Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
Ὁ ἀμερικανός συγγραφέας Τζέι Μάκ Ἴνερνι στό βιβλίο του «Φῶτα Ὁλόφωτα – Πόλη Μεγάλη» μέ ἐμπνευσμένο τρόπο ‘κουρελιάζει’ τούς μύθους τῆς δῆθεν ‘ἐλεύθερης’ καί δῆθεν ‘γλυκιᾶς’ ζωῆς τῆς σύγχρονης νεολαίας στήν Νέα Ὑόρκη. Τό βιβλίο τελειώνει μέ μιά σκηνή, πού λέει πολλά:
Ὁ πρωταγωνιστής σέρνει τά πόδια του γιά τό σπίτι του, Κυριακή πρωί, μετά ἀπό ἕνα διήμερο πάρτυ, πλούσιο σέ ἀλκοόλ καί ναρκωτικά. Πεινάει σάν λύκος, γιατί ἔχει νά φάει ἀπό τήν Παρασκευή τό βράδυ. Παρ’ ὅλη τήν αἱμορραγία στήν μύτη, πλησιάζοντας σέ κάποιο φοῦρνο, μυρίζεται φρέσκο ψωμί. Ζητιανεύει λίγο ψωμί, ἀφοῦ οἱ τσέπες του εἶναι ἀδειανές. Τελικά τοῦ πετᾶνε λίγο ψωμί, ἀφοῦ τοῦ πάρουν τό μόνο πρᾶγμα κάποιας ἀξίας πού ἔχει ἐπάνω του: τά γυαλιά του!… Ἀρχίζει νά τρώει μέ βουλιμία. Ἡ πρώτη μπουκιά κολλάει στό στόμα του καί πνίγεται.
Καί ὁ συγγραφέας καταλήγει μέ τήν φράση: «Θά πρέπει νά φάει πιό ἀργά. Θά πρέπει νά τά μάθει ὅλα ἀπό τήν ἀρχή».
* * *
Στίς 8 Ἰουλίου γιορτάζουμε τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου. Πρίν γίνει Χριστιανός, ὡς νεαρός στήν Ἀντιόχεια, γλεντοῦσε τήν ζωή του. Εἶχε γίνει ἀξιωματικός, ἀφοῦ ἡ μαμά του «λάδωσε» μέ πολύ χρυσάφι τόν βασιλιά. Καί αὐτός, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ βασιλιά, κυνηγοῦσε τούς Χριστιανούς. Μόνο πού, ἐπειδή – σάν μαμόθρεφτο – δέν ἄντεχε τήν ζέστη τῆς ἡμέρας, ἔβγαινε γιά καταδίωξη τήν νύχτα…
Κάποια νύχτα, ἔξω ἀπό τήν Ἀπάμεια τῆς Συρίας εἶχε μιάν ἀπροσδόκητη συνάντηση. «Σκόνταψε» μπροστά σ’ Ἑκεῖνον πού κυνηγοῦσε! Τοῦ φανερώθηκε ἕνας φωτεινός Σταυρός. Καί ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ νά τοῦ συστήνεται: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ἐσταυρωμένος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ»!
Τότε ὁ νεαρός εἰδωλολάτρης ξύπνησε! Καί ὅταν «μυρίστηκε» ὅτι βρῆκε «τόν Ἄρτον τόν Ζῶντα τόν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάντα», ἔδωσε ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε …γιά νά Τόν ἀγοράσει! Πῶς; Ἔδωσε κατ’ ἀρχήν ἕνα μεγάλο ποσό, γιά νά φτιάξει ἕνα ὁλόχρυσο Σταυρό. Ἔτσι ἔβγαλε ἀπό τά μάτια του τά παραμορφωτικά «γυαλιά» τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας, Πέταξε τά «γυαλιά», πού τόν τύφλωναν καί δέν τόν ἄφηναν νά ἰδῆ καθαρά τό ἀληθινό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί κοιτώντας τόν Σταυρό ἄρχισε νά συνειδητοποιεῖ
• τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά τούς ἀνθρώπους·
• καί τήν ὀλέθρια δύναμη τῆς ἁμαρτίας.
Καί μέ τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀπαρνήθηκε, ὄχι μόνο τίς ἐπίγειες ἡδονές, ἀλλά καί τό ἴδιο τό σῶμα του. Ὑπέφερε φρικτά μαρτύρια γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Καί μετά τόν ἀποκεφάλισαν ἔξω ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης.
* * *
• Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού καταλαβαίνει ὅτι τά πάθη του εἶναι τά χειρότερα παραμορφωτικά «γυαλιά», πού τόν ἐμποδίζουν νά ἰδῆ καθαρά τόν Χριστό καί νά δεχθῆ τόν λόγο Του.
• Ἀκόμη πιό μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, πού κατάλαβε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή τοῦ κόσμου. Καί ὅτι μόνον Αὐτός εἶναι ὁ Ζωντανός Ἄρτος, πού μπορεῖ νά χορτάσει τόν ἄνθρωπο καί νά γεμίσει τήν καρδιά του.
• Τρισμακάριος – τέλος – εἶναι ἐκεῖνος, πού θυσιάζει τά πάντα, γιά νά μπορεῖ νά τρέφεται συνεχῶς μέ τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, μέσα στόν Μυστικό Δεῖπνο τῆς Θείας Λειτουργίας.