Μία από τις βασικές διαστάσεις της πνευματικής ζωής του ανθρώπου είναι και αυτή του αγιασμού, της κάθαρσης δηλαδή της καρδιάς από τα πάθη και της χορήγησης της χάριτος του Θεού, η οποία καθιστά τον καθένα που τη λαμβάνει φωτισμένο, αγιασμένο, χωρίς να υπάρχει ψεγάδι στη σχέση με τον Θεό. Διότι εκεί βρίσκεται το κλειδί. Να μπορεί ο άνθρωπος να έχει σχέση με τον Θεό. Και για να γίνει αυτό προϋποτίθεται ότι πρέπει να μην είναι ο άνθρωπος ανάξιος αυτής της σχέσης. Αναφωνούμε: «άγιος ο Θεός». Και θέλουμε και ζητούμε ο άγιος Θεός να στρέψει το ίλεον όμμα Του προς εμάς και να μας καθαρίσει από τον ρύπο της ψυχής μας. Δηλαδή να μας ελκύσει προς Αυτόν και να μας κάνει να μην κυριαρχούμαστε από ό,τι μας χωρίζει: το ίδιον θέλημα, την αμαρτία ως πράξη, την αίσθηση ότι μπορούμε και μόνοι μας.
Οι θρησκείες, από τη στιγμή που ο άνθρωπος ερχόταν σε επίγνωση και κατανοούσε ότι απέναντι στον Θεό είχε φταίξιμο, αμαρτία, αποτυχία, με συνοδευτικό την ενοχή, είχαν καθιερώσει μία σειρά καθαρμών, εξιλαστήριων τελετών, με κύριο γνώρισμά τους τη θυσία ζώων. Ήταν μέσα στη λογική και πρακτική τους δεδομένο ότι το αίμα των ζώων, αντί για το ανθρώπινο, έκανε τον θεό λιγότερο εξοργισμένο. Ήταν μια σχέση δούναι και λαβείν. Ο θεός ευχαριστιόταν διότι ο άνθρωπος είχε κάτι να δώσει σ’ αυτόν ως αντάλλαγμα για ό,τι εκείνος του είχε προσφέρει, και μάλιστα αντί για τις αμαρτίες του, που προσβάλλουν τον θεό. Αλλά και ο άνθρωπος ηρεμούσε, διότι με αυτόν τον τρόπο ένιωθε ότι οι αμαρτίες του δε θα ήταν εμπόδιο στο να έχει την εύνοια του Θεού, πόσο μάλλον να μην κινδυνεύσει με κάποια αιώνια καταδίκη από τη στιγμή που θα έφευγε από αυτή τη ζωή.
Η πνευματική παράδοση της πίστης μας άλλαξε αυτή την αντίληψη. Κατήργησε τις θυσίες, διότι είναι ο Υιός του Θεού τώρα ο Οποίος προσφέρει άπαξ το Αίμα Του για να σωθεί ο άνθρωπος. Μάλιστα, ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Εβραίους, επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού» (Εβρ. 9, 13-14). «Αν το αίμα των ταύρων και των τράγων και το ράντισμα με τη στάχτη του δαμαλιού εξαγνίζουν τους θρησκευτικά ακάθαρτους, καθαρίζοντάς τους εξωτερικά, πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού». Ο Χριστός έδωσε το Αίμα Του στον Σταυρό για όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο για τους τότε αλλά και για όσους θα ζούνε μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Γι’ αυτό και δε χρειάζεται στο εξής να γίνεται οποιαδήποτε θυσία. Μάλιστα, σε κάθε θεία λειτουργία έχουμε ανάμνηση της θυσίας του Κυρίου στον Γολγοθά και ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται, δια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, σε σώμα και αίμα Χριστού. Όποιος κοινωνεί τον εσταυρωμένο και αναστάντα Κύριο λαμβάνει άφεση αμαρτιών και ζωή αιώνιο και δεν χρειάζεται να θυσιάσει κάτι από αυτόν τον υλικό κόσμο, για να λάβει τον εξιλασμό.
Μας αγιάζει το σώμα και το αίμα του Χριστού. Και υπερβαίνει τη λογική του δούναι και λαβείν στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Δε χρειάζεται ο Θεός κάτι από τον άνθρωπο. Ποτέ άλλωστε δε χρειαζόταν. Αν ήταν έτσι, δε θα ήταν πλήρης και τέλειος. Ο άνθρωπος χρειάζεται τις προϋποθέσεις για να μπορεί να οικειωθεί τη χάρη του Θεού, να βιώσει με όλη του την ύπαρξη την παρουσία του Ζώντος Θεού και να αγιασθεί. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος καλείται να εναποθέσει τις αμαρτίες του, τα λάθη του, την επίγνωση για τα πάθη, τον εγωισμό του, την αυτοθέωσή του στην Εκκλησία, να μετανοήσει και να αγωνιστεί να ξεκινήσει μία καινούργια ζωή, για να αφήσει χώρο στην ύπαρξή του για τον Θεό. Να γίνει δεκτική η ύπαρξή του στη χάρη του Θεού η οποία συνεχώς δίδεται σε όσους έχουν βαπτιστεί, αλλά η καρδιά μας δεν είναι ανοιχτή και έτοιμη να την καταστήσει ενεργή. Εμείς έχουμε ανάγκη τον Θεό.
Αυτό συνεπάγεται ότι καίτοι κεκοινωμένοι, αγιαζόμαστε. Και τότε η ζωή μας μεταμορφώνεται. Καλούμαστε σε κάθε πτυχή της να ζήσουμε τον αγιασμό. Από την υλική καθημερινότητά μας, τα βιοτικά μας, την οικογένειά μας, τις σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις κρίσεις μας νόημα στη ζωή δίνει ο αγιασμός δια του Αίματος του Χριστού. Δεν είναι δια του ανθρωπίνου λόγου ο αγιασμός, αλλά δια της κοινωνίας με όλη μας την ύπαρξη του Προσφέροντος και Προσφερομένου Χριστού. Η λειτουργική ζωή είναι η αφετηρία για μία άλλη ποιότητα ζωής. Αν η λειτουργία γίνεται τήρηση θρησκευτικού καθήκοντος, συνήθεια ή παράδοση και όχι ζωή, αν δεν αισθανόμαστε κάθε φορά που μετέχουμε στην ευχαριστιακή σύναξη ότι παίρνουμε δύναμη, κουράγιο και χάρη να αλλάξουμε όλη μας τη ζωή ή να αγωνιστούμε γι’ αυτό, τότε επιστρέφουμε ουσιαστικά στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Η σχέση μας με τον Θεό είναι σχέση δούναι και λαβείν και δεν μπορούμε να σωθούμε διότι δεν έχουμε ουσιαστική κοινωνία με τον Χριστό. Δεν είναι πεποίθηση η πίστη. Είναι μετοχή στο ποτήριο της ζωής. Δεν είναι συνέχεια της απολυμένης βρώσης, αλλά κοινωνία του Άρτου της Ζωής που κατέβηκε από τον ουρανό και άλλαξε τον τρόπο που ζούμε τα πάντα.
Και η μετοχή στην ευχαριστιακή σύναξη γίνεται αφορμή θέασης και βίωσης του τρόπου της αγάπης. Αγάπη δε σημαίνει κατάφαση στα πάντα. Σημαίνει διάκριση. Όπως και η κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν μπορεί να γίνει αδιάκριτα, αλλά με επίγνωση ότι λαμβάνουμε ζωή και αγώνα η ύπαρξή μας να είναι δεκτική της ζωής. Άξιοι δε θα γίνουμε ποτέ, όσο αγώνα κι αν κάνουμε. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού άλλωστε δίδονται για να μπορούμε να αισθανόμαστε έτι περισσότερο την αναξιότητά μας και με δάκρυα να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε τον Θεό διότι ο Χριστός υπέρ ημών απέθανε καίτοι αμαρτωλών. Γι’ αυτό και λέμε αληθινά ΝΑΙ στον Χριστό όταν δεν ξεκινάμε από εμάς, αλλά από την αγάπη. Και όταν επικαλούμαστε το όνομά Του αφού έχουμε αγωνιστεί να αγαπήσουμε.
Καθώς πλησιάζουμε προς το Πάσχα ας θυμόμαστε ότι η σχέση μας με τον Θεό πλέον δεν είναι σχέση δούναι και λαβείν, αλλά βήματα οικειότητας από εμάς προς τον Θεό, ο Οποίος μας απέδειξε ότι μας θεωρεί οικείους Του νικώντας τον θάνατο για λογαριασμό μας στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. Ας θυμόμαστε ότι δεν μας σώζουν τα λόγια και οι καλές πράξεις, αλλά η μετοχή μας στο ποτήριο της ζωής, η κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Προϋπόθεση η άσκηση και η διάκριση. Και ας ξεκινούμε να εορτάσουμε το Πάσχα έχοντας πάρει την απόφαση μέσα από την μετοχή μας στη λειτουργία να βλέπουμε τα πάντα και τους πάντες στη ζωή μας με άλλη ματιά. Και όλα αυτά στην Εκκλησία, η οποία δεν είναι ένα θρησκευτικό κατάλοιπο του παρελθόντος, αλλά ο χώρος και ο τρόπος της θυσίας του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.