Το πρόσωπο της Θεοτόκου έχει μοναδική χριστολογική και ανθρωπολογική σημασία.
Η αγία Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος επιβεβαιώνει την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο της Παναγίας: «Ομολογούμεν δε και την Δέσποιναν ημών, την αγίαν Μαρίαν κυρίως και αληθώς Θεοτόκον, ως τεκούσαν σαρκί τον ένα της αγίας Τριάδος Χριστόν τον Θεόν ημών… συν τούτοις δε και τας δύο φύσεις ομολογούμεν του σαρκωθέντος δι’ ημάς εκ της αχράντου Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον ανθρωπον γινώσκοντες…» [Ομολογούμε (διακηρύσσουμε) και την Δέσποινά μας, την αγία Μαρία, ότι είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος, διότι γέννησε κατά σάρκα τον ένα της αγίας Τριάδος Χριστό τον Θεό μας… μαζί με αυτά, ομολογούμε και τις δύο φύσεις αυτού που σαρκώθηκε για μας από την άχραντη Θεοτόκο και αειπάρθενη Μαρία, γνωρίζοντας αυτόν τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο].
Στα πρακτικά δε της Συνόδου αναγράφεται: «Ασπαζόμεθα δε και τας Κυριακάς και αποστολικάς και προφητικάς φωνάς, δι’ ων τιμάν και μεγαλύνειν εδιδάχθημεν, πρώτον μεν την κυρίως και αληθώς Θεοτόκον, την ανωτέραν πασών των ουρανίων δυνάμεων… [Αποδεχόμαστε δε και τα λόγια του Κυρίου, των αποστόλων και των προφητών, με τα οποία διδαχτήκαμε να τιμούμε και να ανυμνούμε, πρώτα την κυρίως και αληθώς Θεοτόκο, την ανώτερη όλων των ουρανίων δυνάμεων…]
»Ταύτας δε τας τιμίας και σεπτάς εικόνας, καθώς προείρηται, τιμώμεν και ασπαζόμεθα και τιμητικώς προσκυνούμεν. Τουτέστι την του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ενανθρωπήσεως εικόνα και της αχράντου Δεσποίνης ημών και Παναγίας Θεοτόκου, εξ ης αυτός ηυδόκησε σαρκωθήναι και σώσαι και απαλλάξαι ημάς πάσης δυσσεβούς ειδωλομανίας των τε αγίων και ασωμάτων αγγέλων…» [Αυτές τις άγιες και σεπτές εικόνες, όπως προειπώθηκε, τις τιμούμε και τις ασπαζόμαστε και τις προσκυνούμε τιμητικά. Δηλαδή την εικόνα της ενανθρωπήσεως του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της άχραντης Δέσποινάς μας και Παναγίας Θεοτόκου, από την οποία αυτός ευδόκησε να σαρκωθεί και να μας σώσει και απαλλάξει από κάθε ασεβή ειδωλολατρία, και (την εικόνα) των αγίων και ασωμάτων αγγέλων…]
Η Ζ’ Σύνοδος ακολουθεί την ίδια γραμμή με τις προγενέστερες Συνόδους.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος είχε διακηρύξει την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννηση του Χριστού.
Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος ονόμασε την Μαρία Θεοτόκο: «Ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν» [Ομολογούμε την αγία Παρθένο ότι είναι Θεοτόκος, διότι από αυτήν σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος ο Θεός Λόγος και από την ίδια τη στιγμή της συλλήψεως ένωσε με τον εαυτό Του τον ναό (δηλ. την ανθρώπινη φύση) που έλαβε από αυτήν].
Η Εκκλησία ποτέ δεν χώρισε το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού από το πρόσωπο της Μητέρας Του. Πάντα αισθανόταν την Θεοτόκο στο κέντρο της. Όπως κατά την επί γης ζωή του Σωτήρος ήταν πλησίον Του, έτσι και μετά την Ανάληψή Του ήταν εν μέσω των μαθητών Του.
Ο σταυρωθείς Ιησούς παρέδωσε την Αγία Μητέρα Του στον αγαπημένο επιστήθιο μαθητή Του, τον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Έκτοτε η Εκκλησία μαζί με τον Θεολόγο μαθητή παρέλαβε την Θεοτόκο και την φυλάσσει στην καρδιά της και η Θεοτόκος φυλάσσει και αγιάζει την Εκκλησία.