Των Τριών Ιεραρχών η εορτή είναι στις 30 Ιανουαρίου 2020. Η εκκλησία μας θέσπισε και γιορτάζει τη μνήμη των αγίων συνήθως τη μέρα της επετείου του θανάτου τους. Στις 30 Ιανουαρίου όμως δεν πρόκειται για μνήμη, αλλά για κοινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών: Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αφορμή για την καθιέρωση της κοινής γιορτής των τριών «μεγίστων φωστήρων της τρισηλίου θεότητος» υπήρξε μια διαμάχη (Στάση) για το ποιος από τους τρεις επιφανείς Ιεράρχες υπήρξε ο επικρατέστερος.
Τριών Ιεραρχών: Η διαμάχη αυτή δημιουργήθηκε μεταξύ «των ελλογίμων (αξιότιμων, μορφωμένων) και ενάρετων ανδρών», στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118).
Άλλοι θεωρούσαν τον Ιερό Χρυσόστομο ως σπουδαιότερο από τους δύο άλλους, άλλοι το Μέγα Βασίλειο και άλλοι τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο.
Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις παρατάξεις: των Ιωαννιτών, των Βασιλεϊτών και των Γρηγοριτών, που καθεμιά αντιστρατευότανε τις δύο άλλες.
Στη διαμάχη αυτή έδωσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, που ανέλαβε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες
Πρότεινε λοιπόν, κατά προτροπή των Τριών Ιεραρχών, που τους είδε σε οπτασία (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη διήγησή του ο ιερός Συναξαριστής) να συσταθεί κοινή γιορτή και για τους τρεις.
Η πρόταση αυτή όχι μόνο ικανοποίησε τις τρεις αντιμαχόμενες παρατάξεις, αλλά βρήκε και πλατιά απήχηση στο κοινό αίσθημα του λαού.
Έτσι καθιερώθηκε και γιορτάζεται μέχρι σήμερα η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, που ιδιαίτερα τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και εκτιμά ο φιλόθρησκος λαός μας.
Όπως ήταν φυσικό, μετά την καθιέρωση της κοινής γιορτής κόπασε ο σάλος και σταμάτησε η διαμάχη ανάμεσα στο λαό, που από τότε και μετά θεωρεί τους Τρεις Ιεράρχες ως ισότιμους κατά τη χάρη, τη σοφία και την αγιότητα.
Τριών Ιεραρχών – Ιστορία
Διότι στις μεγάλες και εξέχουσες αυτές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας μας, που τα πνευματικά τους αναστήματα κοσμούν και λαμπρύνουν πραγματικά το στερέωμα της Ελληνοχριστιανικής Παιδείας, συναντιούνται, σ’ ένα θαυμάσιο και απαράμιλλο αρμονικό συνδυασμό, η Ελληνική μόρφωση και η γενικότερη φιλοσοφική κατάρτιση με τη γνήσια κι ανόθευτη Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία.
Από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ίσως και παλαιότερα, υπήρχε το έθιμο: η γιορτή των Τριών Ιεραρχών να θεωρείται και σαν γιορτή της Παιδείας.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτό το παλιό έθιμο η Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών αποφάσισε το 1841, η γιορτή των Τριών Ιεραρχών της Εκκλησία και Οικουμενικών διδασκάλων, να θεωρείται και σαν γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων, πράγμα που αργότερα αναγνώρισε με σχετική νομοθεσία και η Πολιτεία.
Ο άριστος σύνδεσμος των δύο γιορτών: των 3 Ιεραρχών και των Ελληνικών Γραμμάτων, ήταν τόσο επιτυχή, όσο και η σύζευξη της Χριστιανικής πίστεως με την Ελληνική μόρφωση, που συνδύαζαν θαυμάσια ο (ουρανοφάντωρ) Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος (που για τη θαυμαστή θεολογική του σκέψη επωνομάστηκε) ο Θεολόγος και ο Ιωάννης (που ονομάστηκε) Χρυσόστομος… προσωνύμια που κανένας άλλος άνθρωπος δεν πήρε μέχρι σήμερα.
Την αξία, αλλά και το μέγεθος της σπουδαιότητας, που είχε η σύζευξη των δύο αυτών γιορτών μας το δίνει ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Έλεγε, λοιπόν, στον πανηγυρικό του λόγο, στις 30 Ιανουαρίου 1881, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο αείμνηστος καθηγητής:
«Ο νεώτερος Ελληνισμός ταυτίσας την εορτή των Γραμμάτων μετά της εορτής των Τριών Ιεραρχών, απέδειξε πόσο ευκρινή είχε την συνείδησιν του χαρακτήρος, δι ου ηθέλησε να περιβάλη την εθνικήν ημών εκπαίδευσιν, καθ’ ότι, ετόνισε, παιδεία και πίστις, πίστις και παιδεία υπήρξαν οι δύο πόλοι, περί ους έδει να στρέφεται η πνευματική και εθνική ημών διάπλασις».
Αρμονικότερη συνύπαρξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, σ’ όλη τους την επιβλητικότητα και τελειότητα, δεν παρουσιάστηκε μέχρι σήμερα στην παγκόσμια ιστορία.
Τριών Ιεραρχών και Εκκλησία
Γι’ αυτό πολύ δίκαια η γιορτή των τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε και παρέμεινε ως γιορτή της Ελληνοχριστιανικής μας παιδείας -άριστα πρότυπα και σοφοί δάσκαλοι της οποίας υπήρξαν οι Τρεις Ιεράρχες- κορυφαίες, άγιες μορφές της Εκκλησίας μας.
Διότι, τόσο ο Μέγας Βασίλειος, όσο ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δεν ήταν μόνο οι μεγάλοι δάσκαλοι της Χριστιανοσύνης, αλλά και τα πρότυπα άξιων ποιμεναρχών, ενδόξων θεολόγων, μεγάλων μορφών και πατέρων της Εκκλησίας μας, οικουμενικών διδασκάλων και σοφών Ιεραρχών.
Υπήρξαν πραγματικά, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας: «οι μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας» που, με τα νάματα της θεογνωσίας τους, πότισαν ολόκληρη την οικουμένη. Αποτελούν δε άριστα υποδείγματα: αρετής, αγάπης και καθήκοντος προς τον Θεό και τον πλησίον.