Κωνσταντίνου Αν. Σπυρόπουλου
φοιτητή Θεολογίας
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε πως κάθε Κυριακή πρωί συντελείται ένα ταξίδι στην ψυχή του κάθε πιστού. Φθάνοντας κάποιος στην εκκλησία και παρακολουθώντας τον αναστάσιμο-κυριακάτικο όρθρο, ταξιδεύει νοητά στα Ιεροσόλυμα. Βλέπει τον άγγελο καθήμενο στον λίθο του μνήματος, ακούει με τις μυροφόρες το «οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ’ ἠγέρθη», εισέρχεται στο μνήμα με τον Πέτρο και τον άλλο μαθητή και αντικρίζει το σουδάριο, βγαίνει και κηρύττει «τὸν τῆς ἀναστάσεως λόγο» ότι «ἀνέστη ὁ Κύριος», του εμφανίζεται ο Κύριος στη σύναξη των αποστόλων, και αν απιστήσει, επιβεβαιώνει την πίστη του μαζί με τον Θωμά.
Κάθε Κυριακή πρωί λοιπόν, ο χριστιανός ζει το γεγονός της Ανάστασης και καλείται να καταστεί κήρυκας του Ευαγγελίου, όχι με γνωσιολογικά κριτήρια, αλλά με το προσωπικό χριστιανικό βίωμα. Γίνεται αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας και αναφωνεί με τον «ηγαπημένο μαθητή», «ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν, ὅ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλομεν ὑμῖν» (Α’ Ιωαν. 1,2-3).
Αυτό είναι ο ορισμός του χριστιανού. Ο χριστιανός για να είναι όντως χριστιανός χρειάζεται το βίωμα, όλη του η ζωή να είναι συνυφασμένη με τη χριστιανική του ιδιότητα. Να μιλά και να καταλαβαίνουν πως είναι χριστιανός, να περπατά και αυτοί που δεν τον γνωρίζουν να λένε, «να ένας χριστιανός»! Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, κατά τη διάρκεια των διωγμών, τους μάρτυρες τους ρωτούσε ο διοικητής, «πώς σε λένε;», και ο μάρτυρας απαντούσε, «χριστινός είμαι!», ρωτούσε «από πού είσαι;», λάμβανε την ίδια απάντηση, και σε όποια άλλη ερώτηση και αν του γινόταν, εκείνος με γενναίο φρόνημα απαντούσε «χριστιανός είμαι».
Δυστυχώς σήμερα, είμαστε κατ’ επίφαση χριστιανοί, ή στην καλύτερη περίπτωση τα πρώτα δέκα λεπτά που ακολουθούν τον εκκλησιασμό ή την ανάγνωση κάποιου πνευματικού βιβλίου. Το πρόβλημα των ημερών μας εδράζεται στην απουσία του εκκλησιαστικού-χριστιανικού βιώματος. Διότι αν είχαμε αυτό το βίωμα όλα τα καθημερινά, υλικά, ηδονικά πράγματα δεν θα είχαν καμία σημασία και θα μπορούσαμε να ξεστομίσουμε τον μεστό από έμπρακτο χριστιανικό βίωμα Παύλειο λόγο, «ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21).
Για να αποκτήσουμε αυτό το σωτήριο βίωμα είναι ανάγκη να γυρίσουμε, όπως ο άσωτος υιός, στο Θεό Πατέρας μας και την μητέρα μας την αγία Εκκλησία. Να σταματήσει η αποστασία, εξαιτίας της οποίας οδηγηθήκαμε σε αυτήν την κατακρήμνιση της κοινωνίας μας αλλά και της προσωπικής ύπαρξης του καθενός. Ας αφουγκραστούμε τον προφήτη Ησαΐα, ο οποίος ελεγκτικά φωνάζει «οὐαὶ τέκνα ἀποστάται» (Ησ. 30,1), και αμέσως μετά να ακούσουμε «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ησ. 40,3), τον Πρόδρομο και Βαπτιστή, απ’ τα βάθη της ερήμου του Ιορδάνη που κηρύσσει μετάνοια!
Μετάνοια χρειαζόμαστε! Μετάνοια για τις αμαρτίες μας, για τις στεναχώριες που ποτίσαμε τους αδελφούς μας, για τις αδικίες που διαπράξαμε ορμώμενοι από εγωκεντρικά και φίλαυτα αισθήματα. Η οδός της σωτηρίας, του χριστιανικού δηλαδή βιώματος, το οποίο θα μας δώσει τη δυνατότητα να γίνουμε μυροφόροι στον τάφο του Ζωοδότη Χριστού, να Τον αντικρίσουμε με τους αποστόλους και να Τον ψηλαφίσουμε μαζί με το Θωμά, είναι η Μετάνοια, η Εξομολόγηση και η θεία Ευχαριστία! Τότε θα μπορούμε ειλικρινά να φωνάξουμε απ’ τα βάθη της καρδιάς μας, με τον απόστολο Παύλο, «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20)!