Τέτοια ἑπομένως, εἶναι ἡ βασική «μαρτυρία» γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ: μία πρόσκληση γιά ἄμεση ἐμπειρία (ἀλλά ὄχι ἀναγκαστικά γιά ἐμπειρίες). Ὅμως, ἐνῶ δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν λογικές ἀποδείξεις γιά τή θεία πραγματικότητα, ὑπάρχουν ὁρισμένοι «δεῖχτες». Στόν κόσμο γύρω μας ὅπως ἐπίσης μέσα μας, ὑπάρχουν γεγονότα, πού ζητοῦν μίαν ἑρμηνεία, ἀλλά πού μένουν ἀνερμήνευτα, ἄν δέν ἀφεθοῦμε στήν πίστη σ’ ἕνα προσωπικό Θεό. Τρεῖς τέτοιοι δεῖχτες πρέπει ν’ ἀναφερθοῦν ἰδιαίτερα.
«Τό Καλαμπόκι ἦταν Ἀνατολή καί Ἀθάνατο Σιτάρι πού ποτέ δέν θάπρεπε νά θεριστεῖ, μήτε ποτέ εἶχε σπαρθεῖ. Νόμιζα πώς ἦταν ἐκεῖ αἰώνια. Ἡ Σκόνη καί οἱ Πέτρες τοῦ Δρόμου ἦταν πολύτιμα σάν Χρυσάφι… Τά Πράσινα Δένδρα, ὅταν τά πρωτοεῖδα μέσα ἀπό μία Πύλη μέ γήτεψαν καί μέ μάγεψαν• ἡ Γλύκα τους καί ἡ ἀλλόκοτη Ὀμορφιά τους ἔκαναν τήν καρδιά μου νά πηδήξει, καί σχεδόν τρελός ἀπό Ἔκσταση πού ὑπῆρχαν τέτοια περίεργα καί θαυμάσια Πράγματα…» Ἡ ἀντίληψη τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Thomas Traherne γιά τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου μπορεῖ νά παραλληλιστεῖ μέ πολυάριθμα κείμενα ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Ἐδῶ π.χ. εἶναι τά λόγια του Πρίγκηπα Vladimir Monomakh τοῦ Κιέβου:
Κοίταξε τόν οὐρανό, τόν ἥλιο καί τή σελήνη καί τ’ ἀστέρια, τό σκοτάδι καί τό φῶς, καί τή γῆ πού εἶναι ἁπλωμένη πάνω στά νερά, πῶς εἶναι ρυθμισμένα, Κύριε, ἀπό τήν πρόνοιά σου!
Κοίταξε τά διάφορα ζῶα καί τά πουλιά καί τά ψάρια πῶς στολίζονται μέ τή στοργική σου φροντίδα, Κύριε! Καί γι’ αὐτό τό θαῦμα, ἐπίσης ἀποροῦμε: πῶς ἔχεις δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή σκόνη καί πόσο διαφέρουν στήν ἐμφάνιση τ’ ἀνθρώπινα πρόσωπα: ἀκόμη κι ἄν μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε ὅλους τους ἀνθρώπους ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε ἕνας μέ τήν ἴδια ἐμφάνιση ἀλλά ὁ καθένας, μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἔχει τή δική του ἐμφάνιση. Ἄς θαυμάσουμε ἀκόμη πῶς τά πουλιά τ’ οὐρανοῦ φεύγουν ἀπ’ τόν παράδεισό τους: δέ μένουν σέ μία χώρα ἀλλά φεύγουν δυνατά καί ἀδύνατα μαζί, πρός ὅλες τίς χῶρες στήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, σ’ ὅλα τά δάση καί τούς ἀγρούς.
Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτές τίς ἐρωτήσεις κάθε ἄλλο παρά φανερή εἶναι. Τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐξαιρετικά πλατιά• ὁ καθένας ἀπό μᾶς ξέρει πολύ λίγα γιά τόν ἀληθινό καί βαθύ ἑαυτό του. Μέ τίς ἐξωτερικές κι ἐσωτερικές ἀντιληπτικές μας ἱκανότητες, μέ τή μνήμη μας καί μέ τή δύναμη τοῦ ἀσυνειδήτου, ἐκτεινόμαστε πάνω ἀπ’ τό διάστημα, ἁπλωνόμαστε πρός τά πίσω καί πρός τά ἐμπρός μέσα στό χρόνο, καί φτάνουμε περ’ ἀπ’ τό χῶρο καί τό χρόνο μεσ’ τήν αἰωνιότητα. «Μέσα στήν καρδιά εἶναι ἀπύθμενα βάθη», βεβαιώνουν οἱ Ὁμιλίες τοῦ ἁγ. Μακαρίου. «Δέν εἶναι παρά ἕνα μικρό σκεῦος: κι ὅμως ὑπάρχουν ἐκεῖ δράκοι καί λιοντάρια καί δηλητηριώδη πλάσματα καί ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς κακίας: ἄγρια, ἀπότομα μονοπάτια ὑπάρχουν ἐκεῖ καί ἀνοιχτά χάσματα. Ἐκεῖ ἐπίσης ὑπάρχει ὁ Θεός, ὑπάρχουν οἱ ἄγγελοι, ὑπάρχει ζωή καί Βασιλεία, ὑπάρχει φῶς καί οἱ Ἀπόστολοι, οἱ οὐράνιες πολιτεῖες καί οἱ θησαυροί τῆς χάριτος: τά πάντα ὑπάρχουν ἐκεῖ»
Μ’ αὐτό τόν τρόπο ἔχουμε ὁ καθένας μέσα στή δική μας καρδιά, ἕνα δεύτερο «δείχτη» Τί σημαίνει ἡ συνείδησή μου; Ποιά εἶναι ἡ ἑρμηνεία γιά τήν αἴσθηση τοῦ ἀπείρου ποὺ ἔχω; Μέσα μου ὑπάρχει κάτι πού, συνέχεια, μέ κάνει νά κοιτάζω περ’ ἀπ’ τόν ἑαυτό μου. Μέσα μου φέρνω μία πηγή θαύματος, μία πηγή γιά μία συνεχῆ αὐτοϋπέρβαση.
Γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς -ἴσως μία ἤ δύο φορές μόνο σ’ ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς μας- ἔχουν ὑπάρξει ξαφνικές ἀποκαλυπτικές στιγμές, ὅπου μᾶς φανερώθηκε ἡ πιό βαθειά ὕπαρξη καί ἡ ἀλήθεια ἑνός ἄλλου, καί ἀποκτήσαμε ἐμπειρία τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς σάν νά ἦταν δική μας. Καί αὐτή ἡ συνάντηση μέ τήν ἀληθινή προσωπικότητα ἑνός ἄλλου εἶναι, γι’ ἄλλη μία φορά, μία ἐπαφή μέ τό ὑπερβατικό καί τό ἄχρονο, μέ κάτι πιό δυνατό ἀπ’ τό θάνατο. Τό νά ποῦμε στόν ἄλλο, μ’ ὅλη μας τήν καρδιά, «Σ’ ἀγαπῶ», εἶναι σάν νά λέμε, «Δέν θά πεθάνεις ποτέ». Σέ τέτοιες στιγμές προσωπικῆς μετοχῆς ξέρουμε, ὄχι ἀπό ἐπιχειρήματα ἀλλ’ ἀπό ἄμεση βεβαιότητα, ὅτι ὑπάρχει ζωή περ’ ἀπ’ τό θάνατο. Γι’ αὐτό στίς σχέσεις μας μέ ἄλλους, καθώς καί στήν ἐμπειρία μας μέ τούς ἑαυτούς μας, ἔχουμε στιγμές ὑπερβατικότητας πού μαρτυροῦν ὅτι κάτι βρίσκεται πιό πέρα. Πῶς θά μπορέσουμε νά εἴμαστε πιστοί σ’ αὐτές τίς στιγμές καί νά τίς νοιώθουμε;
Αὐτοί οἱ τρεῖς «δεῖχτες» – στόν κόσμο γύρω μας, στόν κόσμο μέσα μας, καί στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις- μποροῦν νά βοηθήσουν ὅλοι μαζί, σάν ἕνας τρόπος προσέγγισης, φέρνοντάς μας στό κατώφλι τῆς πίστης στό Θεό. Κανείς ἀπ’ αὐτούς τούς «δεῖχτες» δέν ἀποτελεῖ μία λογική ἀπόδειξη. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ἄλλη ἐκλογή; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ φανερή τάξη στό σύμπαν εἶναι ἁπλή σύμπτωση, ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι μόνο τό ἀποτέλεσμα τοῦ κοινωνικοῦ ἐθισμοῦ, καί ὅτι, ὅταν ἡ ζωή σ’ αὐτό τόν πλανήτη τελικά ἐκλείψει, ὅλ’ αὐτά πού τό ἀνθρώπινο γένος ἔχει ζήσει ὡς ἐμπειρίες καί ὅλες οἱ δυνατότητές μας θά εἶναι σάν νά μήν εἶχαν ὑπάρξει ποτέ; Μία τέτοια ἀπάντηση μοῦ φαίνεται ὄχι μόνο καθόλου ἱκανοποιητική καί ἀπάνθρωπη, ἀλλά καί τρομερά παράλογη.
Εἶναι βασικό στοιχεῖο στό χαρακτήρα μου σάν ἀνθρώπου νά ψάχνω παντοῦ γιά σημαντικές ἑρμηνεῖες. Τό κάνω αὐτό καί μέ τά μικρότερα πράγματα στή ζωή μου: δέν θά τό κάνω μέ τά μεγαλύτερα; Ἡ πίστη στό Θεό μέ βοηθάει νά καταλάβω γιατί ὁ κόσμος θάπρεπε νἄναι ὅπως εἶναι, ὄχι μόνο μέ τήν ὀμορφιά του ἀλλά καί μέ τήν ἀσχήμια του• γιατί θάπρεπε νἄμαι ὅπως εἶμαι, ὄχι μόνο μέ τήν εὐγένειά μου ἀλλά καί μέ τήν εὐτέλειά μου καί γιατί θάπρεπε ν’ ἀγαπῶ τούς ἄλλους, βεβαιώνοντας τήν αἰώνιαν ἀξία τους. Δίχως τήν πίστη στό Θεό δέν μπορῶ νά δῶ ἄλλη ἑρμηνεία γιά ὅλ’ αὐτά. Ἡ πίστη στό Θεό μέ κάνει ἱκανό ν’ ἀντιλαμβάνομαι τά πράγματα, νά τά βλέπω σάν ἕνα σύνολο ἁρμονικό, μ’ ἕνα τρόπο πού τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μοῦ τό δώσει. Ἡ πίστη μέ κάνει ἱκανό νά κάνω ἀπό τά πολλά τό ἕνα.