταλάβατε; Ε, δὲν μποροῦσε. Δηλ. θέλω νὰ ποῦμε, ποὺ λέμε: δύσκολα. Δὲν εἶναι δύσκολα, παιδιά, αὐτὰ ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο κι αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ Χριστός. Εἶναι ὅλα, ὄχι δύσκολα, εὐκολώτατα ὅλα, ὅλα. «Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός». Πῶς τὸ λέει ἕνα ἄλλο; Λέει: Καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ…
– Ε.: «βαρεῖαι οὐκ εἰσίν».
– Γ.Π.: Τί, ἔτσι τὰ λένε αὐτοί; Παραμύθια εἶναι; Ε, ε… δὲν εἶναι βαρειά. Εἶναι ὅλα εὔκολα, κι ὅλα χαρούμενα κι ὅλα… τί, δέν, δὲν εἶδες κεῖ πέρα ποὺ εἶπα ἐκεῖνο «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου». Λιώνει ἡ ψυχή μου στὴν ἀγάπη σου Χριστέ μου. Κι ἀκοῦς ἐκεῖ πέρα κάτι λέξεις, ὅτι: Τιτρώσκομαι, τιτρώσκομαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ. Δὲν ξέρω ἂν τὰ λέω καὶ καλὰ ὅμως. Γιατί δυστυχῶς δέ, δέ… ἐκεῖ πέρα ἔμαθα καὶ διαβάζω ἐγώ, στὸ Ἅγιο Ὅρος. Δὲν ἤξερα νὰ διαβάσω. Ἤξερα καὶ συλλάβιζα μόνο, ὅταν πῆγα. Εἶχα πάει πολὺ μικρός.
– Ε.: Πόσο χρονῶν, Γέροντα;
– Γ.Π.: Ε, δώδεκα μὲ δεκατρίο χρονοῦ.
– Ε.: Καὶ φύγατε πόσο χρονῶν;
– Γ.Π.: Ε, ἔφυγα ἔπειτα, νά, εἴκοσι χρονοῦ. Ἀρρώστησα κι ἔφυγα ἀπ’ ἀλλοιῶς δὲν ἔφευγα. Μάζευα σαλιγκάρια καὶ ἄστα ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἔπαθα. Τί ἤθελα νὰ πῶ… Αὐτὰ ἤτανε, παιδιά μου. Αὐτὸ εἶναι νὰ μὲ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ ἔρθω νὰ μπῶ ἐκεῖ μέσα, νὰ αἰσθανθῶ ἔτσι αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο. Ὅταν μπαίνετε μέσα ν’ ἀνοίγει ἡ ψυχούλα σας ἔτσι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖτε ἐκεῖ πέρα.
– Υ.: Γέροντα, μήπως κουραστεῖτε, μιλᾶτε μία ὥρα…
– Γ.Π.: Ναί, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἐκεῖ δὲν μπορεῖς, ἅμα μπεῖς μέσα κι ἔχεις ἐπίγνωση κι ἔχεις ἀγάπη Θεοῦ, δὲν μπορεῖς. Ἐκεῖ ἄλλος γίνεσαι. Εἶναι ἔτσι. Σὲ καθηλώνουν ἐκεῖ. Ὁ ἁγιασμὸς σὲ καθηλώνει. Τόσες ψυχὲς ἁγιασμένες ποὺ προσηύχοντο κατὰ καιρούς. Στὸ καλό. Ναί, ἀλλὰ τί θὰ κάνετε ἐκεῖ πάνω στὴ θεία Μεταμόρφωση ἅμα πάτε; Ἀνοῖχτε τὰ χεράκια σας καὶ πέστε: νὰ μὲ συγχωρέσει ὁ Κύριος κι ἐμένα τὸν ταπεινό, ἐκεῖ μέσα ποὺ εἶναι τόσο ἁγιασμένος ὁ τόπος. Καλὰ δὲν τὸ λέω; Εἶναι πολὺ ἁγιασμένο τὸ Μοναστήρι σας. Ὅλα τὰ Μοναστήρια εἶναι ἁγιασμένα, ἀλλὰ δὲν ξέρω, αὐτὸ τὸ αἰσθάνομαι πολύ. Ἔχει… Μία φορὰ παλαιὰ ἤτανε ἄνθρωπος καλὸς ἐκεῖ, ποὺ εἶχε μαζέψει ψυχὲς ἐκλεκτές, οἱ ὁποῖες ἔχουνε πάει κεῖ πάνω τώρα, στὸ κοιμητήρι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ.
– Ε.: Τὸ ὄνομά του Γέροντα;
– Γ. Π.: Ε, δὲν ξέρω νὰ σοῦ πῶ τώρα. Τί νὰ τὸ μάθετε; Ἔχετε ἀκούσει πὼς ἦτο κάποιος ἐκεῖ;
– Ε.: Γι’ αὐτὸ ρωτάω.
– Ε.: Δὲν ἔχουμε ἀκούσει.
– Γ.Π.: Δηλαδὴ ἔτσι, πῶς νὰ ποῦμε, διαπρεπὴς ἄνθρωπος στὴν πνευματικότητα;
– Ε.: Ἡγούμενος;
– Γ.Π.: Ἔμ, ἐκεῖ γέροντας ἦταν, δὲν ξέρω ἐγώ. Ἄντε στὸ καλὸ τώρα.
– Ε.: Λοιπὸν τὴν εὐχή σας, εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ.
– Γ.Π.: Δὲν μπορῶ τώρα, συγχωρᾶτε με.