Τρία νέα χαρακτηριστικά της αμαρτίας
     Από τότε πού ό άνθρωπος έπεσε  στην πρώτη αμαρτία, από τότε ν’ πού μέσα στον παράδεισο αθέ­τησε την εντολή του Θεού, εισήλθε στον κόσμο το κακό. Ό πρώτος άνθρωπος, πού πλάσθηκε από τον Δημιουργό του σε κατάσταση χάριτος και αναμαρτησίας, έριξε τον εαυτό του στην κατάσταση της αμαρτίας και της φθοράς και κατέληξε στο θάνατο. Και όλοι οι απόγονοι των Πρωτοπλάστων στη συνέχεια, όλοι οι άνθρωποι μέχρι σήμερα, κληρονομούμε τη δική τους ασθένεια και ζούμε υποταγμένοι στο νόμο της αμαρτίας- όλοι κυ­ριαρχούμαστε από τη φθορά και κατα­λήγουμε στο θάνατο.


     Αυτό γινόταν μέχρι τότε πού ήλθε στον κόσμο ό Υιός του Θεού, ό Κύριος Ιησούς Χριστός, ό μόνος αναμάρτητος, πού με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του νίκη­σε την αμαρτία και τη φθορά- πάτησε τον θάνατο και μάς έδωσε τη δυνατότητα να νικούμε και μείς την αμαρτία, να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά Του και να πο­ρευόμαστε προς τη μακαριότητα της αιω­νίου ζωής στη Βασιλεία Του.
    Αλλά ενώ έχει πλέον δοθεί αυτή ή υπέροχη δυνατότητα, δεν την εκμεταλλευόμαστε όλοι. Επιμένουμε και μετά τον ερχομό τού Χριστού στη ζωή της αμαρτίας και γινόμαστε έτσι εχθροί τού εαυτού μας, πού ζητούμε οι ’ίδιοι την καταστροφή και την αιώνια καταδίκη μας.
     Το θλιβερό και παράδοξο είναι ότι την υποταγή μας στην αμαρτία στις μέρες μας την εργαζόμαστε συστηματικά και ανυποχώρητα και στην κατά παράδοσιν Ορθόδοξη Χριστιανική πατρίδα μας, με τρόπους μάλιστα πού δεν υπήρχαν στο παρελθόν.
     Σήμερα νομιμοποιήθηκε ή αμαρτία με νόμους πού έρχονται σε μετωπική σύγ­κρουση με τον άγιο νόμο τού Θεού και ψηφίσθηκαν από τη Βουλή της χώρας μας, πού το Σύνταγμά της έχει ως προ­μετωπίδα την επίκληση τού φοβερού Ο­νόματος της Αγίας Τριάδος και παραδέ­χεται ότι «επικρατούσα θρησκεία είναι ή θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τού Χριστού». Πώς τόλμησε ή Βουλή αυτής της χώρας να νομιμοποι­ήσει το φοβερό έγκλημα των εκτρώσεων, τον φόνο αθώων και ανυπεράσπιστων υπάρξεων μέσα στα σπλάχνα των μη­τέρων τους, ενώ ό νόμος τού Θεού δίνει ρητή την εντολή- «ού φονεύσεις»; Πώς αποποινικοποιεί ό νόμος μας το βαρύτατο αμάρτημα της μοιχείας, ενώ ό άγιος νόμος τού Θεού συνιστά- «ού μοιχεύσεις»;
     Άλλα υπάρχει και κάτι ακόμη χειρότερο πού γίνεται τα τελευταία χρόνια στην πα­τρίδα μας. Με την ανοχή ή και με την ενίσχυση των αρχόντων μας, οι άνθρω­ποι πού παραβαίνουν όχι μόνο τον άγιο νόμο του Θεού, αλλά επιπλέον και αυτούς τούς νόμους της φύσεως και πέ­φτουν στο βδελυκτό αμάρτημα της ομοφυλοφι­λίας, διαφημίζουν χωρίς ντροπή τη φοβερή εκτρο­πή τους, υπερηφανεύονται γι’ αυτήν και παρελαύ­νουν προκλητικά ατούς δρόμους των μεγάλων πό­λεων μας. Αυτή ή έκτροπή, πού μέχρι το 1990 ό Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τη θεωρούσε ασθένεια, ενώ ακόμα και άνθρωποι χωρίς κάποια θρησκευ­τικότητα την καταδίκαζαν με αποτροπιασμό, τώρα όχι απλώς είναι ανεκτή, αλλά καλύπτεται και νομοθετικά και διδάσκεται στα παιδιά μας ως «μία άλλη επιτρεπτή και κατά πάντα αποδεκτή σεξουαλική κατεύθυνση, πού χαρακτηρίζει την ιδιαι­τερότητα κάποιων συνανθρώπων μας». Επιπλέον δε επιτρέπεται ή οργάνωση δημοσίων εκδηλώσεων και «εορτών υπερηφάνειας» γι’ αυτό πού απαξιώνει τον άνθρωπο και καταρρακώνει την άξιοπρέπειά του.
Νομοθετική κάλυψη της αμαρτίας! Και υπερηφάνεια γι’ αυτήν!
     Το δεύτερο είναι χειρότερο από το πρώ­το. Υπάρχει και ένα τρίτο, πού είναι χει­ρότερο από το δεύτερο. Είναι το να αμαρτάνεις και να απαγορεύεις να σου πουν ότι αυτό πού κάνεις δεν είναι κατόρθωμα πού δικαιολογεί υπερηφάνεια, αλλά έκτροπή πού εγκυμονεί κινδύνους και κατα­στροφή! Όποιος δεν εγκρίνει τον τρόπο της ζωής σου, να λες ότι είναι ρατσιστής και πρέπει γι’ αυτό να καταδικαστεί. Να μην καταδικαστεί ή αμαρτία, να μην καταδικαστεί το κακό, αλλά να καταδικαστεί αυτός πού το ελέγχει.
     Μάλιστα! Να μην πούμε ότι ή μοιχεία δι­αλύει την οικογένεια. Να μην πούμε ότι ή έκτρωση είναι φόνος. Τότε να μην πούμε ότι και ή κλοπή είναι αμαρτία, αλλά ότι για κάποιους είναι «τρόπος ζωής», πού πρέ­πει «να τον σεβασθούμε ως μια ιδιαιτερότητα» της προσωπικότητάς τους, και αν την καταδικάσου­με, θα πρέπει εμείς να καταδικασθούμε!
Μήπως με όλα αυτά ό αποστερημένος κόσμος μας προσπαθεί να κοιμί­σει την ταραγμένη συνεί­δησή του; Μήπως μάς επιβάλλεται νέος τρόπος σκέψεως και ζωής; Διότι: Αν ή αμαρτία μας είναι «νόμιμη», δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε. Αν μά­θουμε να τη διαπράττουμε με υπερηφάνεια, δεν θα ντρεπόμαστε πια γι αυτήν.
    Και αν είμαστε έτοιμοι να καταδικάσου­με όποιον επιχειρήσει να μάς ξυπνήσει, νομίζουμε ότι θα καταφέρουμενα καθη­συχάσουμε τη συνείδησή μας, ώστε να μη μάς ενοχλεί. Αλλά τότε δεν θα υπάρχει πια καμιά ελπίδα σωτηρίας.
Άς μην παρασυρόμαστε.
    Ή αμαρτία είναι παρανομία.
    Ή αμαρτία πρέπει να φέρνει ντροπή.
    Ή αμαρτία πρέπει να ελέγχεται.
     Για να ξυπνά, να οδηγείται στη μετάνοια και να έχει ελπίδα σωτηρίας ό αμαρτωλός άν­θρωπος, για τον όποιο σταυρώθηκε ό Θεός. Για να έχει ελπίδα ή δύσμοιρη πα­τρίδα μας, πού δεν υπακούει πια σ’ Αυτόν πού μέχρις έσχατων τη δόξαζε, αλλά σ’ αυτούς πού μέχρι σήμερα την εκμεταλλεύονται, την ταπεινώνουν και την πο­δοπατούν.