tafh3. Οι προφάσεις για την καύση των νεκρών  
Οι λόγοι που συνήθως παρουσιάζονται για να υποστηρίξουν την καύση των νεκρών είναι οι εξής:
α. Έλλειψη χώρου Το πρώτο επιχείρημα είναι η έλλειψη χώρου. Αυτό ισχύει κυρίως για την Αθήνα.  Μιά τεράστια πόλη με δυσανάλογο προς την έκτασή της πληθυσμό είναι πολύ φυσικό να διαθέτει περιορισμένης εκτάσεως κοιμητήρια για να φιλοξενήσουν ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό νεκρών. Είναι όμως αυτο το επιχείρημα πειστικό; Είναι η δυσκολία ανυπέρβλητη; Κατά καιρούς έχουν προταθεί λύσεις, λιγότερο ή περισσότερο πρακτικές, σχετικά με τους  οικογενειακούς τάφους ή την αποσυμφόρηση των κοιμητηρίων με μετάθεση της ταφής στην επαρχία, όπου αυτό είναι δυνατόν κ.ο.κ.


Στην ουσία, το επιχείρημα ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήρια μας ή χώρους για κοιμητήρια αποτελεί πρόφαση, που ισοδυναμεί με προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Όπως είναι ανάγκη στην πολύκοσμη Αθήνα να δημιουργηθούν χώροι για parking, αναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., έτσι μπορεί να ληφθή και η δέουσα πρόνοια για τους νεκρούς. Η αγάπη και ο σεβασμός δημιουργούν και χώρο και προϋποθέσεις. Αν καταλάβουμε ότι η ανάγκη να σεβασθούμε τους νεκρούς μας είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε πρακτική ανάγκη, τότε θα βρεθούν και οι κατάλληλοι χώροι.
Η κοινωνία μας συχνά εκφράζει και τή στενότητα που νοιώθει όχι για τους νεκρούς, αλλά και για τους επερχομένους ζωντανούς. Ούτε γι’ αυτούς δεν έχει χώρο ο κόσμος μας. Γι’ αυτό και νομιμοποιεί τις αμβλώσεις. Έτσι, νόμιμα πλέον καταστρέφουμε το σπαρμένο στα σπλάγχνα της μητέρας έμβρυο. Κατά ανάλογο τρόπο, καίμε το σώμα στά σπλάγχνα της γης για να μην ζήσει αιώνια. Όχι γιατί δεν θέλουμε αυτό να ζήσει, αλλά γιατί δεν θέλουμε εμείς να ζήσουμε αιώνια. Η ύπαρξη, η  ζωή του μας  θυμίζει την αιωνιότητα. Εμείς μ’αυτήν έχουμε πρόβλημα, όχι με τον νεκρό, με τον Θεό.
Στις μωαμεθανικές χώρες, που απαγορεύεται η εκταφή ή η κατακόρυφη σε επίπεδα ταφή, που οι πληθυσμοί είναι πυκνοί και αυξανόμενοι, οι θάνατοι πιο σύντομοι, πώς χωρούν τα κοιμητήρια;
 Εάν τελικά ισχύσει το κριτήριο της έλλειψης του χώρου, τότε σύντομα θα περάσουμε και σ’ ένα πρόβλημα, την έλλειψη του χρόνου. Δεν θα υπάρχει χρόνος για την κηδεία. Αυτό θα είναι το επόμενο βήμα και θα είναι πιο λογικό. Δεν θα προλαβαίνουμε. Αφού καταργήσουμε την ταφή, θα  αντικαταστήσουμε την ακολουθία της κηδείας με  μιά ευχή “αναπαύσεως” για να συντομεύσουμε τη  διαδικασία. Η Εκκλησία πάντα θα προτιμά την διανυκτέρευση στο σπίτι, στην κηδεία στην ενορία και την ταφή στο κοιμητήριο. Αν δεν μπορούμε να τηρήσουμε αυτό τον τύπο της ταφής, ας μη θυσιάσουμε την ουσία της τιμής.
β. Λόγοι υγείας, αποφυγή μικροβίων
Ένας δεύτερος λόγος που ακούγεται συχνά ότι επιβάλλει την καύση των νεκρών είναι οι λόγοι υγιεινής. Αλλά τι ειρωνεία! Σε μιά εποχή όπου, εντελώς αδικαιολόγητα και από χιλιάδες αιτίες, έχει καταμολυνθεί το οικοσύστημα και όπου απειλείται με απονέκρωση το σύνολο της γήινης βιόσφαιρας, σε μιά εποχή που πετούμε πιό πολλά απ’ όσα χρησιμοποιούμε, που εισπνέουμε περισσότερο διοξείδιο του άνθρακος απ’ όσο εκπνέουμε, που η ατμόσφαιρα της Αθήνας θυμίζει ατμόσφαιρα ανθρακωρυχείου και οι γειτονιές της χωματερές, είναι πράγματι υποκριτικό, ενώ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ό,τι φαίνεται και ζει, τώρα να νοιώθουμε πως κινδυνεύουμε από τα μικρόβια των νεκρών, που ούτε φαίνονται, ούτε απειλούν, ούτε φυσικά υπάρχουν στα κοιμητήρια· υπάρχουν μόνο στά μυαλά των συγχρόνων μηδενιστών. Τη μόλυνση την δημιουργούν οι ζωντανοί, όχι οι νεκροί.
γ. Ανθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση ευθανασίας;
Ένας ισχυρός λόγος, που κάποιοι προτάσσουν για την καύση, είναι τα λεγόμενα ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα. Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου· η διατήρηση του σώματός του αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -κι ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου -αν βέβαια υπάρχει κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον κάψουμε εμείς!
Αυτό το σημείο ιδιαίτερα ενόχλησε τον επιστολογράφο της “Καθημερινής”. Αν κάποιος θέλει να καεί μετά θάνατον πώς εμείς θα τον αφήσουμε; Και δεν διερωτάται, γιατί αυτός ο κάποιος, όχι απλώς ο κάποιος, όχι απλώς να δέχεται -αυτό το καταλαβαίνουμε- αλλά να επιθυμεί έντονα να καεί; Τι βαθύτερο και συνάμα ανώτερο κρύβει μιά τέτοια επιθυμία, ώστε να κληρονομεί σε μας  το σύνολο την υποχρέωση της καύσης;
Το κοινωνικό αγαθό ως αξία είναι ανώτερο κάθε ατομικής επιλογής. Αν η ταφή αποτελεί αξία, τότε η καύση δεν μπορεί να είναι ατομικό δικαίωμα. Αν πάλι η επιθυμία ενός να καεί είναι υπερτέρα της ανάγκης της κοινωνίας για σεβασμό του νεκρού σώματος, τότε το ίδιο επιχείρημα δεν θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο από νέα οπτική το θέμα της ευθανασίας; Αν η κοινωνία έχει υποχρέωση να κάψει όποιον το επιθυμεί, τότε θα είναι και υποχρεωμένη να διευκολύνει και τον θάνατο αυτού που της το ζητεί. Η υποχώρηση στην καύση των νεκρών με το αιτιολογικό του ατομικού δικαιώματος θα καταστήσει την ευθανασία επιβεβλημένη κοινωνική υποχρέωση.
δ. Το αποτρόπαιον του θανάτου
Η ταφή αποτελεί αναντίρρητα μιά συναισθηματική πολύ δύσκολη εικόνα. Βλέπεις το οικείο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, για τελευταία φορά να κατεβαίνει ανεπίστρεπτα στα σπλάγχνα της γης. Δεν θα ξαναντικρύσεις την οικεία όψη. Σε λίγα λεπτά θα ακολουθήσει η διαδικασία της αποσυνθέσεώς του. Ο πειρασμός να αποφύγει κανείς την εμπειρία δεν είναι αμελητέος. Η στρουθοκαμηλική νοοτροπία της εποχής μας προκρίνει το να αγνοούμε ή να μην αντικρύζουμε την πραγματικότητα, παρά να την προβάλουμε πάνω στην αλήθεια. Προτιμάει κανείς να βλέπει ένα κουτάκι παρά να αντικρύζει ένα πτώμα. Το πρώτο είναι απλό αντικείμενο. Το σώμα είναι νεκρό υποκείμενο. Βλέποντας το πρώτο ξεχνάς το πρόσωπο. Αντικρύζοντας το δεύτερο θυμάσαι το θάνατό του, αισθάνεσαι το θάνανατό του και αυτό πονά.
 
4. Βαθύτερα αίτια του αιτήματος της καύσης Πέραν όμως των διαφόρων προφάσεων υπάρχουν βαθύτερα αίτια που το θέμα της καύσης των νεκρών κατά καιρούς εμφανίζεται στο προσκήνιο. Αυτά είναι ο μηδενιστικός τρόπος ζωής, η επιθυμία αποθρησκευτικοποιήσεως της κοινωνίας και η κυριαρχία της χρηστικής αντίληψης εις βάρος του σεβασμού και των αξιών.
Όλα αυτά οδηγούν σε μιά προσπάθεια πρόκλησης της Εκκλησίας και σταδιακής νέκρωσης του αισθητηρίου της ψυχής όλο και απομακρύνεται από την εμπειρία της ζωής μας. Κάθε τι που την υπενθυμίζει και διακριτικά την υπογραμμίζει βαθμιαία γίνεται ανεπιθύμητο στην αποδοχή και εντοχλητικό στην πρακτική του.
Η ταφή έχει μιά τελετουργία εμφανώς πιο έντονη από την καύση. Η προσπάθεια εισαγωγής της καύσης δημιουργεί μιά απότομη αλλοίωση στα κοινωνικά μας ήθη και εισάγει εικόνες, στον τρόπο μας. Αυτό το νεο σκηνικό καίρια προσβάλλει το μονοπώλιο της εκκλησιαστικής και μεταφυσικής εικόνας της κηδείας που χαρακτηρίζεται από την ταφή. Η ταφή είναι περισσότερο μυστήριο, ενώ η καύση τελετή ή διαδικασία.
Η πρακτική και χρηστική αντίληψη έχουν επικρατήσει και μας έχουν πείσει, γιατί μέσα στην καρδιά μας  έχει έντονα αδυνατίσει η πνευματική και βιωματική διάσταση του γεγονότος. Όλα γίνονται βιαστικά και τυπικά. Ό,τι όμως δεν έχει υπομονή δεν έχει ούτε βάθος, ούτε διάρκεια· ούτε ρίζες, ούτε αιωνιότητα. Έτσι ψέλνουμε “αιωνία η μνήμη” αλλά ταυτόχρονα η δική μας μνήμη είναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθούμε να ξεχάσουμε.
Τέλος,  δεν είναι λίγοι αυτοί που επικαλούνται και οικονομικούς λόγους για την καύση, άσχετα αν το επιχείρημα αυτό δεν φαίνεται αντικειμενικά να ευσταθεί. Η αναγωγή όμως και μόνον του θέματος του θανάτου και του λειψάνου του σώματος σε οικονομική λογική, τι άλλο δείχνει παρά ότι οι αξίες και οι ιδέες τελούν εν διωγμώ στις κοινωνίες μας;