Ἡ ἀνάσταση. Πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Χριστὸς ἀνέστη! Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας μαρτυρεῖ σαφῶς, ὅτι ἡ ἐπαγγελμένη σωτηρία τοῦ κόσμου ὁλοκληρώθηκε. Ἡ χάρις ἔλαμψε. Ἡ κατάρα ἔσβησε. Ὁ ἅδης νεκρώθηκε. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ κάθε κατάρα, γιατί ἔγινε ὁ ἴδιος γιὰ μᾶς κατάρα καὶ πέθανε ἐπάνω στὸ Σταυρό, θυσία καὶ προσφορὰ ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Ἔτσι σήμερα, ὅπως ἄνοιξε ὁ Ζωοδόχος Τάφος τοῦ Σωτῆρος, ἔτσι ἄνοιξε καὶ ὁ ὥς σήμερα κλεισμένος παράδεισος, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ποὺ ἡ ἁμαρτία τῶν προπατόρων καὶ οἱ δικές μας εἶχαν καταστήσει ἀπρόσιτη σέ μᾶς.
Κανεὶς δὲν πρέπει πλέον νὰ ἀπελπίζεται. Μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα πρέπει νὰ προσεγγίζουμε τὸν Ἐλεήμονα Κύριό μας, μὲ τὴ βεβαιότητα, ὅτι θὰ μᾶς δεχθεῖ, ὅπως δέχθηκε τὸν τελώνη, τὸν ληστή, τὴν πόρνη. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγὴ χαρᾶς. Ἀληθινῆς χαρᾶς. Γιὰ κοιτάξετε, πόσο φῶς ρίχνει στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς, πόσο φωτίζει καρδιὰ καὶ διάνοια.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐγγύηση ὅτι καὶ μεῖς θὰ ἀναστηθοῦμε. Εἶναι ἕνας ἀρραβώνας. Ἡ πίστη μας στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ μνηστεία. Ἡ μνηστεία μας μὲ τὴν αἰώνια ζωή. Τώρα ὁ ἀρραβώνας. Στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας θὰ γίνει ὁ γάμος. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ ζήσεται», εἶπε ὁ Κύριος (Ἰωάν. 11,25). Ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὴν ἀρχή. Θὰ ἀκολουθήσουμε. «Πρῶτον ὁ Χριστός· ἔπειτα οἱ τοῦ Χριστοῦ», λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Κορ. 15,23).
Πόσο θλιβερὴ θὰ ἦταν ἡ ζωή μας χωρὶς τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς μας! Τί εἶναι ὁ τάφος χωρὶς τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως; Σκοτάδι, Ἀπελπισία. Πίκρα. Ἀπογοήτευση. Τί δίνει ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Χαρά. Ἐλπίδα. Φῶς. Θάρρος. Ἐνθουσιασμό. Πόσο δίκιο ἔχουν οἱ Πατέρες μας, ποὺ ὕμνησαν τὸν ἀναστάντα Σωτήρα Χριστὸ μὲ τὰ λόγια: «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τῷ προϊόντι Χριστῷ ἐκ τοῦ μνήματος ὡς Νυμφίῳ. Καὶ συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις τάξεσι Πάσχα Χριστοῦ τὸ σωτήριον».
Τώρα εἴμαστε στὸ δρόμο. Βαδίζομε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ εἴμαστε ξένοι καὶ πάροικοι. Ἐδῶ εἶναι τόπος ἑτοιμασίας. Πατρίδα μας εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων. Ἐδῶ σπέρνομε. Ἐδῶ ἐργαζόμαστε μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μας. Θλιβόμαστε. Κοπιάζομε. Τοὺς καρποὺς θὰ τοὺς δρέψουμε εἰς «τὰς αἰωνίους μονάς», στὸ Παράδεισο. Φαίνεται, πὼς ἡ ζωὴ στὴ γῆ περνάει τόσο γοργά, σὰν χείμαρρος. Σβήνει πρὶν προφθάσεις νὰ τὴν καταλάβεις. Πρὶν τὴν γευθεῖς. Καὶ ὅμως. Γιὰ ὅσους πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ γαλήνη καὶ ἡ παρηγοριὰ τῆς γλυκιᾶς χαραυγῆς τῆς κοινῆς ἀναστάσεως τῆς αἰωνίου ζωῆς φωτίζει καὶ τὶς καρδιές, καὶ τὶς διάνοιες καὶ τὰ ζοφερὰ σκοτάδια, ποὺ ἁπλώνει γύρω τους ἡ παγωνιὰ τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς σαρκολατρικῆς ζωῆς! Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ στὴν ἀνάστασή Του, ξέρει, ὅτι οἱ δίκαιοι τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο καὶ θὰ εἶναι ἔνδοξοι σὰν θεοί.
Γι’ αὐτὸ στὸν ὡραῖο του λόγο γιὰ τὴν ἀνάσταση, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐρωτᾶ: «Ποῦ σου θάνατε, τὸ κέντρον», δηλ. τὸ δηλητήριο, τὸ φαρμάκι σου; Ἔσβησε. Χάθηκε. Ὥς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ πίκρα ἦταν δική μας. Τώρα ἡ πίκρα εἶναι τοῦ ἅδη, δηλ. τοῦ διαβόλου. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅδης πικράθηκε. Πικράθηκε, γιατί καταργήθηκε. Πικράθηκε, γιατί ἐμπαίχθηκε. Πικράθηκε! Πικράθηκε! «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Φωτίζου, Φωτίζου λοιπόν, ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ.
Πῶς μετὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴ γεμίζει χαρὰ τὸ στόμα μας καὶ εὐφροσύνη ἡ καρδιά μας, ὅταν ἔστω καὶ ἁμαρτωλοί, ψάλλουμε τό «Χριστὸς ἀνέστη»; Δυὸ μόνο λέξεις. Καὶ ὅμως, πόσο μιλᾶνε στὴ καρδιὰ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ! Δυὸ λέξεις. Ἀλλὰ τί μήνυμα μᾶς μεταφέρουν! Πόσοι αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ ἀντήχησαν ἀπὸ ἀγγέλου στόμα! Δύο χιλιάδες χρόνια. Καὶ ὅμως. Τὸ μήνυμά τους εἶναι πάντοτε νέο, χαροποιό, ἀπαράμιλλο, μοναδικό.
Τὸ μήνυμα τῆς ἀναστάσεως εἶναι τὸ μήνυμα καὶ ἡ βεβαίωση τῆς σωτηρίας. Εἶναι ἡ ἀσφάλεια καὶ ἡ ἐγγύηση τῆς σωτηρίας. Εἶναι ἕνα μήνυμα, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Σταυρὸ Του «κατέλυσε τὸν θάνατον», ἔθραυσε τὶς πύλες τοῦ ἅδη καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς δεσμίους του, ποὺ δέθηκαν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου ἐκεῖ, ἐπειδὴ εἶχαν δεθεῖ μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ σαρκολατρείας ἐδῶ.
Πόσοι προφῆτες καὶ βασιλεῖς ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Πόσοι νοσταλγοῦσαν τὴν ἀνάσταση! Καὶ ὅμως, οὔτε τὰ ἄκουσαν οὔτε τὰ εἶδαν. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε στοὺς ἀποστόλους Του: «Ὑμῶν, ὅμως, εἶναι μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί, διότι τὰ βλέπουν». Καὶ γιὰ μᾶς εἶπε: «Καί σᾶς, εἶναι μακάρια τὰ ὦτα (τὰ αὐτιά σας), διότι ἀκοῦτε» τὸ κήρυγμα τῆς ἀναστάσεως, τὸ Χριστὸς Ἀνέστη.
Ἡμέρα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀνάσταση, ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως. Ἡμέρα σωτηρίας εἶναι ἡ Ἀνάσταση, ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως. Πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡμέρα χαρᾶς. Χαρᾶς ἐσωτερικῆς. Χαρᾶς βαθειᾶς. Χαρᾶς ἀναφαιρέτου. Χαρᾶς ἁγιασμένης καὶ πεπληρωμένης. Τὸ προφητικὸ παράγγελμά μας τὸ λέει σαφῶς: «Αὕτη ἡ ἡμέρα Κυρίου. Ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ».
Χαίρετε, ἀδελφοί, χαίρετε. Τὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου δὲν ἦταν μόνο γιὰ τὴν ἁγνὴ Παρθένο. Ἦταν καὶ γιά μᾶς. Καὶ γιὰ ὅλα τὰ τέκνα τοῦ ἐπουρανίου Πατρός μας. «Ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ: ἁγνὴ Παρθένε, χαῖρε! Καὶ πάλιν ἐρῶ: Χαῖρε! Ὁ σὸς Υἱὸς ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου». Χαίρετε, διότι ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ δύση τοῦ θανάτου Του στὸ Σταυρό, «καὶ αὖθις ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος, δικαιοσύνης ἡμῖν ἐλαμψεν Ἥλιος». Ἄδυτος πλέον. Φῶς ἀνέσπερο. «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει. Θάνατος Αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει.» Χαίρετε, ἀδελφοί. Ὁ Χριστός, ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, ἔστειλε τοὺς δούλους Του στὶς πλατεῖες καὶ τὰ σταυροδρόμια νὰ προσκαλέσουν τοὺς πάντες (χωλούς, ἀναπήρους, τυφλούς, παραλύτους κ.λπ.) στὸ δεῖπνο Του, ὥς ὅτου πληρωθεῖ ὁ οἶκος Του! Δέχεται τοὺς πάντες, ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἔνδυμα γάμου, δηλ. μετάνοια.
Μὲ ποιὰ ἐπίγεια χαρὰ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως, ἡ χαρὰ ποὺ μᾶς φυτεύει στὴ ψυχὴ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως; Ἰδοὺ τί προσδοκῶ: Ἀνάσταση νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Προσδοκῶ νὰ γίνω κληρονόμος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ μέτοχος τῆς Θείας δόξης (Ρωμ. 8,18).
«Αὕτη ἡ ἡμέρα Κυρίου. Ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφθρανθῶμεν ἐν αὐτῇ».
Ναί, ἀδελφοί. Πρέπει νὰ χαίρομαι. Νὰ χαίρουμε ὅλοι. Νὰ σκιρτᾶμε ἀπὸ χαρὰ ὁλόκληροι. Καὶ χαίροντες, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο. Νὰ ὑμνολογοῦμε τὸν Αἴτιον τῆς Ἀναστάσεως, τὸν μόνον εὐλογητὸ τῶν Πατέρων Θεόν, τὸν ὑπερένδοξοξον Ἰησοῦ Χριστό, διὰ τὸ μέγα καὶ ἄπειρον ἔλεός Του. Καὶ νὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἀνάστασή Του. Καὶ μὲ πίστη ὀρθή, μὲ ἀγάπη θερμή, μὲ ἐλπίδα ἀκλινῆ, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στοῦ Χριστοῦ τὴ μορφή, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης καρδίας, μὲ καρδιὰ ποὺ πιστεύει ἀκράδαντα καὶ χείλη ποὺ ὁμολογοῦν χωρὶς δισταγμούς, νὰ ψάλλουμε τό, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους, γλυκύτατο μελώδημα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ Χριστὸς ἀνέστη.