τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου
Καθώς πλησιάζει τό Ἅγιο Πάσχα καί ἑτοιμαζόμαστε νά προσκυνήσουμε τά Σεπτά Πάθη τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά τόν δοξάσουμε Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, πολλές σκέψεις κατακλύζουν τόν νοῦ μου καί πολλά συναισθήματα πλημμυρίζουν τήν καρδιά μου. Θά χρειαζόταν πολύς χῶρος καί χρόνος γιά νά περιγράψω ὅσα αἰσθάνομαι ὡς Ἀρχιερεύς καί ὅσα συγκλονίζουν τόν ἐσωτερικό μου κόσμο. Πιστεύω ὅτι καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων τά αἰσθήματα, αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες εἶναι ἀνάλογα μέ τά ἰδικά μου.
Ὁ Κύριός μας ἀνεβαίνει στόν Σταυρό καί προσφέρει τό Πανάγιο Αἷμα Του˙ κατεβαίνει στόν Ἅδη καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀνασταίνεται γιά νά μᾶς χαρίσῃ τήν καινή ζωή καί νά μᾶς κάνῃ κληρονόμους τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
«Μεγαλύνομεν τά Πάθη Του, ὑμνολογοῦμεν καί τήν Ταφήν Του σύν τῇ Ἀναστάσει, κραγαύζοντες, Κύριε δόξα σοι» (1).
Συγκινούμεθα μέ τήν συμμετοχή του Λαοῦ στίς Ἱερές Λατρευτικές Ἐκδηλώσεις καί χαιρόμεθα, διότι οἱ Ἕλληνες ἔχουν βαθειά ριζωμένη στήν ψυχή τους τήν πίστη στόν Θεό καί τήν ἀφοσίωση στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ὅμως ἡ χαρά μας, δυστυχῶς, μετριάζεται ἤ μᾶλλον σκιάζεται ὅταν σκεπτόμεθα τόν τρόπο τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πάσχα. Θά ἀναφερθῶ μόνο σέ ἕνα στοιχεῖο. Χιλιάδες πιστῶν κατακλύζουν τούς Ἱερούς Ναούς καί τά πέριξ αὐτῶν κατά τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως καί ἀναμένουν ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει τήν ἀφή τοῦ Ἁγίου Φωτός.
Ἡ κτίση φωταγωγεῖται ἀπό τό ἀνέσπερο Φῶς τοῦ Ἀναστάντος καί Ἄγγελοι μετά τῶν ἀνθρώπων ἑορτάζουν ψάλλοντες τόν ἐπινίκιον ὕμνον, ἐπί τῇ λαμπροφόρῳ Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν» (2) .
Καί ἐνῶ ὅλα εὐφραίνονται, πολλοί (ἴσως οἱ περισσότεροι) ἐκ τῶν συμμετεχόντων στήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, ὡς διά μαγείας καί πάντως ἐκ συναρπαγῆς τοῦ πονηροῦ, ἀποστρέφουν τά πρόσωπά τους ἀπό τόν Ἀναστάντα καί σπεύδουν νά ἐγκαταλείψουν τήν οὐράνια καί ἐπίγεια ὁμοῦ πανήγυρη, τήν Σύνοδο οὐρανοῦ καί γῆς˙ βιάζονται νά ἀφήσουν τόν Κύριο, θυσιαζόμενον ἐπί τῆς Φρικτῆς Τραπέζης καί προσφερόμενον εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς, προκειμένου νά μεταβοῦν στά ἵδια ( στούς οἴκους των) ἤ σε ἄλλους χώρους γιά τήν ἀπόλαυση τῆς κοσμικῆς χαρᾶς καί ὑλικῆς τραπέζης.
Εἰς οὐδεμίαν ἄλλη περίπτωση αἰσθάνομαι τόσο λυπημένος, ὅσο ἐκείνη τήν στιγμή. Εἶναι πολύ μεγάλη ἡ ὀδύνη, ὅταν ψαλλομένου τοῦ στίχου «Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διεσκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν» διαπιστώνομε ὅτι φεύγουν, διασκορπίζονται, ὅσοι προηγουμένως ἐδόξασαν τόν Ἀναστάντα.
Τήν ὥρα ἐκείνη νοερῶς βλέπω καί ἀκούω τόν Κύριό μας νά ἀπευθύνῃ, ἐπιδεικνύοντας τούς τύπους τῶν ἤλων, τήν ἐρώτηση πού ἀπηύθυνε στούς Μαθητάς στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ. «Οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ;»(3).
Παιδιά μου, μᾶς λέγει, γιατί φεύγετε; Τόσο πολύ κουραστήκατε; Δέν ἀντέχετε ἄλλο τήν οὐράνια φωτοχυσία; Ἐνοχλήθηκαν τόσο πολύ οἱ αἰσθήσεις σας ἀπό τούς οὐράνιους ὕμνους; Ἐπεινάσατε ἆραγε;
Παιδιά μου, γιατί μέ ἐγκαταλείπετε; Λαός μου τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ἀνταποδίδεις; Ἀντί τῆς ἀγάπης, τήν λήθην! Ἁντί τῆς θυσίας τήν ἄρνηση! Ἀντί τῆς καθόδου στόν ἅδη γιά νά σέ ἀνεβάσω στόν οὐρανό, τήν ἀχαριστία! Ἀντί τῆς ἀποδοχῆς τῆς προσκλήσεως στό Εὐχαριστιακό Ἀναστάσιμο Δεῖπνο, τήν ἀγνωμοσύνη!
Λαέ μου, γιατί ἀνταλλάσσεις τόν οὐρανό μέ τό χῶμα, τό αἰώνιο μέ τό πρόσκαιρο, τήν ἀθάνατη τροφή μέ τήν πρόσκαιρη βρώση, τήν χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέ τήν ψεύτικη κοσμική διασκέδαση;
Λαέ μου, γιατί σβήνεις τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως καί τρέχεις νά φωτίσης τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς σου μέ τά ψεύτικα φῶτα, τοῦ μάταιου κόσμου;
Τί θά ἀπαντήσωμε στόν Κύριό μας σ’ αὐτά τά ἐρωτήματά του; Καμμιά ἀνθρώπινη λογική δέν δύναται νά ἑρμηνεύσῃ τοῦτο το γεγονός. Προσπαθοῦμε νά ἀναλύσομε τό φαινόμενο καί νά ἐμβαθύνομε στήν οὐσία του. Εἶναι ξένο τό ἄκουσμα καί φρικτό τό θέαμα. Παρατηρεῖται δυστυχῶς κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες καί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγνοίας γιά τό βάθος τῆς ἑορτῆς καί τό Μυστήριο τῆς, διά τῆς Ἀναστάσεως, σωτηρίας. Εἶναι προϊόν τῆς ἐκκοσμίκευσης πού μαστίζει τήν ζωή μας καί τήν κοινωνία μας.
Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπηρείας τοῦ παμμίαρου διαβόλου, ὁ ὁποῖος εὐφραίνεται μέ αὐτή τήν στάση τῶν ἀνθρώπων.
Ἐν κατακλείδι, ἡ ἀποχώρηση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Ἱερό Ναό πρίν ἀπό τήν Λειτουργία τῆς Ἁναστάσεως, συνιστᾶ μεγάλη ἁμαρτία καί προδίδει ἐπιπολαιότητα ὡς πρός τά θέματα τῆς πίστεως. Ὅλος ὁ ἀγώνας πού ἔχει καταβληθῇ μέχρι τό Πάσχα, ἀποβαίνει μάταιος.
Κάποιοι ἔχουν ἕτοιμη τήν δικαιολογία. Δέν χωρᾶμε ὅλοι στόν Ναό, θά εἴμεθα ἀπ’ ἔξω. Τί πρέπει νά πράξωμε λοιπόν; Θά κοπιάσωμε, δέν ἀντέχομε.
Στό ἐρώτημα αὐτό –στήν πρόφαση μᾶλλον αὐτή – ἀπαντᾶμε. Ἡ Χάρις τοῦ Ἀναστάντος πλημμυρίζει τά πάντα καί τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως καταγαύζει καί τά ἐντός καί ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καί φωτίζει τά πρόσωπα τῶν υἱῶν τῆς Ἀναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια»(4). Καί ἀκόμη. Ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος, ἐταπεινώθη, ἐμαστιγώθη, ἐφόρεσε ἀκάνθινο στέφανο γιά μᾶς, ἐνεπτύσθη, ἐχλευάσθη, ἀνέβηκε στόν Γολγοθᾶ αἵρων τόν Σταυρό στόν ὦμο Του, ἐποτίσθη χολή καί ξύδι, ἀνῆλθε στόν Σταυρό, κατέβηκε στόν Ἅδη. Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν γιά νά ἀναστήσῃ τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ὅλα αὐτά τά λησμονήσαμε καί φεύγομε… διότι ἐκοπιάσαμε;
Θά ἤθελα νά σᾶς μιλήσω γιά συγκλονιστικές έμπειρίες πού ἔχω ζήσει μέ ἀνθρώπους τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι ἐπί ὧρες ἀνέμεναν νά ἐκφράσουν τά πρός τόν Θεό αἰσθήματά τους.
Περιορίζομαι σέ δύο ἐξ αὐτῶν:
· Ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, συνόδευσα τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο στήν εἰρηνική ἐπίσκεψή του στήν Εκκλησία τῆς Πολωνίας. Ἐκεῖ λειτουργήσαμε στήν Ἱερά Μονή «Γκαμπάρκα» κατά τήν Ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως. Χιλιάδες Λαοῦ εἶχαν κατακλύσει τόν λόφο τῆς Μονῆς. Τήν ὧρα τῆς Θείας Κοινωνίας ξέσπασε βροχή. Ἡ σκέψη μου ἦτο ὅτι ὁ Λαός θά διαλυθῇ. Καί ὅμως οὐδείς ἐγκατέλειψε τήν Φρικτή Μυσταγωγία, ἀλλά ἐν ὑπομονῇ ἀνέμεναν, ὑπό βροχήν, νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἀπό τούς Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι μέ τά Ἅγια Ποτήρια μετέδιδαν τό Πανάγιο Σῶμα καί Τίμο Αἷμα τοῦ Κυρίου. Μοναχές κρατοῦσαν ὀμπρέλλες, ὄχι γιά νά προφυλάσσουν τούς Ἱερεῖς, ἀλλά τό Ἅγιο Ποτήριο.
· Ἡ δεύτερη συγκλονιστική ἐμπειρία, ἦταν στό Βουκουρέστι τῆς Ρουμανίας τόν περασμένο Ὀκτώβριο, ὅπου μετεφέραμε τήν Ἁγία Κάρα τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου πρός εὐλογία καί ἁγιασμό τοῦ Ρουμανικοῦ Λαοῦ. Χιλιάδες Ρουμάνων ἀνέμεναν σχεδόν ἐπί δώδεκα καί πλέον ὧρες, ἡμέρα καί νύκτα, ὑπό φοβερό ψῦχος, νά ἔλθῃ ἡ σειρά τους νά προσκυνήσουν τήν Ἁγία Κάρα. Εἶχαν μιά ἐξαίσια ἡρεμία στά πρόσωπά τους καί στά μάτια τους φαινόταν ἡ γλυκειά προσμονή γιά τήν συνάντηση μέ τόν Ἅγιο.
· Ἀδελφοί μου. Εἶναι καιρός νά ἀλλάξουμε στάση ζωῆς, ὡς πρός ὡρισμένα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ζωτικῆς σημασίας γιά μᾶς. Τό κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί τό Ἀναστάσιμο Δεῖπνο, ἡ Ἀναστάσιμη Τράπεζα. Ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα δέν πρέπει νά εἶναι ἐξωτερικός, ἀλλά νά συνιστᾶ ὑπόθεση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Πρέπει νά εἶναι ἀνακαινιστικός, δυνατότητα καί ὁδός ἐπιστροφῆς στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὄχι εὐκαιρία κοσμικῆς τύρβης καί τρυφηλῆς ζωῆς.
Πιστεύω ὅτι αὐτό τό Πάσχα θά ἀναθεωρήσομε τήν στάση μας καί θά θελήσομε νά μείνομε στό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας, ἀκούοντας τόν χρυσολόγο πανηγυριστή, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο νά κραυγάζη ἑορταστικά. «Εἰ τις εὐσεβής καί φιλόθεος ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως…»(5). Καί ἀφοῦ ἀποκτήσομε τήν ἐμπειρία τῆς μεθέξεως τῆς ἀθανάτου τραπέζης καί τῆς δεσποτικῆς ἀναστασίμου ξενίας, ἄς ἀπολαύσομε καί τά ἀγαθά τῆς ἄλλης τραπέζης στό σπίτι μας, πού θά μοσχοβολάῃ Ἀνάσταση καί ὅπου τά δῶρα τοῦ Θεοῦ θά μᾶς δώσουν τήν χαρά καί τῆς ὑλικῆς ἀπολαύσεως ἀφοῦ, ὁ ὅλος ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὀντότης, ὡς μικτός προσκυνητής κατά τόν Ἱερό Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό, ἁγιάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως.
Ἀδελφοί μου. Μήν φύγετε τό Πάσχα ἀπό τήν Ἐκκλησία πρό τῆς Θείας Λειτουργίας. Μή ἐγκαταλείψετε τόν Κύριο. Μή διαπράξετε αὐτή τήν μεγάλη ἁμαρτία.
Καλή Ἀνάσταση.