π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοί Παρθένε ἄχραντε. Παρθενεύει γάρ τόκος καί ζωῆ προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετά τόκον Παρθένος καί μετά θάνατον ζῶσα, σώζεις ἀεί, Θεοτόκε, τήν κληρονομίαν σου».
Το πιο πάνω τροπάριο είναι ο ειρμός της Θ΄ (ενάτης) ωδής του Κανόνος της γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Μιλά για την υπέρβαση των νόμων της φύσεως, λέγοντας στην Παναγία: «Σε σένα, Παρθένε άχραντε, νικήθηκαν οι φυσικοί νόμοι. Διότι η παρθενία ενώνεται με τη γέννα και ο θάνατος με τη ζωή. Μετά τη γέννα μένεις παρθένος και μετά το θάνατο ζεις, σώζοντας πάντα, Θεοτόκε, τους δικούς σου».
Αλήθεια, πώς να υμνήσεις Αυτήν που είναι «τιμιώτερη από τα Χερουβείμ και ασύγκριτα πιο ένδοξη από τα Σεραφείμ»; Τι να πεις γι’ Αυτήν που υμνήθηκε όσο κανένας άλλος άνθρωπος πάνω στη γη; Όχι μόνο γιατί «ἀδυνατεῖ γλῶσσα τῶν βροτῶν» να ανυμνήσει τα μεγαλεία Της, αλλά και γιατί η ανθρώπινη κατάντια μας, με τις πολλές αμαρτίες και αναπηρίες, μάς καθιστά ανίκανους να προσεγγίσουμε ουσιαστικά το μυστήριο του προσώπου Της.

Άλλωστε, η Ταπεινή προσεγγίζεται με ταπείνωση, η «ἄσπιλη καί ἀμόλυντη Παναγία Μήτηρ τοῦ Θεοῦ» οράται με καθαρότητα «νοῦν, ψυχῆς καί καρδίας». Ωστόσο, η Παναγία ως Μάνα, δέχεται τα παιδιά Της «καθώς ἐστιν» κι αυτό ενθαρρύνει την ελπίδα και το θάρρος για να ψελλίσουμε γι’ Αυτήν τα ελάχιστα.
Η Παναγία έκρυβε το μυστήριο της ενανθρωπήσεως τού Θεού, γιατί οι άνθρωποι ήταν ανίκανοι να το εννοήσουν. Η ίδια σιωπά, ελάχιστα λέει, πιο πολύ είναι. Το μεγαλείο Της δεν βρίσκεται ούτε στα πολλά καλά Της έργα ούτε στα πολλά Της κηρύγματα. Κάνει το ένα που δίνει αξία στα άλλα. Αποδέχεται το μαρτύριο να γίνει Μητέρα του Εσταυρωμένου. Το «είναι» Της γίνεται «δοχεῖο τοῦ Ἀχωρήτου». Από τότε και για πάντα, «εἰς αἰῶνας», είναι «ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», που σώζει τον κόσμο με τις πρεσβείες Της, που εκφράζει τη στοργή, την κατανόηση και την αγάπη.
Η Εκκλησία κρύβει το μυστήριο του προσώπου τής Θεοτόκου και το αποκαλύπτει σ’ όσους ζουν μέσα σ’ αυτήν με ταπείνωση και αγωνιστικότητα. Όπως και σε όσους έχουν την επιθυμία να ζήσουν τη ζωή του Χριστού, πέφτουν και σηκώνονται, μετανοούν και πορεύονται. Γιατί η Εκκλησία είναι στον κόσμο για όσους ελεύθερα θέλουν να ενωθούν με το Θεό της αγάπης και της αλήθειας, δηλαδή για όσους επιθυμούν την αγιότητα.
Η εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας θεωρείται η μεγαλύτερη από τις γιορτές Της.  Το «Πάσχα του καλοκαιριού», όπως ονομάστηκε, μπορεί να γίνει μια μικρή έστω μετάβαση από τη νωθρότητα στη ζωντάνια της πνευματικής ζωής, από τη ραθυμία και ακηδία και ρουτίνα στη συνειδητοποίηση της ευλογίας να μπορούμε να χαιρόμαστε τη σχέση με τον «Υἱόν τῆς Παρθένου» και μαζί Της, ώστε να περνούν τα χρόνια μας με χαρά και ειρήνη και όντως ζωή.
«Ἁγνή Παρθένε Μαριάμ,
τῶν θλιβομένων ἡ χαρά,
παρηγόρησε
τίς θλιμμένες ψυχές τοῦ κόσμου Σου».