ταφηΌταν τον περασμένο Ιανουάριο δημοσιεύθηκαν στην “Καθημερινή” κάποιες σκέψεις μου, που προσπαθούσαν να προσδιορίσουν το ήθος και το φρόνημα της πίστεως και παραδόσεώς μας σχετικά με την καύση των νεκρών, υπήρξε μιά επιστολή εντόνου αντιθέσεως προς τα γραφόμένα μου, γραμμένη όμως με ευγένεια, ειλικρίνεια και σοβαρότητα τέτοια που δεν θα μπορούσα εύκολα να αντιπαρέλθω.


Ο επιστολογράφος κατά την γνώμη μου ήταν δικαιολογημένος, αλλά δεν είχε δίκιο. Μιλούσε σωστά για την πραγματικότητα, αλλά δεν ακομπούσε την αλήθεια. Ο λόγος του θεολογικού βιώματος της διαχρονικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας και η βαθύτερη ελπίδα των πραγμάτων του φάνηκε προκλητικά και υπερβολικά “εξωραϊσμένος”. Έπαυσε η κοινωνία μας να έχει αντίστοιχα βιώματα.
Σκέφθηκα, λοιπόν, πως χρέος μου  σήμερα, σ’ αυτήν την ημερίδα, θα ήταν να αναφερθώ λίγο στη σημερινή και την παραδοσιακή πραγματικότητα του τρόπου της ταφής των νεκρών, αφήνοντας μέσα από αυτήν να διαφανεί η πνευματική αλήθεια για την πρόταση καύσης των νεκρών, όπως την ζει η Εκκλησία μας. Η πρόταση αυτή προφασίζεται την πραγματικότητα της ζωής και τα γεγονότα, διαψεύδεται όμως από την βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων.
 
1. Η πραγματική εικόνα σήμερα Σε μιά πόλη μεγάλη σαν την Αθήνα έχει πλέον δημιουργηθεί μιά νέα εικόνα της κηδείας. Ο νεκρός δεν διανυκτερεύει στο σπίτι του, αλλά σέ ψυγείο. Ούτε θάβεται την επομένη, αλλά συνήθως καθυστερεί. Οι γείτονες, αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο και ερμητικά κλεισμένοι στον εαυτό τους ο κάθενας αρνούνται το θέαμα και την  κατάσταση που αυτό δημιουργεί. Η εκφορά του νεκρού δεν γίνεται πλέον από το σπίτι του -τον τόπο της εκφράσεώς του-, αλλά από το δημόσιο κοιμητήριο -τον τόπο της δημοτικής εκμεταλλεύσεώς του. Έτσι δεν τον ξαγρυπνούμε. Ο χώρος αποχαιρετισμού του είναι το απρόσωπο περιβάλλον του κοιμητηρίου, και μάλιστα μαζί με άλλους. Το γεγονός χάνει τη μοναδικότητά του.
Οι μεταφορείς της σωρού, οι νεκροθάπτες, οι ψάλτες είναι άγνωστοι, που πληρώνονται και που συνεχώς αυτή την δουλειά κάνουν. Πρόσωπα εθισμένα και ως άγνωστα εντελώς αμέτοχα στην ιερότητα ή τουλάχιστον στο συναισθηματικό δράμα της ακολουθίας και στο πραγματικό της οικογενείας. Οι φίλοι και οι γνωστοί δεν συμμετέχουν ενεργά στην πρακτική διαδικασία της κηδείας, απλά παρακολουθούν παθητικά.
Ο ιερέας, το ίδιο κουρασμένος, ψυχρός και συχνά αδιάφορος. Όπως ο γιατρός έχει συνηθίσει τους ασθενείς, αυτός έχει συνηθίσει να βλέπει τους νεκρούς. Αδυνατεί να συμμετάσχει. Τα λερωμένα του άμφια, η σκληρή και ξερή από τον κόπο και τη συνήθεια φωνή του, η μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στόν κακόγουστο διάκοσμο -απογοητευτικό αποτέλεσμα τυποποιημένης επαγγελματικής διαδικασίας και όχι ευλαβούς ευαισθησίας προσφιλών προσώπων- τα χιλιοπατημένα χαλιά, τους ανούσιους λόγους και τις παγερές όψεις των δημοτικών υπαλλήλων του κοιμητηρίου ή τις επαγγελματικές των εργολάβων, δεμένων με τους δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμούς μιας παράταιρης χορωδίας ή την μοιρολογική φωνή ενός ψάλτη της παλαιολιθικής εποχής, συνθέτουν μιά εικονα που θυμίζει πιο πολύ τον θάνατο απ’ όσο ο ίδιος ο νεκρός.
Η κηδεία κατήντησε να είναι περισσότερο μιά τελετή συμπαραστάσεως στους συγγενείς, παρά μιά εκκλησιαστική έκφραση συντόνου και εντόνου προσευχής για τον αποθανόντα. Μιά πράξη ανθρώπινης παρηγοριάς παρά μιά κίνηση εκζητήσεως της θεϊκής παρακλήσεως. Κάτι που γίνεται γι’ αυτούς που μένουν πίσω, παρά κάτι που επιτελείται γι’ αυτόν που αναχωρεί.
Όλο αυτό το σενάριο δημιουργεί σε ορισμένους τέτοια τραυματική εμπειρία συναισθηματικής και ιδεολογικής αποστροφής που, επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται, θέλουν οριστικά να την ξεχάσουν. Και επειδή αυτό δεν γίνεται, θέλουν να υποβαθμίσουν το γεγονός. Αυτό εύκολα στις μέρες μας οδηγεί στην πρόταση για καύση των νεκρών. Αυτό θα οριστικοποιήσει την ασέβεια.
 
2. Το παραδοσιακό παρελθόν Δίχως να πέσουμε στην παγίδα μιας εξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δεν θα αδικούσαμε την αλήθεια, αν λέγαμε ότι το παρελθόν είχε πολύ περισσότερη ανθρωπιά, σεβασμό και υπογραμμισμένα τα πρόσωπα.
Ο κοινωνίες ήσαν μικρότερες, οι δεσμοί και οι σχέσεις πολύ πιο έντονες και αυθεντικές. Γι ‘ αυτό και η συμμετοχή του καθενός σε τόσο ιδιαίτερες στιγμές πολύ πιο προσωπική. Στά χωριά το γεγονός του θανάτου ήταν γεγονός που φαινόταν. Επικέντρωνε το ενδιαφέρον όλων.  Μονοπωλούσε τις συζητήσεις. Έδινε ταυτότητα στην κοινωνική ζωή του συνόλου. Γι’ αυτό και το επισφράγισμα του θανάτου, η κηδεία και η ταφή είχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια και προσωπική συμμετοχή.
Απ’ όπου περνούσε η κηδεία, σταματούσε κάθε κοσμική ή εμπορική συναλλαγή. Οι καταστηματάρχες κατέβαζαν τα στόρια -στη  Θράκη και τη Μικρά Ασία, ακόμη και οι τούρκοι και οι μωαμεθανοί- όλοι σταυροκοπιόνταν, σταματούσε και το αντίθετο ρεύμα της κυκλοφορίας για να αποδώσει κι αυτό το σεβασμό του.
Η ίδια εικόνα διατηρείται σήμερα και στα μοναστήρια. Όλα επιτελούνται με μοναδική προσοχή στις λεπτομέρειες -υτές υπογραμμίζουν την  πίστη μας στο μυστήριο και το σεβασμό μας σ’ αυτά που  διακηρύττουμε. Αν η Εκκλησία δεν μπορεί να πει ναι στην καύση των μοναχών, δεν μπορεί να συγκατατεθεί ποτέ και με την καύση του οιουδήποτε πιστού της.
Σήμερα στην εκταφή, ο αρμόδιος υπάλληλος του Δήμου έχει τα γάντια του για να μη  μολυνθεί, απλώνει μιά τυποποιημένη σακκούλα “σκουπιδιών” ή “απορριμάτων” -έτσι γράφει η κορδέλλα- από τον Βασιλόπουλο ή τον Μαρινόπουλο και αρχίζει βιαστικά να σκάβει και να ψάχνει για τα οστά. Δίπλα του, ένα καταλερωμένο καροτσάκι γεμάτο χώματα, άχρηστα αντικείμενα και εργαλεία, το ίδιο με το οποίο γίνεται η μεταφορά των σκουπιδιών του κήπου, σού υπενθυμίζει απάνθρωπα το ενδεχόμενο να δεις τον αγαπημένο σου άλειωτο σκουπίδι να πετιέται σε μιά γωνιά για ένα ακόμη χρόνο. Ο άνθρωπος που τα κάνει αυτά εδώ πληρώνεται. Σού είναι πολύ δύσκολο να του πεις να προσέξει μήπως κάτι παραμείνει θαμμένο. Μπορεί και να θυμώσει.
Το παρελθόν και εδώ είναι διαφορετικό· γυναίκες με καθαρές λεκάνες, άνδρες με κασμάδες και φτυάρια -που άφησαν για τη μέρα τη δουλειά τους- ο παπάς και οι συγγενείς πηγαίνουν για την εκτάφή. Απλώνουν πρώτα ένα πεντακάθαρο σεντόνι ή μιά αχρησιμοποίητη πετσέτα, όλα άσπρα και μέσα σε υποβλητική ησυχία, με συγκίνηση και αγωνία, στόν απόμερο χώρο του κοιμητηρίου, δίχως θορύβους επιτελείται η ιεροτελεστία της εκταφής. Αντί για αδικαιολόγητους φόβους, ο πόθος της καινούργιας συναντήσεως. Αντί για ψυχρή επαγγελματική βιασύνη, η τρυφερότητα των αισθημάτων και η υπομονή του σεβασμού. Ο χρόνος τραβάει, διαρκεί. Όλα πλένονται όχι σε φορμόλη ή άλλα χημικά, αλλά σε αγνό κρασάκι από το αμπέλι και με πεντακάθαρο νερό. Έτσι ξανασυναντά κανείς το τελευταίο υπόλειμμα του θησαυρού του προσώπου. Αυτό είναι αδύνατο να σκεφθεί κανείς να το κάψει. Δεν μπορεί.
Σίγουρα η εικόνα αυτή με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να επανέλθει στη σημερινή πραγματικότητα. Η γνώση όμως και η διαρκής ανάμνησή της είναι βασική προϋπόθεση στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης πνευματικής πρακτικής, συμβατής με τα δεδομένα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητος και της αιώνιας και διαχρονικής εκκλησιαστικής αλήθειας. Η κηδεία από υπόθεση δημοτικής εκμεταλλεύσεως πρέπει να ξαναγίνει ιερή πράξη καθαρά εκκλησιαστικής φύσεως.