Το σωματίδιο του Θεού,ο Δημιουργός Θεός και η Ορθόδοξη πίστη.

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου-χημικούΙδιαίτερα δυσάρεστη εντύπωση μας προκάλεσε η ανακοίνωση Μητροπολίτου της Ελλαδικής Εκκλησίας σχετικά με την ανακάλυψη του σωματιδίου του Θεού στο πείραμα του CERN .

Το όνομα «σωματίδιο του Θεού» δόθηκε στο αναζητούμενο σωματίδιο με την έννοια ότι είναι το πρώτο που εμφανίζεται στο σύμπαν και η εμφάνισή του συμβάλλει αποφασιστικά στη Μεγάλη Έκρηξη, με την οποία δημιουργήθηκε το σύμπαν. Άρα, είναι το σωματίδιο που «χρησιμοποίησε ο Θεός» για τη Δημιουργία.
Πρόκειται για μια ονομασία καθαρά συμβολική. Στο πείραμα του CERN δεν… αναζητείται ο Θεός, ούτε πρόκειται να ανακαλυφθεί ο Θεός με τις μεθόδους της φυσικής, όπως δεν ανακαλύπτεται η ομορφιά ή η αγάπη, η δικαιοσύνη ή η ελπίδα με αυτές τις μεθόδους.
Ο Σεβασμιότατος κυριολεκτικά άστραψε και βρόντηξε κατά των επιστημόνων του CERN λέγοντας πως προσπαθούν να μας πείσουν για την «νοημοσύνη» του σωματιδίου και για μια ερμηνεία του κόσμου που δεν λαμβάνει υπόψιν την ύπαρξη του Θεού.
Διαβάζοντας κάποιος το κείμενο του Σεβασμιότατου διαπιστώνει για μια ακόμα την ύπαρξη του περίφημου χάσματος μεταξύ της Επιστήμης και της Θρησκείας, που δυστυχώς συνεχίζεται να καλλιεργείται εκ μέρους μερίδας του Ορθοδόξου κλήρου. Πρόκειται για ένα χάσμα το οποίο θέλει τις δύο πλευρές να είναι ασυμβίβαστες αφού από τη μία στέκεται ο Ορθολογισμός και η θετική γνώση και από την άλλη η θρησκευτική προκατάληψη.
Η διαμάχη επιστήμης και πίστης
Η διαμάχη επιστημόνων και θεολόγων ή εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για την προέλευση του σύμπαντος και της γήινης ζωής ταλαιπώρησε την ευρωπαϊκή διανόηση σε όλο το διάστημα των νεώτερων χρόνων. Ήταν μια διαμάχη για την εξουσία της «πίστης» ή του «ορθού λόγου», που ξεκίνησε το μεσαίωνα με τη διεκδίκηση των επιστημόνων να ερευνούν χωρίς το φόβητρο της Ιεράς Εξέτασης.
Τα πρώτα βήματα στην κήρυξη του πολέμου είχαν γίνει από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με την καταδίκη των προσπαθειών των πρωτοπόρων της νεώτερης αστρονομίας (απαγόρευση από τον πάπα του Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών του Κοπέρνικου το 1593, καταδίκη του Γαλιλαίου το 1632), ενώ η επιστήμη εκδικήθηκε, αρχικά με τους διαφωτιστές, που συχνά στρατεύθηκαν με ένταση κατά της Εκκλησίας (όπως ο Βολταίρος), και, το 19ο αιώνα, με τη θεωρία του Δαρβίνου, που χρησιμοποιήθηκε ως όπλο στον αγώνα. Το συγκεκριμένο χάσμα προέκυψε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και είναι άμεσα συνδεδεμένο με την πορεία της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Ο θετικισμός και η λογική που τον συνοδεύει ως προς την ερμηνεία του φυσικού κόσμου ξεκινά ήδη από την εποχή του Σχολαστικισμού και τον Θωμά τον Ακινάτη και διαμέσου, της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού διέγραψε τη δική του ιστορική πορεία. Φυσικά, η εν λόγω διαμάχη μεταφυτεύθηκε με επιτυχία και στην καθ’ ημάς Ανατολή, με τους δήθεν «διαφωτισμένους» να αναζητούν παρόμοια σχήματα καταπίεσης και δογματισμού και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή είναι και το πιο σημαντικό στοιχείο, που δυστυχώς ο μητροπολίτης φαίνεται ή να αγνοεί η ηθελημένα να αποκρύπτει. Επίσης παραβλέπει το ότι η φυσική ασχολείται με την επιστημονική εξήγηση του κόσμου, απαντά δηλαδή στο «πως» δημιουργήθηκε ο κόσμος και όχι στο «γιατί». Το δεύτερο, είναι δουλειά της φιλοσοφίας και της θρησκείας και καλό είναι τα δύο να μη συμπλέκονται. Δεν ενοχλεί λοιπόν την Εκκλησία καμία επιστημονική ανακάλυψη Σεβασμιότατε και είναι τουλάχιστον ανόητη η επίκληση στη…νοημοσύνη του σωματιδίου, το οποίο οι επιστήμονες ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι από μόνο του κατασκεύασε τον κόσμο.
Γνωρίζετε Σεβασμιότατε ότι , ότι η Φυσική,με τους επιστημονικούς της υπηρέτες έχει δηλώσει σαφώς και τελεσιδίκως, ότι « μπορεί να φθάσει μέχρι το 10 στην -43 sec πριν το σημείον 0 της μεγάλης έκρηξης, γιατί πίσω από αυτό το σημείο καταργούνται τα Μαθηματικά και η Φυσική και επομένως αυτό είναι αποκλειστικότητα μόνο του Θεού;
Ωστόσο η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) για την προέλευση του σύμπαντος ήταν μια έκπληξη: θυμίζει τόσο πολύ την Αγία Γραφή (δημιουργία του κόσμου από το μηδέν), ώστε το 1951 ο πάπας τη χαιρέτισε με ενθουσιασμό! Οι επιστήμονες που την υποστήριζαν κατηγορήθηκαν ότι την επινόησαν για να «αποκαταστήσουν το χριστιανισμό», που η διεθνής επιστημονική κοινότητα καμάρωνε για την κατάργησή του στα μυαλά των «λογικών ανθρώπων» (Simon Singh, Big Bang, εκδ. Τραυλός 2005, σελ. 414-419).
Από ορθόδοξη σκοπιά, το πρόβλημα έχει λυθεί ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας την αρχή της Γένεσης στις περίφημες Ομιλίες εις την Εξαήμερον με τη βοήθεια όλων των επιστημονικών γνώσεων της εποχής του, είπε: «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται τι των παραδόξων εξευρεθή» (δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγιναν.( Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10

Ο Δημιουργός Θεός και διάκριση επιστήμης και πίστης στον Ορθόδοξο κόσμο
Η Ορθόδοξη Θεολογία ανέκαθεν διδάσκει , ότι ο Θεός δίνει συνεχώς ύπαρξη, δηλ. συγκρατεί το σύμπαν ανά πάσα στιγμή.
«Όταν μιλάμε για Δημιουργό Θεό, δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για την «εκκίνηση» της Δημιουργίας , αλλά και για τη συνέχιση του σύμπαντος να διατηρεί την υπόσταση του χωροχρόνου του, «εκ του μηδενός», με βάση τις ενέργειες του Θεού, τις οποίες εμείς βιώνουμε ως «νόμους των πιθανοτήτων» εξ αιτίας της συνέπειας με την οποία Εκείνος ενεργεί στον κόσμο. (ΙΚ)
Ο Χριστιανισμός θεωρεί, ότι Αυτός ο Θεός, δεν έπλασε απλώς κάποτε στο παρελθόν το σύμπαν και το παράτησε, αλλά συνεχίζει να ενεργεί σε αυτό, δίνοντάς του υπόσταση κάθε στιγμή.Είναι ΕΞΩΚΟΣΜΙΚΟΣ ΘΕΟΣ και όχι ΕΝΔΟΚΟΣΜΙΚΟΣ,όπως υποστηρίζουν οι παγανιστικές θρησκείες.
Στην αρχαία χριστιανική παράδοση, δηλαδή τη σκέψη των αγίων των πρώτων χιλίων χρόνων και στη συνέχεια της ορθόδοξης Εκκλησίας, η Αγία Γραφή δεν αντιμετωπίστηκε ως πηγή πληροφόρησης για τη δημιουργία του κόσμου. Η γνώση σ’ αυτόν τον τομέα θεωρήθηκε πάντα αντικείμενο της φιλοσοφικής – επιστημονικής έρευνας.
Ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί ότι η Γένεση όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία του κόσμου, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική έρευνα: «Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη× … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (Γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά [τα στοιχεία της φύσεως κατά τους αρχαίους] και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά… τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα), βλ. Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3.
Στο χριστιανισμό υπήρχε πάντα σαφής διαχωρισμός επιστήμης και πίστης. Απορρίφθηκε βέβαια η παρέμβαση του ενός χώρου στον άλλο, δηλαδή η απόπειρα κατοχής του Θεού με τα εργαλεία της φιλοσοφίας (ή, σήμερα, της επιστήμης), ενώ η προσπάθεια της θεσμικής Εκκλησίας να ποδηγετήσει την επιστημονική έρευνα ήταν κάτι άγνωστο στον πατερικό χώρο. Συνέβη μόνο στη διαστρεβλωμένη χριστιανοσύνη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα.
Το βιβλίο λοιπόν της Γένεσης δεν είναι βιβλίο κοσμολογίας ούτε βιολογίας. Δε θέλει να δώσει γνώση του πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, αλλά να θέσει κάποιες θεολογικές αρχές, με βάση τις οποίες προτείνει την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου και της σχέσης ανθρώπου-κόσμου και ανθρώπου-Θεού. Τέτοιες αρχές είναι π.χ. ότι δεν υπάρχουν πολλοί θεοί, αλλά ένας, ότι τα άστρα, η γη, τα ζώα, τα δέντρα κ.τ.λ. δεν είναι θεοί, αλλά δημιουργήματα, ότι ο άνθρωπος ξεκίνησε από μια ζωή σχέσης με το Θεό, τον οποίο αποστράφηκε, κ.τ.λ.
Έτσι, σε μας η Γένεση δεν έχει προφανώς να προσφέρει γνώση για τα γεγονότα της κοσμογονίας, στο κοινό όμως, στο οποίο αρχικά απευθύνθηκε, είχε να προσφέρει και τέτοια γνώση
Όμως, παραδόξως, οι αναφορές της Γένεσης στα ίδια τα γεγονότα της κοσμογονίας έχουν αναλογίες με τις προτάσεις τις σύγχρονης επιστήμης για το πώς έγιναν τα πράγματα. Οι αναλογίες αυτές είναι δευτερεύουσες και μπορεί να παραπλανήσουν κάποιους, κάνοντάς τους να νομίσουν πως αυτές είναι που πρέπει να τονιστούν, ενώ το ζητούμενο είναι η αγιότητα του ανθρώπου. Έχουν ωστόσο σημασία, γιατί χτυπούν ένα καμπανάκι που λέει ότι θα ήταν καλό να προσέξουμε τη Γένεση.
Το αποκορύφωμα της αναλογίας ανάμεσα στη Γένεση και τη σημερινή επιστήμη είναι η περιγραφή της δημιουργίας των γήινων όντων (κεφ. 1), που ακολουθεί μια σειρά σχηματική βέβαια, αλλά επιστημονικά σωστή: α) φυτά (χόρτα και δέντρα), β) από το νερό «βγαίνουν» τα ερπετά, τα κήτη και τα πουλιά, γ) από τη γη «βγαίνουν» θηλαστικά και ερπετά (ξανά, γιατί οι δεινόσαυροι έχουν χαθεί), δ) ο άνθρωπος.
Υπάρχει βέβαια και μια ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΑ: ο ήλιος, η σελήνη και τα άλλα ουράνια σώματα φαίνεται να δημιουργούνται την τέταρτη μέρα κι όχι την πρώτη, όπως θα περίμενε ο αναγνώστης! Ο Μέγας Βασίλειος δίνει την εξής θεολογική εξήγηση: ο Μωυσής –συγγραφέας της Γένεσης κατά την παράδοση– θέτει τον ήλιο κ.τ.λ. στο μέσον του δημιουργικού χρόνου, γιατί οι αναγνώστες του ζούσαν ανάμεσα σε ισχυρούς ηλιολάτρες. Ήθελε έτσι να τονίσει ότι πρωταρχική πηγή του φωτός και δημιουργός της ζωής δεν είναι ο ήλιος, αλλά ο Θεός –επομένως, ότι ο ήλιος δεν είναι θεός.
Μια επιπλέον εξήγηση είναι ότι γράφει σαν παρατηρητής, που βλέπει να γίνονται «ο ουρανός, η Γη και πάντα τα εν αυτή». Ο ίδιος βλέπει τα ουράνια σώματα την τέταρτη μέρα, όταν ξεκαθαρίζει ο ουρανός από τα πυκνά νέφη της εξάτμισης των υδάτων. Γνωρίζει όμως ότι ημέρα και νύχτα υπάρχουν από την πρώτη μέρα (εννοείται ότι η επτά «ημέρες» δεν είναι 24ωρα: «είτε ημέρα πεις, είτε αιώνας, το ίδιο πράγμα είναι», Μ. Βασίλειος).
Συμπέρασμα.
Η ανακάλυψη του σωματιδίου του Θεού πάντως δεν έχει να πει τίποτε απολύτως για το αν υπάρχει Θεός Δημιουργός ή όχι. Απλώς θα εξηγήσει πώς έγιναν τα πράγματα, αφήνοντας όμως κατά μέρος το “γιατί” έγιναν και το “από ποιον” έγιναν.
«Εκείνο όμως που δεν θα βρεθεί μέσα από την επιστήμη είναι ο ψηλαφητός Θεός με τις αισθήσεις.» (Μητροπολίτης Μεσογαίας).
Για την ύπαρξη του Θεού, και για την Τριαδική ταυτότητά Του δεν υπάρχει αμφιβολία.
Η βεβαιότητα αυτή προκύπτει από το φαινόμενο της αγιότητας, που υπάρχει στον κόσμο μέχρι και σήμερα και φανερώνει πώς γίνεται κάποιος, όταν ενώνεται με το Θεό.
Οι ορθόδοξοι Άγιοι μας διδάσκουν ότι ο μόνος τρόπος να γνωρίσουμε το Θεό, είναι να καθαρίσουμε την καρδιά μας από ό,τι μας εμποδίζει να αγαπήσουμε. Αυτή η κάθαρση της καρδιάς είναι που κάνει τον άνθρωπο να έχει «πείραν Θεού» (εμπειρία της παρουσίας του Θεού στη ζωή του). Αν η καρδιά μας είναι γεμάτη εγωισμό, μίσος ή περιφρόνηση η καρδιά μας κλείνει και αφήνει το Θεό απέξω.