Ο συκοφαντημένος επίσκοπος
ΣΕ ΤΡΙΑΝΤΑ μίλια απόσταση από τη Ρώμη βρισκόταν ή μικρή πόλη Ρωμίλλα.
Κάποτε μερικοί κάτοικοι της Ρωμίλλας κατηγόρησαν τον ενάρετο επίσκοπό τους στον πάπα της Ρώμης Αγαπητό (535-536), λέγοντας ότι χρησιμοποιεί για το φαγητό τούτο άγιο δισκάριο.
Αμέσως ο πάπας, έκπληκτος απ’ αυτό πού άκουσε, έστειλε κι έφεραν τον επίσκοπό δεμένο και πεζό στη Ρώμη Τον έκλεισε αμέσως στη φυλακή.
Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Τη νύχτα του Σαββάτου ο πάπας βλέπει κάποιον στον ύπνο του νά του λέει:
Αύτή την Κυριακή δεν θα λειτουργήσεις ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος, αλλά ο φυλακισμένος επίσκοπος. Εκείνος θέλω νά λειτουργήσει”.
Επειδή ο πάπας δυσπιστούσε, ή φωνή ακούστηκε για δεύτερη και για τρίτη φορά: “Σου είπα πώς ο φυλακισμένος επίσκοπος θα λειτουργήσει”!
Όταν ξύπνησε ο πάπας, κάλεσε τον επίσκοπο και τον ρώτησε:
Ποια εΙναι ή πνευματική σου εργασία; Είμαι αμαρτωλός, απάντησε εκείνος. Επειδή δεν φανέρωνε τίποτ’ άλλο, ο πάπας του είπε:
Σήμερα εσύ θα λειτουργήσεις. Ο επίσκοπος υπάκουσε.
‘Όταν λοιπόν παραστάθηκε στο ιερό θυσιαστήριο και συμπλήρωσε την ευχή της προσκομιδής, πριν νά πει την τελική αγιαστική ευχή
άρχισε για δεύτερη, για τρίτη και για τέταρτη φορά την άγία αναφορά.
τι συμβαίνει; ρώτησε ο πάπας.
Γιατί άρχισες τέσσερις φορές την ευχή και δεν την ολοκλήρωσες;
Συγχώρεσέ με, απάντησε ο επίσκοπος, αλλά δεν είδα, όπως συνήθως, την επιφοίτηση του Άγίου Πνεύματος. “Αν θέλεις, απομάκρυνε από το θυσιαστήριο το διάκονο πού κρατάει το ριπίδιο, γιατί εγώ δεν τολμώ νά το! το πω.
‘Όταν ο διάκονος απομακρύνθηκε, τότε και ο πάπας και ο επίσκοπος είδαν αμέσως την παρουσία του Άγίου Πνεύματος. Άλλά συνέβη και τούτο: το καταπέτασμα, πού βρισκόταν πάνω από το ιερό θυσιαστήριο, σηκώθηκε μόνο του και σκέπασε τον πάπα, τον επίσκοπο και όλους τούς διακόνους μαζί με το άγιο θυσιαστήριο για τρεις ώρες!
Τότε κατάλαβε ο ιερός ‘Αγαπητός πώς ο επίσκοπος ήταν πολύ ενάρετος και πώς είχε συκοφαντηθεί.
Η διόρθωση της παρατυπίας
ΚΑΠΟΙΟΣ γέροντας, καθαρός και άγιος, κάθε φορά πού λειτουργούσε, έβλεπε αγγέλους δεξιά κι αριστερά του.
Αυτός είχε παραλάβει την τάξη της λειτουργίας από τούς αιρετικούς, κι επειδή ήταν άπειρος στα θεία δόγματα,
έλεγε τις ευχές της αναφοράς με απλότητα και ακακία, χωρίς νά ξέρει ότι τις λέει εσφαλμένα.
Κάποτε όμως, από οικονομία Θεού, τον επισκέφθηκε ένας αδελφός πού γνώριζε καλά τα θεία δόγματα.
Ο αδελφός ήταν διάκονος, κι έτυχε νά παρευρεθεί την ώρα πού ο γέροντας λειτουργούσε.
Διαπίστωσε λοιπόν το λάθος και του είπε:
Αυτά πού λες, πάτερ, στη λειτουργία δεν είναι της ορθοδόξου πίστεως.
Ο γέροντας όμως, επειδή έβλεπε την ώρα εκείνη αγγέλους, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια του.
μα ο διάκονος επέμενε νά ελέγχει την κακοδοξία:
Σφάλλεις, καλόγερε. .Η Εκκλησία δεν τα παραδέχεται αυτά.
Τότε ο γέροντας, βλέποντας την επιμονή του διακόνου, ρώτησε σε κάποια λειτουργία τούς αγγέλους πού τον παράστεκαν: Τι είναι αυτά πού μου λέει ο διάκονος;
Καλά σου λέει, απάντησαν εκείνοι’ νά τα παραδεχθείς.
και γιατί τόσον καιρό δεν μου το λέγατε εσείς; – Γιατί ο Θεός έτσι οικονόμησε: ο άνθρωπος να διορθώνεται από ανθρώπους.
‘Από τότε ο γέροντας διορθώθηκε, ευχαριστώντας το Θεό και το διάκονο.
«Προσφέρων και Προσφερόμενος»
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ησυχαστής, συγγραφέας του βιβλίου «Νηπτική θεωρία», διηγείται την ακόλουθη θαυμαστή εμπειρία του:
Ενώ λειτουργούσα μαζί με το γέροντά μου, είδα σε όραμα τον Κύριο ‘Ιησού Χριστό.
Φορούσε αρχιερατική στολή και ιερουργούσε σύμφωνα με την τάξη της ‘Εκκλησίας.
Παραδόξως όμως, αυτός ήταν και «ο Προσφέρων και ο προσφερόμενος». στη λειτουργία συμμετείχαν και μερικοί από τη συνοδεία του γέροντά μου.
Δύο απ’ αυτούς είχαν τα πρόσωπα ολόλαμπρα από τη θεία χάρη, σαν πρόσωπα αγγέλων. Το σχήμα, το πολυσταύρι και ο σταυρός πού κρατούσαν, άστραφταν πιο δυνατά κι από την αστραπή!
Λειτουργούσε μαζί μας κι ένας διάκονος. την ώρα πού ο διάκονος μνημόνευε τα ονόματα των χριστιανών, έσκυψε σπλαχνικά προς το μέρος του ο Χριστός και είπε: “, Ας εΙναι κι αυτοί μαζί μου στη βασιλεία μου’.
“Βλέποντας μπροστά μου τον γλυκύτατο ‘Ιησού, έκλαιγα από χαρά και θαύμαζα, γιατί αξιώθηκα ν’ απολαύσω τη θέα Του.
Κι όταν τον ασπάσθηκα ατό πανάχραντο στήθος Του, ένιωσα νά λειώνω σαν κερί από την πολλή κατάνυξη και τα δάκρυα.
Πήρα τότε θάρρος και του είπα κλαίγοντας: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Κι αμέσως ακούω τον ‘Ιησού με τη μελίρρυτη γλώσσα Του νά μου λέει: ‘” Ας γίνει όπως είπες’.
Ύστερα συνήλθα από το όραμα. Εκείνη όμως τη μέρα, κάθε φορά πού το θυμόμουν, ή καρδιά μου πλημμύριζε από κατάνυξη”.