Σε μια Εκκλησία του Γαλατά στην Πόλη, όπου συχνάζουν οι ναυτικοί και ταξιδιώται ν’ ανάψουν το κεράκι τους για τους δικούς τους και το καλό ταξείδι προς τις φουρτουνιασμένες θάλασσες του Πόντου. Εκεί τη Μεγάλη Σαρακοστή του 195… πήγε να λειτουργήση και να ξομολογήση τους Χριστιανούς κάποιος Γέρων Πνευματικός, για πρώτη φορά επισκεπτόμενος την Πόλη.

Ο τακτικός εφημέριος, εξυπηρετών και άλλην Εκκλησίαν εις γειτονικόν Αγίασμα, αφού τον κατετόπισε εις τα του Ιερού βήματος, του έδωσε δε και μερικές δεκάδες ονομάτων «ζώντων και τεθνεώτων», τον ωδήγησε εις συνεχόμενον σκοτεινόν Παρεκκλήσιον, και αφού του έδειξε μικράν κλίμακα ανερχομένην ελικοειδώς τα Κατηχούμενα τον Ναού, του είπενεμπιστευτικώς, ότι τον περιμένουν επάνω καμμιά δεκαριά άνθρωποι για να εξομολογηθούν και είναι ανάγκη ν’ ανεβή να τους εξομολογήση και μεταλάβουν είτα εις την Λειτουργίαν, διότι επείγονται να φύγουν το βράδυ με το πλοίο της γραμμής, είναι ξένοι από μακρυά. Ανέβαινε ο Γέρων συλλογιζόμενος το δύσκολον ζήτημα της συνεννοήσεως μετ’ αυτών, εφ’ όσον ήσαν ξένοι από μακρυά· αυτός δε πλην της Ελληνικής δεν εγνώριζεν άλλην γλώσσαν.

Εκεί εις το ημίφως του υπερώου διέκρινε δεκάδα ανδρών χωρικών μεγάλης ηλικίας, οίτινες εις το αντίκρυσμά του έβαλον όλοι μετάνοιαν και ο γεροντότερος του είπεν εις ποντιακήν διάλεκτον:

– «Ήμες Χριστιανοί, πάτερ, α σον Πόντον, και λαλεύομεν (φιλούμεν) τα πόδα σου, να ξαγουρεύομεν και μεταλάβομεν σήμερον και απές να λέομεν στην αγιωσύνην σου ντο θέλομεν ένα κι’ άλλον».

Έμαθε λοιπόν παρ’ αυτών ότι ολόκληρον το χωρίον των είναι κρυπτοχριστιανοί από πολλών ετών, και εις την ανταλλαγήν δεν τους επετράπη να φύγουν εις την Ελλάδα, διότι τα «νεφούζια» τους (ταυτότητες) ήσαν με τουρκικά ονόματα, ότι στο φανερό είναι Οθωμανοί και Τούρκοι, και στο κρυφό είναι Χριστιανοί και Έλληνες και περιμένουν να τους γλυτώση ο Θεός από την σκλαβιά. 

Στα φανερά λέγονται Χασάνηδες και Μεμέτηδες, και τα πραγματικά ονόματά τους είναι Γεώργιος, Παναγιώτης κλπ. Έχουν ένα δικό τους δήθεν Χότζα, αλλά ούτε περιτομή κάνουν, ούτε ραμαζάνια και Μπάϊράμια· τουναντίον, μυστικά σε υπόγειες Εκκλησίες εορτάζουν Χριστιανικά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, της Παναγίας.

Ευτυχώς ότι ο Γέρων συναναστραφείς προ ετών μετά Ποντίων προσφύγων εν Μακεδονία ενεθυμείτο αρκετά της απηρχαιωμένης αυτής ελληνικής διαλέκτου και εννόησε τι ήθελον, και τι θα του έλεγον εξομολογούμενοι.

Πριν της «ανταλλαγής» έπαιρναν Παπά από γειτονικά χωριά και τους βάπτιζε, τους στεφάνωνε, τους λειτουργούσε τις μεγάλες εορτές και μετελάμβανον.


Αλλά τώρα δεν υπάρχει πουθενά Παπάς και αναγκαστικώς έρχονται στην Πόλη εκ περιτροπής για δουλειές δήθεν και γίνονται Χριστιανοί.


Ο Γέρων Πνευματικός τα ήκουσε σαστισμένος, του εφαίνετο ότι διάβαζε συναξάρι, της εποχής του Διοκλητιανού και δεν ημπορούσε να συγκρατήση τα δάκρυα από την συγκίνηση.


Εξωμολογήθηκαν βιαστικά, και όλοι μαζί κατέβηκαν αθόρυβα εις το σκοτεινό Παρεκκλήσι, απ’ όπου θα ήκουον την λειτουργίαν των Προηγιασμένων, χωρίς κανείς να τους βλέπει. Και όταν μετά την λήξιν εμετάλαβον οι άλλοι εκκλησιαζόμενοι, εγένετο η απόλυσις και έφυγε και ο Κανδηλάπτης, έμεινε δε μόνος ο λειτουργός Πνευματικός με τον γνωστόν σκοπόν της εξομολογήσεως, τότε κλείσας έσωθεν τας θύρας και λαβών τα Άγια εισήλθεν εις το Βήμα του Παρεκκλησίου και εκάλεσε τους μαρτυρικούς Κρυπτοχριστιανούς, ίνα «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθωσι».


«Μεταλαμβάνει ο δούλος του θεού: Ανάστας – Αναστάσιος εις…». «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού: Γιορίκας – Γεώργιoς, το τίμιον και πανάσπιλον και ζωοποιόν Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις ίασιν σώματος και ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον. Αμήν».


Μετά την «Ευχαριστίαν» και την απόλυσιν, είπον εις τον Πνευματικόν: «Πάτερ, να κάνης μας άλλον κι’ έναν χάριν, έχουμες αδά σην Πόλιν και τας καρίδας (γυναίκας) και τέσσαρα παιδία μουν, και το πουρνίν (αύριον) να βαπτίζης τα παιδία, να μυρώνης τα, Πάτερ, κουρμπάν (άγιε) Πάτερ, ποίσον τα Χριστιανούς. Ο Πουπάν αδά της Εκκλησίας φοβόσκετεν, Πάτερ, τους Τουρκάδες κ’ εβαπτίζε τα. Ντο να κάνουμεν, Πάτερ, σεμέτερον την Ελλάδαν κι’ αφήνουν μας να δεβαίνουμεν. Στο Χριστό και στην Παναγίαν την Σουμελάν ορκίζομέν σε, Πάτερ, ποίσον το καλόν α σε μας τα παιδία σου».


– «Μα ο Παπάς αδά είπε με, πως θα φύγετε το βράδυν με το παπόρ».


– «Να συγχωρέης μας, Πάτερ, λέομεν ψεματίας, ωσάν να λάσκομεν τες δουλείες μας. Ντο να κάνουμεν, Πάτερ; Ο Θεόν να λυπάται τα μέτεραν τα βάσαναν». Έμειναν σύμφωνοι να έλθουν το βράδυ με τας γυναίκας και τα παιδία, να μείνουν στο δωμάτιο του Παπά, ο οποίος υπό μίαν πρόφασιν θα έλειπε, και την νύκτα μυστικά θα γινόταν η βάπτισις των παιδιών κλπ.


Μετά το νεοβάπτισμα κοιμηθήκανε επάνω υπό την φύλαξιν μιας γυναικός, οι δε άλλοι εξημερώθηκαν εις τον Ναόν… Ο Γέρων Πνευματικός τους έκαμε ευχέλαιον, κατόπιν τους έκανε και παράκλησιν της Παναγίας, και ενόσω αυτός εδιάβαζεν και έψαλλεν, αυτοί όλοι, άνδρες και γυναίκες γονατιστοί εψιθύριζον το «Κύριε ελέησον» και «Παναγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».Ήλθον τμηματικά και με προφυλάξεις το βράδυ προς το σουρούπωμα, έως ότου καθησυχάση ο κόσμος. Εξωμολογήθηκαν και αι γυναίκες, και προ του μεσονυκτίου εγένετο και η βάπτισις, το μύρωμα και ο Εκκλησιασμός των παιδίων εις το Παρεκκλήσιον.

Μέσα από το βιβλίο «Από τον κήπο του Παππού, Αγιορειτικές Διηγήσεις Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου», κεφάλαιο «Σύγχρονα Μαρτυρολόγια» (εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας).
Το γεγονός αυτό το έζησε ο ίδιος.