Ἡ θαυμάσια παραβολή τοῦ Ἀσώτου εἶναι ἐξόχως ἐπίκαιρη καί εὔστοχη γιά τήν ἐποχή μας. Βιώνουμε ὡς πρόσωπα ἀλλά καί ὡς κοινωνία τήν ἀποστασία ἀπό τόν Πατέρα Θεό. Λάβαμε τά προσόντα, τήν προίκα, τά χαρίσματα, τά ἐφόδια, πού εἶναι ἡ περιουσία μας, καί φύγαμε μακριά Του. Αὐτονομημένοι βιώνουμε μία κατάσταση λιμοῦ, μία πείνα, μία ἔλλειψη ἀνεξήγητη καί βασανιστική. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τό Θεό, προσπαθεῖ νά σταθεῖ στά δικά του πόδια. Προσπαθεῖ νά ἐπιβιώσει μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ἀρχίζει νά ξοδεύει τήν περιουσία του, γιά νά ἐπιβιώσει καί γιά νά περάσει καλά. Ὁ Χριστός περιγράφει αὐτό τό ξόδεμα ὡς ἑξῆς: «δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ πάντα». Χωρίς τόν Πατέρα ὁ υἱός ἀναγκάζεται νά δαπανήσει ὅ,τι ἔχει. Ὅταν ἦταν μαζί μέ τόν Πατέρα, δέν δαπανοῦσε τίποτε. Ὁ Πατέρας τόν φρόντιζε, τόν ἔντυνε, τόν τάιζε, τοῦ παρεῖχε τά πάντα. Τώρα ὅλα τά ἐξασφαλίζει μέ κάποιο ἀντίτιμο. Πρέπει νά πληρώσει γιά τήν ἐπιβίωσή του, γιά τήν καλοπέρασή του, γιά τήν πολυπόθητη ἐλευθερία του. Ξοδεύει ὅ,τι πῆρε ὡς περιουσία καί φτωχαίνει ὅλο καί περισσότερο. Ἡ αὐτονόμησή του ἀπό τό Θεό δέν τόν ἔκανε πιό πλούσιο, πιό δυνατό, πιό ἐλεύθερο καί, κυρίως, πιό εὐτυχισμένο, ὅπως περίμενε. Τόν ἔκανε μόνον πιό φτωχό. Αὐτά πού πῆρε ὡς περιουσία δέν τά δούλεψε. Δέ φρόντισε νά τά αὐξήσει καί νά τά καλλιεργήσει. Τά χρησιμοποίησε γιά τόν ἐγωισμό καί τίς ἐπιθυμίες του ἀνόητα καί χωρίς τήν πρόνοια πώς κάποτε θά τελειώσουν.

Ἡ μακρινή χώρα τῆς ἀνυπακοῆς καί τῆς ἀποστασίας ροκανίζει τίς πνευματικές περιουσίες πολύ γρήγορα καί ἀκόμη πιό γρήγορα ἐξαφανίζει τά ὑλικά δεδομένα. Στή συνέχεια ὁ Κύριος περιγράφει αὐτό πού βιώνουμε ἔντονα στήν ἐποχή μας: «ἐγένετο λιμός ἰσχυρός κατά τήν χώραν ἐκείνην». Ὁ λιμός εἶναι κάτι τρομερό καί ἀπαίσιο. Ὁ λιμός εἶναι ἡ πείνα πού ἔρχεται νά πλήξει τή χώρα πού ἔχασε τό Θεό. Ἡ πείνα κατά τήν ὑλική της διάσταση εἶναι κάτι ἄγνωστο γιά τίς κοινωνίες τῆς εὐμάρειας καί τῆς ἀφθονίας. Κατά τήν πνευματική της ὑπόσταση, ὅμως, εἶναι κάτι πού κατ’ ἐξοχήν βασανίζει αὐτές τίς κοινωνίες. Μπορεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νά ἔχει τά πάντα, ἀλλά δέν ἔχει τίποτε. Μπορεῖ στίς ὑπεραγορές νά φορτώνονται τά ράφια μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τά καλούδια, ἀλλά στίς ψυχές ὑπάρχει ἕνα τεράστιο χάος, πού δέ γεμίζει μέ τίποτα. Μπορεῖ τά στομάχια νά μή διαμαρτύρονται καί ἡ γλώσσα νά ἡδύνεται ἀπό τίς ἐκλεπτυσμένες ἐπιδόσεις τῶν μαῒστρων τῆς γαστρονομίας, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος μέσα του λιμοκτονεῖ. Πεθαίνει καθημερινά γιά μιά μπουκιά ἀληθινή ἀγάπη, γιά μιά γεύση πραγματικῆς χαρᾶς, γιά μιά γουλιά εὐτυχίας, ἀνθρωπιᾶς, γαλήνης, ἠρεμίας. Λιμός βασανίζει τίς χορτασμένες κοινωνίες μέ τά ἀμέτρητα τεχνολογικά ἐπιτεύγματα. Λιμός πνευματικός, πού θερίζει τίς ψυχές καί τά σώματα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀντικατέστησαν τό Θεό μέ τά δῶρα Του, τόν Πατέρα μέ τήν περιουσία, τόν Πάροχο μέ τά παρεχόμενα. Οἱ ἄνθρωποι δουλεύουν, κουράζονται καί ξοδεύονται, γιά νά χορτάσουν τό χωμάτινο σῶμα τους μέ περισσότερο χῶμα. Δέν ὑποψιάζονται πώς μέ χῶμα δέ χορταίνει ταυτόχρονα καί ἡ ψυχή. Ὁ λιμός βασανίζει τίς ψυχές, γιατί εἶναι πείνα πνευματική καί ὑπαρξιακή. Εἶναι ἀγωνία γιά ἀναζήτηση σκοποῦ καί δικαίωσης. Ξοδεύεται ὁ ἄνθρωπος γιά λίγη  διασκέδαση, γιά λίγη χαρά, γιά μιά στιγμή παρηγοριᾶς καί δέν ἀπολαμβάνει τίποτα. Ὅσα ξοδεύει χάνονται. Ξοδεύει κυρίως ἀπό τήν ψυχή του, ἀπό τήν προσωπικότητά του, ἀπό τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες πού συνιστοῦν τήν ἀξιοπρέπειά του. Ξεπουλάει ἀκόμη καί τήν ὑπερπολύτιμη ἐλευθερία του γιά λίγη ἀσφάλεια, γιά περισσότερη ὑγεία, γιά τήν πολυπόθητη ἡσυχία, γιά μιά στιγμή θαλπωρῆς. Λιμός βασανίζει τή χώρα ἐκείνη τήν ἀπομακρυσμένη ἀπό τό Θεό. Ἕνας λιμός πού ἔχει χαρακτήρα πνευματικό καί δολοφονικό. Στή χώρα πού ἐκδιώχθηκε ὁ Θεός κυβερνάει τό συμφέρον, ἡ τρομοκρατία, ἡ ἀναρχία, ἡ βόλεψη, ἡ ἀμορφωσιά, ἡ ἀπανθρωπιά, ἡ ἀπάτη, ἡ παραπληροφόρηση, ἡ συγκεκαλυμμένη δικτατορία, ἡ ἡδονοθηρία καί ἡ ἀχαλίνωτη ἐλευθεριότητα. Ὅπου ξεχάστηκε ὁ Θεός ὁ ἄνθρωπος γίνεται λύκος γιά τό συνάνθρωπό του.

Συναγελάζεται μέ τούς χοίρους τῶν παθῶν καί τῶν πτώσεων. Τρώει τά ξυλοκέρατα τῶν καθημερινῶν πτώσεων καί πεινάει γιά κάτι 63 ἀληθινό, γιά κάτι φωτεινό, γιά κάτι πού θά χορτάσει τή λιμοκτονοῦσα ψυχή του. Στή χώρα τοῦ λιμοῦ καί τῆς πνευματικῆς πείνας ὁ ἄνθρωπος φτωχαίνει. Ὁ Κύριος τό ἐκφράζει αὐτό μέ τήν ἔκφραση: «ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Ἀφοῦ ξόδεψε τήν πνευματική του περιουσία σέ ἀνοησίες καί, ἀφοῦ ὁ λιμός συνεχίζεται, ἀφοῦ σκόρπισε τά ὑπάρχοντα καί τά χαρίσματά του, γιά νά χτίσει αὐταπάτες, τώρα ἀντιμετωπίζει τή ζοφερή πραγματικότητα. Τώρα, πού ἡ πνευματική πείνα δείχνει τό ἀπαίσιο πρόσωπό της, ὁ ἄνθρωπος πού ξενιτεύτηκε ἀπό τό Θεό καταλαβαίνει πώς δέν ἔχει πλέον τί νά ξοδέψει, γιά νά φυλαχτεῖ ἀπό τίς ἐπιπτώσεις της. Τώρα ἡ γενική πενία ἀποδεικνύει καί τή δική του ἀνέχεια. Χωρίς Θεό τά πράγματα δέν γίνονται ἄσχημα μόνο γιά τήν κοινωνία, γίνονται καί γιά τόν καθένα χωριστά. Ὅποιος δέν ἔχει φυλάξει τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, δέν τά ἔχει ἐκτιμήσει καί δέν τά ἔχει δουλέψει κατάλληλα, 64 στό τέλος θά τά ξοδέψει ἀπρόσεκτα, θά τά χάσει καί θά πεινάσει πνευματικά. Σέ κατάσταση πνευματικοῦ λιμοῦ βρισκόμαστε ὅλοι μας. Πολλοί ἀπό μᾶς ξοδέψαμε τήν περιουσία πού λάβαμε ἀπό τό Θεό ἀπρόσεκτα σέ ἀνοησίες καί λάθη. Τώρα, πού ὑποφέρουμε ἀπό πείνα ἐσωτερική, ἔχουμε δύο ἐπιλογές: ἤ θά συναγελαστοῦμε μέ τούς χοίρους τῶν πτώσεων ἤ θά ἀναλογιστοῦμε Αὐτόν πού μᾶς χάρισε τά πάντα καί τά ξοδέψαμε ἀσύστολα. Μακάρι νά ἀναλογιστοῦμε τήν ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν ἀγαπημένο Πατέρα μας καί νά πάρουμε τήν ἀπόφαση τῆς μετανοίας, νά γυρίσουμε κοντά Του. Τότε ἡ μέν χώρα τοῦ λιμοῦ θά ὑπάρχει, ἀλλά δέν θά μᾶς ἀφορᾶ, διότι ἐμεῖς θά ἐπιστρέψουμε στό σπίτι τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀφθονίας, στό σπίτι τοῦ Χριστοῦ μας, στήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Ἀμήν.

Ι.Μ Δ