Εορτή καὶ πανήγυρις, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Εἶνε σὰν Μεγάλη Παρασκευή.
Τὸ ἀπολυτίκιο, τὰ τροπάρια, ὁ ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιο, ὅλα ὅσα λέγονται στὴ λατρεία μας τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, ὑπενθυμίζουν τὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, τὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος.
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβο Υἱό του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι ὅσοι θὰ πιστέψουν σ᾽ αὐτόν (Ἰωάν. 3,16).
Κάθε σταλαγματιὰ αἵματος ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε ἱκανή, ἀγαπητοί μου, νὰ ξεπλύνῃ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρωπότητος. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7).
Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὑπενθυμίζει καὶ ἕνα γεγονὸς τῆς ἱστορίας μας.
Οἱ Ἑβραῖοι μετὰ τὴ σταύρωσι ἄνοιξαν ἕνα βαθὺ λάκκο, ἔρριξαν μέσα τὸ σταυρὸ καὶ τὸν σκέπασαν μὲ κόπρια καὶ ἀκαθαρσίες. Ἔμεινε ἐκεῖ τὸ τίμιο Ξύλο ἐπὶ αἰῶνες.
Μετὰ ὅμως ἀπὸ 300 χρόνια μία εὐλαβὴς βασίλισσα, ἡ ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀπέδωσε τὴν πρέπουσα τιμὴ στὸ Σταυρό.
Ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἔσκαψε βαθειά, τὸν βρῆκε καὶ τὸν παρέδωσε στὸν ἐπίσκοπο Ἰεροσολύμων. Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἤθελε κι αὐτὸς νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν ἀσπασθῇ, ὁ πατριάρχης ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα, τὸν ὕψωσε, ἐνῷ ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔλεγαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Ἔτσι ἡ ἁγία Ἑλένη ἔδειξε τὴν εὐγνωμοσύνη της στὸ Χριστό, ποὺ βοήθησε τὸν υἱό της νὰ νικήσῃ μὲ τὸ «ἐν τούτῳ νίκα».
Ὁ τίμιος σταυρός! Ὅλοι τὸν ἀγαποῦν, καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι· μόνο οἱ δαίμονες τρέμουν στὸ ἄκουσμα καὶ τὴ θέα του. Ἀλλ᾽ ἂν ρωτήσετε, ποιός ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀγάπησε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ περισσότερο, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Γράφει· «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ»(Γαλ. 6,14).
Ἐγώ, λέει, δὲν καυχῶμαι ὅπως ἄλλοι γιὰ χρήματα, ἀξιώματα, δύναμι καὶ ἀνθρώπινη σοφία. Ἕνα εἶνε τὸ καύχημά μου, ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου· μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἔχει πεθάνει ὁ κόσμος γιὰ μένα κ᾽ ἐγὼ γιὰ τὸν κόσμο.
Ἕνας ἄλλος νεώτερος ἅγιος, ποὺ ἀγάπησε ἐπίσης πολὺ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ μαρτύρησε στὸ Τεπελένι τὸ 1779. Ἦταν προφήτης.
Προφήτευσε πολλὰ σημερινὰ ἐπιτεύγματα. Θὰ δῆτε, εἶπε, στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχῃ γρηγορώτερα ἀπὸ τὸ λαγό (τὸ αὐτοκίνητο).
Θὰ ᾽ρθῇ καιρὸς ποὺ θὰ ζωσθῇ ὁ τόπος μὲ μιὰ κλωστή (τὸ τηλέφωνο). Θὰ δῆτε στὸν οὐρανὸ ἀκρίδες ποὺ θὰ ῥίχνουν φωτιὰ ἀπὸ τὴν οὐρά τους (τ᾽ ἀεροπλάνα).
Θὰ ἔρθῃ καιρός, ποὺ θὰ φέρῃ γῦρες ὁ διάβολος μὲ τὸ κολοκύθι του (πύραυλοι καὶ διαστημόπλοια). Καὶ κάτι πολὺ σοβαρό· Θὰ ᾽ρθῇ μέρα ποὺ ὁ διάβολος θὰ βγάλῃ ἕνα κουτὶ ποὺ θὰ τρελλάνῃ τὴν ἀνθρωπότητα (ἡ τηλεόρασι).
Μεγάλος προφήτης. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς λοιπὸν ἀγαποῦσε πολὺ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπου πήγαινε, ἔστηνε ἕνα μεγάλο σταυρὸ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σκιά του κήρυττε.
Στὸ τέλος μοίραζε σταυρούς· τέτοιοι σταυροὶ σῴζονται ἀκόμα στὴν Ἤπειρο. Ἀναφέρω δύο θαύματα τοῦ σταυροῦ, ἕνα ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ἕνα ἀπὸ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ.
Τὸ πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ σταυρὸς τιμωρεῖ. Φθάνοντας ὁ ἅγιος σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ἔξω ἀπ᾽ τὰ Τρίκαλα, ἔστησε σταυρὸ καὶ κήρυξε. Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ σταυρὸς καὶ περνοῦσαν ὅλοι καὶ τὸν προσκυνοῦσαν. Πέρασε κ᾽ ἕνας Τοῦρκος ἐξουσιαστής.
Ὅταν εἶδε τὸ σταυρὸ τί ἔκανε· τὸν διέλυσε, τὸν πῆρε στὸ σπίτι του καὶ τὸν ἔκανε ξυλοπόδαρα τοῦ κρεβατιοῦ του! Τέτοια ἀσέβεια. Κοιμήθηκε λοιπὸν στὸ κρεβάτι; Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε· ἔγινε σὰν σεισμός, αὐτὸς ἔπεσε κάτω καὶ κυλιόταν ἀφρίζοντας σὰν δαιμονισμένος!
Ὅταν τὸν σήκωσαν δύο δικοί του, συνῆλθε, κατάλαβε πὼς αὐτὸ τό ᾽παθε ἀπὸ θεία ὀργὴ γι᾽ αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Πῆρε τότε στὸν ὦμο τὰ ξύλα, τὰ πῆγε στὴ θέσι τους, τὰ συναρμολόγησε καὶ ἔφτειαξε πάλι τὸ σταυρό.
Στὸ ἑξῆς περνοῦσε κάθε μέρα ἀπὸ ᾽κεῖ, κατέβαινε ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ προσκυνοῦσε τὸ σταυρό (βλ. ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 2003, σ. 76).
Καὶ τὸ δεύτερο θαῦμα, ποὺ δείχνει πότε ἐνεργεῖ ὁ σταυρός. Σᾶς μεταφέρω αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ· «Ἦτον ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰουλιανὸς ἀναγνώστης, ὅστις ἐσπούδασε γράμματα μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ γίνῃ βασιλεύς.
Πηγαίνει λοιπὸν καὶ εὑρίσκει ἕνα μάγον Ἑβραῖον καὶ τοῦ λέγει· Εἶσαι καλὸς νὰ μὲ κάμῃς βασιλέα καὶ νὰ σὲ κάμω βεζίρη; Τοῦ λέγει ὁ μάγος· Ἀρνήσου τὸν Χριστόν, καὶ ἐγὼ νὰ σὲ κάμω.
Λέγει του ὁ Ἰουλιανός· Τὸν ἀρνοῦμαι. Τότε κάμνει ἕνα γράμμα ὁ μάγος καὶ τοῦ λέγει· Πάρε τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ πήγαινε εἰς ἕνα μνῆμα ἑλληνικὸ καὶ ρίψε το ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔλθουν δαίμονες· καὶ ὅ,τι σοῦ κάμνουν μὴ φοβηθῇς καὶ νὰ μὴ κάμῃς τὸν σταυρόν σου, διότι θὰ φύγουν.
Ἐπῆγεν ὁ Ἰουλιανὸς εἰς τὸ μνῆμα καὶ ρίχνοντας τὸ χαρτὶ ἦλθαν οἱ δαίμονες. Αὐτὸς φοβηθεὶς καὶ κάμνοντας τὸν σταυρόν του ἔφυγον οἱ δαίμονες.
Πηγαίνει εὐθὺς εἰς τὸν μάγον καὶ τοῦ λέγει τὰ γενόμενα. Τότε τοῦ λέγει ὁ μάγος· Πήγαινε νὰ σφάξῃς ἕνα παιδὶ καὶ νὰ μοῦ φέρῃς τὴν καρδιά του.
Ἐπῆγε καὶ ἔσφαξε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ἔφερε τὴν καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τοὺς δαίμονας ὁ μάγος. Αὐτὸς πάλιν ἀπὸ τὸν φόβον του ἔκαμε τὸν σταυρόν· ἀλλ᾽ οἱ δαίμονες δὲν ἐφοβήθησαν…» (ἔ.ἀ. σσ. 159-160).
Ἔξυπνοι εἶστε καὶ μπορεῖτε ν᾽ ἀπαντήσετε στὸ ἐρώτημα· γιατί τὴν πρώτη φορὰ μόλις ἔκανε τὸ σταυρό του τὰ δαιμόνια ἔφυγαν, ἐνῷ τὴ δευτέρα φορὰ δὲν ἔφυγαν; Διότι τὴν πρώτη φορὰ ἦταν καθαρός, ἐνῷ τὴ δεύτερη φορὰ τὰ χέρια του ἔσταζαν αἷμα παιδιοῦ. Κάνει ὁ σταυρὸς θαύματα – πότε;
Ὅταν τὰ χέρια μας εἶνε καθαρὰ ἀπὸ αἵματα, κλεψιές, ἀτιμίες, ψευδορκίες, ὅταν ὅλο τὸ σῶμα μας εἶνε καθαρὸ ἀπὸ πορνεία, μοιχεία καὶ ἄλλες ἁμαρτίες. Τότε, καὶ μιὰ φορὰ νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, φτάνει καὶ μὴ φοβᾶσαι.
Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς διηγηθῶ μύρια παραδείγματα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἔθνους μας, νὰ δῆτε ὅτι ὁ σταυρός, ποὺ βρίσκεται καὶ στὴν κορυφὴ τῆς ἑλληνικῆς σημαίας, θαυματουργεῖ. Εἶνε σύμβολο νίκης καὶ ὅπλο ἀήττητο.
Ποιός σταυρὸς ὅμως; ὁ κανονικός. Μερικοὶ δὲν κάνουν σταυρό, νομίζεις πὼς παίζουν βιολί.
Εἴμαστε ὀρθόδοξοι; θὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας ὅπως συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἑνώνουμε τὰ τρία δάχτυλα, ποὺ σημαίνει· Ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν κόσμο.
Τὰ φέρνεις στὸ μέτωπο ψηλά· γιατὶ στὰ οὐράνια ἦταν ὁ Χριστός.
Μετὰ κάτω· γιατὶ σὰν τὸν ἀετὸ χαμήλωσε καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, στὴν κοιλία τῆς Παναγίας Παρθένου.
Κατόπιν δεξιά· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Καὶ ἀριστερά· «Μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων».
Τέλος· «Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε». Αὐτὸς ὁ σταυρός, ὅταν γίνεται μὲ πίστι, κάνει θαύματα.
Παντοῦ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου λοιπόν. Τὸ πρωὶ μόλις ξυπνᾷς, Χριστιανέ, σταυρώσου. Σταυρὸ στὸ δρόμο, στὸ χωράφι, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ πλοῖο, στὸ τραῖνο, στὸ ἀεροπλάνο.
Σταυρὸ τὸ μεσημέρι ποὺ κάθεσαι νὰ φᾷς· μὴ βάλῃς μπουκιὰ στὸ στόμα δίχως σταυρό.
Σταυρὸ τὸ βράδυ· γονάτισε τὰ μεσάνυχτα στὴν ἡσυχία, γιατὶ μεσάνυχτα καὶ μεσημέρι, ὅπως μαρτυροῦν στατιστικές, εἶνε ὧρες αἰχμῆς τοῦ ἐγκλήματος· γι᾽ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδὸς λέει· Σῶσε με «ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ»(Ψαλμ. 90,6).
Τὰ μεσάνυχτα στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία τὰ ἀνδρόγυνα εἶχαν ἱερὰ συνήθεια νὰ σηκώνωνται καὶ νὰ προσεύχωνται. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ παιδιὰ μάθαιναν νὰ λένε πρὶν κοιμηθοῦν· «Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου, ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου…».
Γι᾽ αὐτὸ κατηραμένα τὰ χείλη αὐτῶν ποὺ τὸν βλαστημοῦν. Ἂν ἀκούσετε βλάσφημο, νὰ τοῦ πῆτε σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ· Νὰ ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· νὰ ὑβρίσῃς τὸ Χριστὸ τὴν Παναγιὰ ἢ τὸ σταυρό μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ.
Σήμερα, ὅπως ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρὸ γεύθηκε ξίδι μόνο, τίποτε ἄλλο, καὶ εἶπε τὸ «Τετέλεσται»(Ἰωάν. 19,30), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα, σὰν Μεγάλη Παρασκευή, οὔτε ὄργανα οὔτε χοροὺς οὔτε διασκεδάσεις, ἀλλὰ νηστεία (ψωμάκι, ἐλιές, κρεμμύδι), καὶ νὰ λέμε· «Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, βοήθει μοι»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
η οποία έγινε στον ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού Ανατολικού – Εορδαίας 14-9-1977
Πηγή: https://www.askitikon.eu/