Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ὅπως ὁ μαθητὴς ἔχει προσόντα, ὁ στρατιώτης προσόντα, ὁ καθένας ἔχει προσόντα, καὶ δὲν προσλαμβάνεται κανείς στὶς ὑπηρεσίες ἐὰν δὲν ἔχῃ ἕνα ὡρισμένο ἀριθμὸ προσόντων, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ τὰ προσόντα τοῦ Χριστιανοῦ. Ποιά εἶνε αὐτά; Τὰ προσόντα τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε·
Πρῶτο – πρῶτο ἡ ῥίζα τῶν ἀρετῶν.

Ὁ Χριστιανὸς εἶνε ἕνα σύνολο, μία σύνθεσις ἀρετῶν. Ἡ πρώτη ἀρετή, ἡ ῥίζα, ποιά εἶνε; Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ τὸ δένδρο τῆς ἀρετῆς, ποὺ ποτίζει μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὰ αἵματα ἡ πίστις μας, τὸ δένδρο αὐτὸ τῆς ἀρετῆς ποὺ θάλλει αἰωνίως, ἔχει μιὰ ῥίζα, ἀγαπητοί. Καὶ ὅσο πιὸ βαθειὰ εἶνε αὐτὴ ἡ ῥίζα, τόσο στερεώτερος εἶνε ὁ Χριστιανὸς καὶ τόσο ὡραιότερος καὶ εὐπρεπέστερος καὶ ἰδανικώτερος εἶνε στὸν κόσμο αὐτόν. Ἡ ῥίζα τοῦ δένδρου αὐτοῦ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ ταπείνωσις. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶνε ταπεινὸς. Κἂν σοφός, κἂν φιλόσοφος, κἂν ποιητής, κἂν ταξιδεύσῃ σὲ ὅλο τὸ πλάτος τοῦ κόσμου, κἂν πετάξῃ ἐπάνω στοὺς ὁρίζοντες, πρέπει νὰ εἶνε ταπεινός. Θυμᾶστε τί ψάλλουμε στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας; «Ἐμνήσθην τοῦ προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός…». Τί εἶσαι, ἄνθρωπε, ὁπουδήποτε καὶ ἂν φθάσῃς; μιὰ χούφτα χῶμα καὶ στάχτη.

 

Ταπεινὸς λοιπόν. Ἡ ταπείνωσις πρέπει νὰ διακρίνῃ τὸν Χριστιανό. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τῆς ταπεινώσεως ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας. Ἐὰν ἁμαρτάνῃ ―καὶ ἁμαρτάνει ὁ Χριστιανός, διότι δὲν μπορεῖ νὰ εἶνε ἀναμάρτητος κανείς ἐπὶ τῆς γῆς―· ἐὰν ἁμαρτάνῃ αὐτός, ἐὰν ἁμαρτάνῃ ἡ γυναίκα του, ἐὰν ἁμαρτάνουν τὰ παιδιά του, ἐὰν ἁμαρτάνῃ ἡ κοινωνία, αὐτὸς πρέπει νὰ κλαίῃ καὶ νὰ θρηνῇ. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. 5,4).

Ὁ Χριστιανὸς ἀκόμα πρέπει νὰ εἶνε πρᾶος καὶ εἰρηνικός (βλ. Ματθ. 5,5). Ἀλλὰ ὑπὸ ἕναν ὅρο· πρᾶος καὶ εἰρηνικός, ὅταν χτυποῦν καὶ ἀδικοῦν τὸν ἴδιο. Ὅταν ὅμως βλέπῃ στὴ γειτονιά του, στὸ ἐργοστάσιο, στὸ γραφεῖο του, στὴν κοινωνία, τὴν ἀδικία, τότε πρέπει νὰ γίνῃ λέων. Δὲν εἶσαι Χριστιανός, ἐὰν δὲν ἀγωνίζεσαι νὰ ἐπικρατήσῃ στὸν κόσμο ἡ δικαιοσύνη. «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην…» (Ματθ. 5,6). Αὐτὸ ἐμᾶς μᾶς ἔλειψε. Δὲν ἔχουμε δίψα «δικαιοσύνης». Ὅταν ἀδικῆται τὸ ἄτομό μας, ὁ ἑαυτός μας, γινόμεθα θηρία· ὅταν ἀδικῆται ἡ χήρα, τὸ ὀρφανό, ὁ κόσμος ὁ φτωχὸς καὶ ἐγκατελειμμένος ποὺ δὲν ἔχει συνηγόρους καὶ ἰσχυροὺς νὰ τὸν ὑπερασπίσουν, ἀδιαφοροῦμε. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶνε πρᾶος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀγωνιστὴς καὶ νὰ διψᾷ τὴν δικαιοσύνη.

Ὁ Χριστιανὸς ἀκόμη πρέπει νὰ εἶνε εἰρηνοποιός, νὰ ῥίχνῃ γέφυρες καὶ νὰ ἑνώνῃ τὰ χάσματα. Ὅπως ὅταν φτάσουμε σὲ ἕνα μέρος ἀδιαπέραστο, ἁπλώνουν γέφυρα καὶ περνοῦμε, ἔτσι στὸν κόσμο αὐτόν, ποὺ τὸν χωρίζουν ἰδεολογίες καὶ συμφέροντα καὶ μίση, πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶνε ἡ ἕνωσις τῶν διεστώτων, ἀνατολῆς καὶ δύσεως, πρέπει νὰ εἶνε ἡ γέφυρα ποὺ θὰ ἑνώνῃ κόσμους ἀντιμαχομένους. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5,9).

Ὁ Χριστιανὸς ἀκόμα πρέπει νὰ ἔχῃ κάτι ἄλλο. Νὰ εἶνε σὰν τὰ χιόνια. Ὅπως τὸ χιόνι πού ᾿νε πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου δὲν τὸ πατᾶνε πόδια ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶνε πεντακάθαρο, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νὰ εἶνε καθαρά. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).

Ὁ Χριστιανὸς ἐπίσης πρέπει νά ᾿χῃ ἕνα ἄλλο προσόν. Νὰ εἶνε ὑπομονετικός. Βράχος. Ὅπως ὁ βράχος μέσα στὸ πέλαγος δὲ φοβᾶται τὴ θάλασσα, ἀλλὰ ἐξέχει μέσα στὸ ἄγριο πέλαγος καὶ μένει πάνω ἀπὸ τὰ ἀφρισμένα κύματα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς στὶς θλίψεις πρέπει νὰ ἔχῃ ἀνδρεία, νὰ εἶνε ἀνδρεῖος.

Τέλος ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶνε ἕτοιμος γιὰ θυσία. Ἕτοιμος νὰ πεθάνῃ ὄχι στὸ κρεβάτι του, ἀλλ᾿ ἐπάνω στὸ πεδίο τῆς τιμῆς, νὰ θυσιάσῃ τὴ ζωή του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτά εἶνε τὰ προσόντα, τὰ διαμάντια στὸ περιδέραιο ποὺ πρέπει νὰ στολίζῃ κάθε χριστιανικὴ ψυχή.

Aπο το βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», εκδοση Β΄, 2008, σελ. 6