β’
Μετά, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ μᾶς φανερώνουν καθαρώτατα τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ κρίση του∙ ἀκόμα, σταλάζουν ἐπάνω στὶς ψυχές μας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀνάβουν μέσα μας τὴν ἀγάπη γιὰ Κεῖνον, κ’ ἔτσι σιγὰ – σιγὰ μᾶς βάζουν σὲ μεγάλη προθυμία νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του. Κι ὃλ’ αὐτὰ βοηθοῦν καὶ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαὸ νὰ κάνουν ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχή τους, ἱκανώνοντάς τους νὰ δεχτοῦν μέσα τους καὶ νὰ κρατήσουν ἄξια τὰ τίμια δῶρα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας∙ ἰδιαίτερα, ὅμως, προπαρασκευάζουν τὸν ἱερέα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ τελέσει τὴν ἀναίμακτη θυσία, ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω.
Αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκουμε πολλὲς φορὲς μέσα στὶς εὐχές, ὅπου ὁ ἱερεὺς προσεύχεται νὰ μὴ φανεῖ ἀνάξιος νὰ κρατήσει τὰ προκείμενα δῶρα, ἀλλὰ μὲ καθαρὰ χέρια καὶ ψυχὴ καὶ γλῶσσα νὰ διακονήσει τ’ ἄχραντα Μυστήρια. Ἔτσι, μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, μπαίνει μέσα μας ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν θείων ρημάτων, ποὺ λέγονται καὶ ψάλλονται στὴν ὅλη τελετουργία τῆς θείας λατρείας.
Ἔτσι, ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ ἀναίμακτη θυσία ἡ ἴδια, «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει» (Α’ Κορ. ια’ 26) καὶ τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴν Ἀνάληψή του, γιατί μεταβάλλει τὰ τίμια δῶρα σὲ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχτηκε ὅλ’ αὐτά, δηλ. πού σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Ἐνῶ, ὅσα τελοῦνται πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία, σημαίνουν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πρὶν ἀπ’ τὴ σταύρωση, δηλ. τὴν παρουσία του, τὴν δράση του, τὴν πλήρη φανέρωσή του. Τελευταῖα, ὅσα τελοῦνται καὶ λέγονται μετὰ τὴ θυσία, σημαίνουν «τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε (Λουκ. κδ’ 49∙ Πράξ. α’ 4), τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐθνῶν — μὲ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα — στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἕνωσή τους μ’ Αὐτόν.
Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ἐνδύματα: μᾶς ἐξυπηρετοῦν στὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ ντύνουμε ἤ νὰ τὸ καλύπτουμε, μ’ αὐτὰ ἤ μ’ ἐκεῖνα τὰ ροῦχα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, ἀλλὰ κάποτε, ὅταν βλέπουμε τὰ ἐνδύματα, καταλαβαίνουμε τὸ ἐπάγγελμα, τὸ βίο ἤ τὸ ἀξίωμα ἐκείνου ποὺ τὰ φορεῖ. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θέμα μας. Διότι, μὲ τὸ νὰ περιέχουν οἱ ἅγιες Γραφὲς θεόπνευστα λόγια καὶ ὕμνους τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ μελετοῦν ἤ τὰ ψάλλουν.
Ὅμως, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουν διαλεχτεῖ, κι ὅπως ἔχουν μπεῖ στὴ σειρά, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη δυνατότητα, νὰ βοηθοῦν δηλ. στὸ ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ζωῆς του. Κι ὄχι μονάχα τὰ ὅσα ψάλλουμε ἤ ὅσ’ ἀναγινώσκουμε, μὰ καὶ ὅλα ὅσα τελετουργουνται ἐκεῖ ἔχουν τὸν ἴδιο χαρακτῆρα. Καὶ γίνεται μὲν τὸ κάθε τί γιὰ τὴν ἀναγκαίουσα περίπτωση τῆς στιγμῆς ὅπου παρουσιάζεται, ἀλλὰ στὸ βάθος πάντα κρύβει μιὰ σημασία ποὺ συμβολίζει κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα, τὰ θαύματα ἤ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως π.χ. εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἡ εἴσοδος τῶν τιμίων δώρων. Τὸ καθέν’ ἀπ’ αὐτὰ ἔχει μία χρησιμότητα: ἡ πρώτη εἴσοδος εἶναι γιὰ νὰ διαβαστεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ δεύτερη γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ θυσία. Ὅμως, σημαίνουν καὶ οἱ δύο τὴν παρουσία καὶ τὴν πλήρη φανέρωση: ἡ μία, τὴν ἀρχὴ τῆς παρουσίας του, μὲ ἀμυδρὴ καὶ ἀτελῆ ἀκόμη τὴ μορφή, του∙ ἡ ἄλλη, τὴν τελειότητα καὶ ὑπέρτατην εἰκόνα τοῦ προσώπου του.
Ἀκόμα, ὑπάρχουν μερικὰ ἀπ’ ὅσα γίνονται ἐδῶ, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ φανερὴ χρησιμότητα, μὰ ποὺ γίνονται μονάχα γιὰ νὰ δηλώσουν συμβολικὰ κάτι – ὅπως π.χ. ὅταν ὁ ἱερεὺς λογχίζει τὸν ἄρτο, ἡ γράφει ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ- ἤ, ἀκόμη, τὸ μαχαίρι ποὺ κεντᾶ τὸν ἄρτο καὶ ποὺ φέρει τὸ σχῆμα τῆς λόγχης- καί, τελευταῖα, ὅταν ὁ ἱερεὺς προσθέτει στὸ ἅγιο Ποτήριον τὸ ζεστὸ νερό.