Ἀπό τό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως καταλαβαίνομε πώς οἱ μέρες αὐτές εἶναι ἀφιερωμένες στούς νεκρούς, στίς ψυχές, στόν κόσμο τῶν πνευμάτων.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα πού βλέπομε νά ζεῖ, νά κινεῖται, νά ἐργάζεται, νά χαίρεται, νά ὑποφέρει, νά γηράσκει καί νά πεθαίνει. Εἶναι καί ἡ ψυχή ἡ ἀθάνατη, πού εὑρίσκεται ἑνωμένη μέ τό σῶμα, ὅσο ἐκεῖνο ζῆ. Ὅταν ὅμως πεθάνει τό σῶμα, ἡ ψυχή ζῆ, ὑπάρχει καί παραμένει ἀθάνατη. Εἶναι πνευματική ὑπόσταση, αἰώνια καί μεταφέρεται στόν ἀόρατο κόσμο τῶν πνευμάτων.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, σάν φιλόστοργη μητέρα, δέν εἶναι μόνο γιά ὅσους ζοῦν στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά καί γιά τά παιδιά της πού πέθαναν καί ἡ ψυχή των εὑρίσκεται στόν πνευματικό κόσμο.
Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι βασική ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Σάν συνέχεια αὐτοῦ τοῦ δόγματος εἶναι καί μία ἄλλη διδασκαλία στενά ἑνωμένη μέ τήν προηγούμενη. Εἶναι ἡ διδασκαλία περί τῆς ἀνταποδόσεως, τῆς κρίσεως. Ὁ Θεός θά κρίνει τούς ἀνθρώπους σύμφωνα μέ τά ἔργα των.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός καί ἔνοχος μπροστά στήν θεία δικαιοσύνη, γιά μικρές ἤ μεγάλες ἁμαρτίες. Τό σοβαρότερο καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά εὑρίσκεται πάντα ἕτοιμος γιά τήν ἄλλη ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται πάντοτε γιά τήν σωτηρία τῶν παιδιῶν της. Ἀγωνίζεται νά καταρτίζει ἁγίους, γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πολλοί ὅμως ἄνθρωποι πεθαίνουν μέ ὁρισμένες ἀτέλειες καί ρύπους, ὄχι γιατί ἦσαν ἄπιστοι καί ἀσεβεῖς, ἀλλά ἀπό ἀδυναμίες ἴσως νά ἦλθε καί ὁ θάνατος ξαφνικά καί ἔφυγαν ἀτελεῖς καί ἐλαττωματικοί στήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα.
Ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται βοηθός καί παρήγορος καί γι’ αὐτές τίς ψυχές. Παράδοση Ἀποστολική, ἀρχαία, νά προσφέρονται δῶρα καί προσφορές, κεριά, λιβάνια, κανδήλια, ὑπέρ τῶν νεκρῶν. «Δεκτά γάρ ταῦτα Θεῷ καί πολλήν φέροντα τήν ἀντίδοσιν», λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «Ἄς φροντίσομε γιά τήν ὠφέλεια τῶν νεκρῶν μας. Ἄς τούς δώσομε τήν πρέπουσα βοήθεια, ἐλεημοσύνες καί προσφορές, γιατί αὐτό τούς δίδει πολλή ἀνακούφιση καί κέρδος καί ὠφέλεια. Γιατί αὐτά δέν νομοθετήθηκαν στήν τύχη ἀλλά ἀπό τούς πανσόφους Μαθητές καί Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου παρεδόθησαν στήν Ἐκκλησία, νά μνημονεύει ὁ ἱερέας πάνω στά ἄχραντα Μυστήρια τούς πιστούς πού ἐκοιμήθησαν», λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί προσθέτει πώς «ὅσοι λησμονοῦν καί ἀποφεύγουν νά τελέσουν τά νενομισμένα στούς νεκρούς των θά ἔχουν εὐθύνη καί ἁμαρτία».
Τά μνημόσυνα, λειτουργίες, ἐλεημοσύνες καί ὅσα ἄλλα γίνονται γιά τούς νεκρούς, ἔχουν μεγαλύτερη σημασία γιά κείνους πού πέθαναν σέ πολέμους, συμφορές καί καταστροφές, σέ ἐρημιές, σέ θάλασσες, μέ θανάτους διαφόρους, καί μάλιστα ὅταν δέν εἶχαν κανένα δικό τους νά ἐνδιαφερθῆ γιά τήν ψυχή των.
Ἡ Ἐκκλησία μνημονεύει «τῶν ἀπό περάτων κεκοιμημένων πατέρων καί ἀδελφῶν», γιατί γνωρίζει τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί ὅτι «νικᾶ τό φιλάνθρωπον».
Ἡ στοργή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς νεκρούς εἶναι καί μέγα μάθημα γιά τούς ζῶντες, γιατί τούς καλεῖ σέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός των, στήν μετάνοια καί στήν σταθερή προετοιμασία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς των στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: https://agiazoni.gr/