Προς Εβραίους επιστολή ια΄, 8-10, 32-40: “8. Με την πίστη ο Αβραάμ υπάκουσε στο Θεό, που τον καλούσε να φύγει για τη χώρα που θα κληρονομούσε, κι έφυγε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. 9. Με πίστη εγκαταστάθηκε στη γη που του είχε υποσχεθεί ο Θεός, ξένος σε άγνωστη χώρα, ζώντας σε σκηνές με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που κι αυτοί ήταν κληρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως. 10. Κι αυτό, γιατί περίμενε την πόλη που θα είχε γερά θεμέλια και που αρχιτέκτονας και δημιουργός της θα ήταν ο ίδιος ο Θεός…
…32. Χρειάζεται να συνεχίσω; Δε θα με πάρει ο χρόνος να διηγηθώ για το Γεδεών, το Βαράκ, το Σαμψών, τον Ιεφθάε, το Δαβίδ, το Σαμουήλ και τους προφήτες. 33. Με την πίστη κατατρόπωσαν Βασίλεια, επέβαλαν το δίκαιο, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν στόματα λεόντων·
(34) έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τη σφαγή, έγιναν από αδύνατοι ισχυροί, αναδείχτηκαν ήρωες στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα· (35) γυναίκες ξαναπήραν πίσω στη ζωή τούς ανθρώπους τους, κι άλλοι βασανίστηκαν ως το θάνατο, χωρίς να δεχτούν την απελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν ν΄ αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωή. 36. Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακίσεις. 37. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν σε στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες –(38) ο κόσμος δεν ήταν άξιος να ΄χει τέτοιους ανθρώπους- πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. 39. Όλοι οι παραπάνω, παρά την καλή μαρτυρία της πίστης τους, δεν πήραν ό,τι τους υποσχέθηκε ο Θεός. 40. Αυτός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς“.
Σκοπός της κουβέντας μας σήμερα είναι, αφορμώμενοι απλά από τον απόστολο της Κυριακής προ της του Χριστού Γεννήσεως, να καταλάβουμε ότι η κατά πνεύμα σάρκωση του Χριστού συμβαίνει πάντοτε, αλλά προϋποθέτει τη δική μας προετοιμασία, χωρίς όμως και να είναι και δικό της αποτέλεσμα, καθώς την ξεπερνά κατά πολύ. Η δική μας προετοιμασία έγκειται στο να προσλάβουμε αυτό που είναι ο Χριστός, στο μέτρο των δυνάμεών μας. Παρατηρείται το φαινόμενο χριστιανοί να νομίζουν, έστω ασυνείδητα, ότι με τις δικές τους αποκλειστικά προσπάθειες μπορούν να φτάσουν σε αυτό που λέμε «σωτηρία». Σε μια τέτοια προοπτική ο χριστιανός καταλαβαίνουμε εύκολα πως οδηγείται είτε στην υπεροψία και τον φαρισαϊσμό είτε στο άγχος και τις ενοχές στην περίπτωση βέβαια που νιώσει ότι αποτυγχάνει να γίνει αυτό που από μόνος του προσπαθεί.
Θα πούμε ευθύς εξαρχής ότι ο Χριστός είναι εκείνος που σώζει, είναι εκείνος που έφερε αυτήν τη δυνατότητα στον κόσμο. Τίποτε δικό μας δεν αρκεί για να υποκαταστήσει το έργο του Χριστού. Εμείς με τα έργα μας απλά συμμετέχουμε κατά το δυνατόν στο σωτηριώδες έργο του Χριστού. Κάνουμε δική μας, προσωπική ιστορία την ιστορία της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός στον κόσμο. Να το πούμε πιο απλά ίσως: το χάσμα που χωρίζει εμάς και τις προσπάθειές μας από αυτό που θέλει να είμαστε ο Θεός για να σωθούμε, το κάλυψε ο Χριστός. Αρκεί πρωτευόντως η πίστη σε αυτό που έκανε ο Χριστός για τη σωτηρία των ανθρώπων, αλλά θα ακολουθήσουν και τα έργα της πίστεως που θα αποδεικνύουν ότι όντως υπάρχει αυτή η πίστη. Τα έργα της πίστης δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από από την τήρηση των εντολών του Θεού. Τελικά πίστη τι άλλο μπορεί να είναι από αυτό το τελευταίο; Πίστη και αγάπη προς τον Θεό δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την τήρηση των εντολών του Θεού. Τις εντολές έχουμε για να βρούμε τον Θεό, για να καλλιεργήσουμε τη σχέση μας μαζί του.
Στο απόσπασμα λοιπόν του Αποστόλου που σας διάβασα πριν, οι αναφερόμενοι δεν είναι πρότυπα βιοτής, αλλά πίστεως. «Ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν». Γιατί όχι; Δεν στάθηκαν ικανά τα άθλα τους χάριν της πίστεως για να τους εξασφαλίσουν την επαγγελία; Το χωρίο ίσως είναι προβληματικό, ερμηνεύεται όμως από τη θέση που του δίνει η εκκλησία στον λειτουργικό της χρόνο. Διαβάζεται «προ της του Χριστού γεννήσεως», ωσάν η επερχόμενη εορτή να αποτελεί την απάντηση στο «κρείττον τι προβλεψαμένου»: είναι η εν χρόνω παρουσία του Θεού που κομίζει την επαγγελία, είναι η προσδοκία και δικαίωση των αγώνων τους και της πίστης τους, και η εν Χριστώ όλων μας δικαίωση. Ο αγώνας τους δικαιώνεται κατά τούτο, ότι όλοι αυτοί με την πίστη τους κράτησαν ζωντανή την προσδοκία του Μεσσία ως εθνική αποστολή και έσχατη ελπίδα σωτηρίας.
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Η σωτηρία μας δεν είναι αποτέλεσμα καλών προθέσεων ούτε καλών πράξεων ή μεγάλων θυσιών. Το ζητούμενο είναι κάτι που τα ξεπερνά πολύ όλα αυτά. Η σωτηρία είναι δώρο εξ ουρανού (Ιω. Παπαδόπουλος). Αναφέρομαι στη γέννηση του Χριστού.
«Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός». Ποιο είναι αυτό το πλήρωμα του χρόνου; Το προαιώνιο σχέδιο της θείας οικονομίας, η ανεξιχνίαστη θεία βουλή. Η παρουσία τής Θεοτόκου! «Ανθρώπου προς τω τέλει των αιώνων μόλις φανέντος … υπέρ τούτου μοι δοκεί μηδέ πρότερον ο Θεός, αλλ’ οψέ των αιώνων της ανθρωπείας φύσεως μετασχείν, ως αν αληθώς ούπω γενομένης, αλλά τηνικαύτα πρώτως φανείσης (Νκ Θεομήτωρ, Α΄16). Όταν παρουσιάστηκε στη γη ένας τέτοιος άνθρωπος, το πλήρωμα του χρόνου είχε έλθει και ο Χριστός έπρεπε να γεννηθεί. Δεν είναι λοιπόν τόσο άσχετο το γεγονός της σωτηρίας από τις δικές μας προσπάθειες. Η συγκατάνευση της Παναγίας στην πρόσκληση του Θεού ανοίγει τον δρόμο στον Θεό για να κατεβεί στη γη. Η Παναγία δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο που ετσιθελικά ο Θεός διάλεξε για να γεννήσει τον Χριστό. Η Παναγία συγκατάνευσε και γι’ αυτό την τιμάμε ιδιαιτέρως οι χριστιανοί.
Και, παράλληλα με αυτά, το σύμβολο της πίστεως λέει: κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της παρθένου και ενανθρωπίσαντα. Κατελθόντα – σαρκωθέντα – ενανθρωπίσαντα. Υπάρχει μια κλιμάκωση στην έλευση του Χριστού, μια πορεία καθόδου. Το κοσμοείδωλο της εποχής έλεγε ότι υπεράνω όλων είναι ο Θεός, ενώ ο Άδης ήταν κάτω από τη γη. Ο Χριστός λοιπόν διατρέχει αυτή την απόσταση. Ενώ ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει τον ουρανό, να φτάσει τον Θεό, μπορεί όμως ο Θεός να κατέλθει και να πλησιάσει τον άνθρωπο.
Αλλά αυτό που κάνει ο Θεός για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι σκάνδαλο και μωρία-ανοησία για κάποιους. Για τους μεν Ιουδαίους είναι σκάνδαλο. Ο Θεός δεν μπορεί να γίνεται άνθρωπος αφού έτσι ευτελίζεται η μεγαλωσύνη του. Η Αγία Γραφή και οι Πατέρες μιλούν όμως για κένωση. «Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ αλλ΄ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλ. Β΄6-7). Ο Θεός αδειάζει κατά κάποιο τρόπο από τη μεγαλωσύνη του, από τη θεϊκότητά του, και για κάποιο διάστημα ζει σαν άνθρωπος και μάλιστα υπό τις χειρότερες δυνατές ανθρώπινες συνθήκες. Τα Πάθη του Χριστού ξεκινούν ήδη με τη γέννησή του. Γεννιέται σε έναν στάβλο, σε ένα χώρο γεμάτο βρωμιά, και λίγο μετά θα κυνηγηθεί από τον Ηρώδη και θα αναγκαστεί να γίνει πρόσφυγας για να γλιτώσει… Σας καλώ να σκεφτούμε για λίγο το ότι ο Θεός έγινε ένας από μας, ίδιος με μας, χωρίς αμαρτία, και περπάτησε μαζί μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Θεός είναι και ένας άνθρωπος πλέον και γι’ αυτό μπορούμε να τον συναντήσουμε πιο εύκολα.
Για την ελληνική σκέψη το να γίνει ο Θεός άνθρωπος είναι ένας παραλογισμός. Εδώ υπερβαίνονται τα φυσικά όρια κι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει. Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Πώς είναι δυνατόν να υπερβαθεί αυτό το χάσμα; Αν κάποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο δεν ξέρει τι λέει. Καταστρατηγεί τη φυσική και τη λογική αναγκαιότητα. Η ελληνική σκέψη δεν περιμένει τίποτα καινούργιο. Όλα είναι υποταγμένα στη φυσική αδήριτη αναγκαιότητα. Αλλά κατά τον Δαμασκηνό, με την ενσάρκωση «επιτελείται το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον». Και στη σημερινή εποχή που υμνεί το νέο, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πραγματικά νέο. Αντιθέτως, οι χριστιανοί γιορτάζουμε χιλιάδες χρόνια αυτή τη γιορτή και στην ουσία εξακολουθεί να είναι το κατεξοχήν νέο, όχι μόνο γιατί δεν ξανασυνέβη κάτι ανάλογο στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και γιατί κάθε πιστός καλείται να ζήσει ο ίδιος στη ζωή του την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου και αυτό είναι κάτι το ριζικά καινούργιο για τον καθένα μας…
Στην άπειρη συγκατάβασή του λοιπόν ο Θεός σαρκούται. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Δεν ενώνεται με κάποιον θεοφόρο άνθρωπο αλλά γίνεται άνθρωπος και τίκτεται από την Θεοτόκο. Δεν προϋπάρχει κάποιο άτομο αλλά δημιουργεί μια νέα και μοναδική ύπαρξη στον κόσμο, τον Ιησού Χριστό, στον οποίο υποστατικώς ενώνονται δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη.
Και έχουμε Θεόν ενανθρωπήσαντα και όχι άνθρωπο θεωθέντα, θεάνθρωπο και όχι ανθρωποθεό. Με αυτό θέλουμε να πούμε ότι η πρωτοβουλία ανήκει στον Θεό και όχι στον άνθρωπο. Η έξοδος από τον Θεό και όχι η έξοδος από τον άνθρωπο. Το αντίθετο έκανε ο Αδάμ. Δεν βγήκε έξω από τον εαυτό του. Η κίνησή του ήταν αυτο-θεωτική και αυτή τον οδήγησε στην καταστροφή. Ο Αδάμ εγκλωβίστηκε μέσα στα φθαρτά όρια της ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα ο Θεός, -κι εδώ φαίνεται η παντοσυναμία του-, είναι ελεύθερος από φυσικές αναγκαιότητες. Διορθώνει το έργο του Αδάμ οδηγώντας στο τέλος τη θέωση του ανθρώπου, όχι αυτόνομα, αλλά στην ένωσή του με τον Θεό. Κι όλα τούτα διότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος μόνο έχει ανάγκη τον Θεό. Ο άνθρωπος καθορίζεται στη σχέση του με τον Θεό. Είναι κτίσμα και έχει απόλυτη ανάγκη τον Θεό. Κι ενώ ο Θεός ενεργεί ελεύθερα, δεν υπόκειται σε καμιά ανάγκη -κι αυτό αφορά και στη Δημιουργία του κόσμου και στην ενσάρκωση, είναι γεγονότα ελευθερίας. Ο άνθρωπος όμως ως κτίσμα, έχει ανάγκη τον Θεό. Νομίζουμε ότι μπορούμε να αυτοκαθοριζόμαστε -ειδικά στην εποχή μας-, αλλά στην ουσία ο άνθρωπος ετεροκαθορίζεται. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε πόσο χρειαζόμαστε τον Θεό και τον Χριστό. Όταν προσπαθούμε να αυτονομηθούμε τόσο απομακρυνόμαστε από τη μοναδική ανάγκη που έχουμε: τη σχέση μας με τον Θεό.
Ο νέος Αδάμ επομένως κάνει ό,τι δεν πραγματοποίησε ο πρώτος. Και τι δεν έκανε ο πρώτος; Δεν υποτάχθηκε στο θέλημα του Θεού. Ο νέος Αδάμ υποτάσσει λοιπόν το ανθρώπινο θέλημα στο Θείο. Αν παρατηρήσουμε μέσα μας θα βρούμε εύκολα δύο αντίθετες θελήσεις. Μία που θέλει να κάνει το καλό και μία άλλη που θέλει και μας οδηγεί να πράξουμε συνήθως το κακό. Η ασθένεια αυτή της ανθρώπινης φύσης θεραπεύτηκε από τον Χριστό. Όσο και να ζορίσουμε τους εαυτούς μας δε θα μπορέσουμε να θέλουμε με φυσικό τρόπο αυτό που θέλει ο Θεός. Ο Χριστός μόνο μπορεί να θεραπεύσει τη δική μας αμαρτωλή βούληση. Γι’ αυτό λέμε ότι ο χριστιανισμός ξεπερνά τη θρησκεία. Δεν είναι ένα σύστημα κανόνων, την εφαρμογή των οποίων απαιτεί ο Θεός. Είναι μια σχέση με τον Θεό που έγινε άνθρωπος, σχέση αγάπης που, όπως είπαμε, ξεκινάει με την προσπάθεια τήρησης των εντολών του Θεού στο μέτρο του δυνατού. Η προσπάθεια τήρησης των εντολών μάς δίνει το μέτρο, οι εντολές μάς προσανατολίζουν. Αλλά μόνο μέσα από τη σχέση στην οποία μας κατευθύνουν, μόνο με τη χάρη του Θεού, σωζόμαστε. «Ο αγώνας για την τήρηση των εντολών μάς κρατάει σε εγρήγορση για να αποδεχτούμε την παρουσία του Κυρίου. Χωρίς αυτή την προσπάθεια βουλιάζουμε στις δυνάμεις της φθοράς και του θανάτου» (Δ. Μαυρόπουλος/Διερχόμενοι διά του ναού, σελ. 137).
Επειδή νομίζουμε λοιπόν πολύ συχνά ότι με το ζόρι και με αποκλειστικά δικές μας προσπάθειες γινόμαστε χριστιανοί ας δούμε πώς μπορεί να γίνει αυτό ευκολότερα και χωρίς πνευματικούς κινδύνους.
Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Έτσι, ως άνθρωπος, έχει δικό του φυσικό θέλημα και ενέργειες φυσικές (φύση ανενέργητη = ανύπαρκτη). Η θεία και η ανθρώπινη φύση έχουν ενωθεί στο πρόσωπο του Χριστού. Μάλιστα η ένωση αυτή δεν είναι επιφανειακή. Δεν είναι επαφή εξωτερική, σαν δυο πράγματα που το ένα το βάζουμε πάνω στο άλλο. Εδώ μιλάμε για ανάκραση. Είναι σα να λιώνει σε χωνευτήρι και ξαναπλάθει την ανθρώπινη φύση ενωμένη με τη θεία, εις τρόπον ώστε είναι πλέον αδιαχώριστες, αδιαίρετες. Πρόκειται για τη στενότερη, εγγύτερη δυνατή ένωση κτιστού και ακτίστου.
Ταυτόχρονα η κάθε φύση διατηρεί τα γνωρίσματά της και δεν καταπιέζει ή εξαφανίζει η μία την άλλη. Συνυπάρχουν ασυγχύτως και αυτό μάς δείχνει πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού. Ο Θεός σέβεται τον άνθρωπο που αγαπάει και δεν θέλει να τον εξαφανίσει. Ο άνθρωπος παραμένει ακέραιος μέσα στην αγάπη του Θεού. Και μάλιστα σε μια κατάσταση δόξης. Έτσι θα πρέπει να είναι λοιπόν ο άνθρωπος με όλες τις ενέργειες και τα ιδιώματα. Όπως ο Χριστός στην ανθρώπινή του φύση. Με άλλα λόγια λόγια ο άνθρωπος καλείται να εγχριστωθεί.
Αλλά προσέξτε: ενώ συνυπάρχουν και οι δύο φύσεις στο πρόσωπο του Χριστού και είναι ακέραιες και οι δύο, ο Χριστός δεν υπόκειται στη φυσική αναγκαιότητα, δεν περιορίζεται από τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης, όπως περιοριζόμαστε εμείς. Ο Χριστός κινείται ελεύθερα σε σχέση με τη φυσική αναγκαιότητα.
Από τη μία λοιπόν, ο Χριστός ως Θεός δεν μας εξαφανίζει, ενώ ως άνθρωπος μπορεί να βαδίζει πάνω στα κύματα. Θυμηθείτε ότι ο Χριστός πεθαίνει επειδή το θέλει κι όχι επειδή τον σταύρωσαν. Θυμηθείτε ότι όταν πήγαν οι στρατιώτες να τον συλλάβουν με το που τον αντίκρισαν έπεσαν καταγής ή όταν οι εβραίοι πήγαν να τον ρίξουν από έναν γκρεμό, ο Χριστός ξέφυγε περνώντας ανάμεσά τους. Οι ευαγγελιστές μάς θυμίζουν με διάφορους τρόπους πως ο Χριστός δεν περιορίζεται από τη θνητή ανθρώπινη φύση του.
Αυτό οι Πατέρες το ονομάζουν με τον όρο: «αντίδοσις ιδιωμάτων». Η εν αγάπη ένωση με τον Θεό, η τελειότητα της ανθρώπινης φύσης, οδηγεί σε ελευθερία από τους προκαθορισμούς της φύσης. Καμιά αναγκαιότητα δεν ορθώνεται μπροστά στον Χριστό, που να μην μπορεί να την ξεπεράσει.
Για τον άνθρωπο δημιουργήθηκε όλος ο ορατός κόσμος και πρότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου είναι ο Χριστός. Ο άνθρωπος έχει μια σχέση εικόνος προς το πρωτότυπο που είναι ο Χριστός. Κατά τον Καβάσιλα η σχέση της εικόνος προς το πρωτότυπο είναι σχέσις μερική, ωστόσο όμως πραγματική. Ό,τι συνιστά τον προπτωτικό άνθρωπο -λέει ο Π. Νέλλας-, η αρχή, η δομή και το τέλος αυτού είναι θεοκεντρικό, και μάλιστα Χριστοκεντρικό. Η αρχή του ανθρώπου, κατά πρώτον, συνίσταται στο κατ’ εικόνα. Ο άνθρωπος είναι ό,τι είναι μόνο ως εικόνα Θεού. Είναι ενάρετος, καλός ή δίκαιος, μόνο επειδή είναι εικόνα του Θεού. Και παραμένει τέτοιος εν όσω υπάρχει και ζει ως εικόνα του Θεού, εν όσω βρίσκεται στην ορθή ενώπιον του Θεού στάση και διακρατεί την ορθή με τον Θεό σχέση· εν όσω φωτίζεται και ζωοποιείται από τον Θεό. Η δομή του ανθρώπου, κατά τον Καβάσιλα, είναι σαφώς Χριστοκεντρική. Όλες οι αναζητήσεις και όλες οι επιθυμίες τού ανθρώπου βρίσκονται στη σχέση του με τον Θεό. Λέγοντας σχέση εννοούμε ασφαλώς την τήρηση των εντολών του Θεού. Αυτές είναι ό,τι έχουμε, μαζί με τα μυστήρια, για να πλησιάσουμε τον Θεό. Σκοπός λοιπόν του Αδάμ όταν δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού σημαίνει, ότι οφείλει να υψωθεί προς το αρχέτυπον και να «υποδεχθεί» τον Θεό. Σκοπός του ανθρώπου ήταν να ενωθεί μετ’ αυτού υποστατικώς ο Λόγος και να φανερωθεί στην ιστορία ο Χριστός. Πριν την υποστατική ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης, οι δύο φύσεις ήταν χωρισμένες. Ο Θεός ήταν Θεός μόνον και ο άνθρωπος άνθρωπος. Τώρα ο Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός.
Θα ρωτήσετε: πώς γίνονται όλα αυτά; Θα πρέπει να πούμε ότι όλα αυτά είναι Αλήθειες που κατανοούνται μόνο ζώντας κοντά στον Θεό, τα κατανοεί κανείς «ου μόνον μαθών, αλλά και παθών τα Θεία» (ΔΑ). Όπως καταλαβαίνετε εμείς μένουμε στο «μαθών τα Θεία» και αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Στην πραγματικότητα αγνοούμε και θεωρητικά το δόγμα. Αυτό, το να γνωρίζουμε θεωρητικά τα δόγματα, είναι απαραίτητο αλλά δεν αρκεί.
Πάντως δεν είναι απλές θεωρίες ή φιλοσοφικά σχήματα. Ας θυμηθούμε τους αιματηρούς αγώνες της εκκλησίας για να διασωθούν τα δόγματα αυτά και τους πολλούς μάρτυρες εξαιτίας των διαμαχών για τα δόγματα.
Υπήρξαν κάποιοι αιρετικοί λ.χ. που λέγονταν Δοκητές. Ο Λόγος ισχυρίζονταν ενηνθρώπησε κατά δόκησιν, φαινομενικά, όχι πραγματικά. Δεν δέχονταν ότι ο Θεός μπορούσε να φορέσει την ύλη. Άλλοι αιρετικοί δέχονταν ότι ο Χριστός ήταν κτίσμα ή μόνο άνθρωπος, άλλοι έλεγαν ότι είναι μόνο Θεός.
Όλα απορρίφθηκαν από την εκκλησία γι’ αυτά που λέγαμε προηγουμένως. Οι Πατέρες υπερασπίστηκαν τον άνθρωπο, διεκδικώντας την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Βασική τους θέση ήταν: «το απρόσληπτον και αθεράπευτον» (Γθ).
Ο Χριστός ήταν λοιπόν και άνθρωπος καθ’ όλα χωρίς αμαρτία. Άνθρωπος με σώμα όπως εμείς. Για να σωθούμε λοιπόν δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε εσωτερικές καταστάσεις ή μυστικές εμπειρίες εξώκοσμες. Δε χρειάζεται να περιφρονούμε τον άνθρωπο, δηλαδή το υλικό σώμα μας και ό,τι είναι ανθρώπινο. Μόνο την αμαρτία χρειάζεται να παλέψουμε. Πώς; Προσκολλώμενοι στον Χριστό που νίκησε την αμαρτία, νίκησε τον πόλεμο με τον Σατανά και μας προσφέρει τη νίκη αυτή για να την κάνουμε και δική μας νίκη. Ο πόλεμος λοιπόν έχει τελειώσει. Ο Χριστός νίκησε. Αμαρτία, Διάβολος, θάνατος έχουν νικηθεί από τον θεάνθρωπο Χριστό. Μικροαψιμαχίες γίνονται μόνο στην προσωπική ζωή του καθενός. Οι αψιμαχίες αυτές είναι πολύ σοβαρές για μας, αλλά αν πάρουμε είδηση ότι ο πόλεμος έχει κριθεί οριστικά από τον Χριστό, τότε απλά πάμε με το μέρος του Χριστού και είμαστε νικητές και της προσωπικής μας μάχης. Διαφορετικά δεν γίνεται να νικήσουμε. Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε μόνοι μας τη φυσική αναγκαιότητα που μας εγκλωβίζει στην αμαρτία και τον Θάνατο. Δε χρειάζεται λοιπόν να απαρνηθούμε το σώμα μας ή αυτήν εδώ τη ζωή. Όλα είναι δώρα του Θεού, αυτό το σώμα είχε ο Χριστός, σ’ αυτό τον κόσμο έζησε, σ’ αυτό τον κόσμο είναι η εκκλησία του. Όχι μόνο δεν πρέπει να φοβόμαστε τη ζωή αυτή ή να μην την αποδεχόμαστε, αλλά στην περίπτωση αυτή γινόμαστε αιρετικοί, αφού είναι σα να απορρίπτουμε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Γι’ αυτό οι Πατέρες δίνουν μάχη για τον ακέραιο άνθρωπο και την ιστορική του υπόσταση. Γι’ αυτό η εκκλησία πάλεψε εναντίον των εικονομάχων που ήθελαν έναν Θεό απόμακρο και απρόσιτο. Έναν Θεό που δεν μπορεί να γίνει εικόνα.
Δεν αρνούμαστε λοιπόν τον κόσμο, την ιστορία, το σώμα, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, ό,τι είναι ο άνθρωπος. Αν κάτι από αυτά το απορρίψουμε, απορρίπτουμε τον άνθρωπο. Στην εκκλησία δεν ερχόμαστε για να απαλλαγούμε από τα πάθη μας, αλλά για να τα εξαγιάσουμε. Να τα μεταμορφώσουμε, να τα στρέψουμε προς το καλό, προς το θέλημα του Θεού. Τα πάθη θα τα έχουμε πάντα. Πάθος είναι μια δύναμη της ψυχής. Αν γίνει επιθυμία παράλογη και μακριά από αυτό που θέλει ο Θεός, τότε καταπολεμείται. Αλλά καταπολεμείται όχι με την εξαφάνιση της ψυχικής δύναμης, όχι με την εξάλειψη της επιθυμίας, αλλά με τη θεραπεία της. Στόχος δεν είναι να γίνουμε άβουλα πλάσματα, αλλά να εξαγιασθούμε ως πρόσωπα. Τίποτα δεν περισσεύει, τίποτα δεν πετάμε από αυτό που είναι ο άνθρωπος, πρέπει να τα αλλάξουμε μόνο, να τα μεταμορφώσουμε (Ιω. Παπαδόπουλος).
Καταλαβαίνετε ότι τα δόγματα δεν είναι μόνο για τους θεολόγους, κάποιους ας πούμε ειδικούς… Αν δεν ξέρουμε τις βασικές αλήθεις της πίστης μας τότε σε λίγο θα εγκαταλείψουμε αυτή την πίστη που δε μας λέει τίποτα πια. Είπαμε σήμερα για το τι είναι ο Χριστός και επιμείναμε στο ασυγχύτως. Δηλαδή στο ότι ο Θεός ανέλαβε τον άνθρωπο από αγάπη χωρίς να του στερήσει την ελευθερία. Αν πιστεύουμε σε αυτόν τον Θεό, τότε λ.χ. πρέπει έτσι να ενεργούμε στην καθημερινή μας ζωή. Θα αγαπάμε τον άλλον χωρίς να του στερούμε την ελευθερία και καταντήσουμε δικτάτορες, αλλά και θα υπερασπιζόμαστε μια ελευθερία όταν συνοδεύεται από αγάπη, γιατί διαφορετικά καταλήγουμε στην αναρχία. Κι αυτό μπορεί να γίνει και γίνεται στον κόσμο όχι μόνο στην ατομική ζωή αλλά και συλλογικά. Ολοκληρωτικά καθεστώτα υπάρχουν ακόμη και σήμερα, την αναρχία δε, τη ζήσαμε και πέρυσι (2008) τον Δεκέμβριο πολύ έντονα στην Αθήνα κι αλλού. Παντού λοιπόν μπορούμε να βρούμε τον Χριστό. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός», μέτρο του κόσμου είναι ο Χριστός.
«Ο του Θεού λόγος εφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, αεί γεννάται θέλων κατά πνεύμα διά φιλανθρωπίαν τοις θέλουσι» (Μο). Όλοι όσοι δε ζήσαμε την κατά σάρκα γέννση του Χριστού, μπορούμε νε την ζήσουμε κατά πνεύμα. Και ακόμη περισσότερο: μπορούμε να τον βοηθήσουμε να γεννηθεί στον κόσμο, γινόμενοι συνεργοί της χάριτος, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο Θεοτόκοι! «Μακάριος ο το φως του κόσμου εν εαυτώ μορφωθέν θεασάμενος, ότι αυτός ως έμβρυον έχων τον Χριστόν μήτηρ αυτού λογισθήσεται» (Σθ). Αυτή τη χαρά δεν την έχουμε ζήσει, όμως σε αυτήν μας προτρέπουν οι πατέρες της εκκλησίας μας, οι τω πάθει μαθόντες τα θεία. «Εντεύθεν άρχεται βρύειν σοι η χαρά. Και τότε ευρίσκεις τας θλίψεις γλυκυτέρας του μέλιτος» (Ισ).
|